«Το ουίσκι πρέπει να είναι ποιοτικό, γευστικό, αρωματικό – κατά τη γευστική ή αρωματική παλέτα του καθενός».

Ασχολείται με το είδος εδώ και 25 χρόνια ως ιδιοκτήτης εταιρείας που καταπιάνεται με την εμπορία αυτού ενώ συλλέγει με συνέπεια ουίσκι και κονιάκ. Παράλληλα, έχει μόνιμη συνεργασία με διεθνείς οίκους δημοπρασιών για το ουίσκι. Στη συνέντευξη αυτή μοιράζεται τη δική του ματιά για τα όσα παίζουν στο χώρο στην Ελλάδα αλλά και παρέχει οδηγίες χρήσεως για όσους θελήσουν να ξεκινήσουν το ταξίδι της μύησης σε έναν κόσμο πλασμένο με αποστάγματα και όχι μόνο.

– Τελικά τι πίνουμε;
Ό,τι αξίζει, ανεξαρτήτως χρημάτων, μέχρι εκεί που μπορούμε να δώσουμε, βεβαίως. Πίνουμε πολύ εύκολα και ένα ουίσκι των 20 ευρώ, αρκεί να είναι αυτό που πρέπει.

– Και πώς πρέπει να είναι ένα ουίσκι;
Ποιοτικό, γευστικό, αρωματικό – κατά τη γευστική ή αρωματική παλέτα του καθενός. Κι αυτό το λέω μετά από δύο χιλιάδες κωδικούς που έχω πιει από το 1985 και μετά, επομένως θεωρώ ότι μπορώ να ξεχωρίζω κάποια πράγματα. Δεν λέω ότι ξέρω τα πάντα, όμως μπορώ να καταλάβω αν ένα ουίσκι πρέπει να πληρωθεί τόσο ή δεν πρέπει.

«Το καλύτερο ουίσκι που έχω πιει ποτέ είναι από την Ιρλανδία, το Midleton 26 ετών, από το παλιό αποστακτήριο, το Old Midleton».

– Ποιο είναι το μεγαλύτερο ποσό που έχεις δώσει για ουίσκι;
Άσε με να το σκεφτώ λίγο, γιατί μπουκάλια που τώρα κοστίζουν δύο και τρεις χιλιάδες ευρώ, τα είχα αγοράσει διακόσια ευρώ, καθώς γνωρίζω πού να επενδύσω. Παρακολουθώ πάρα πολύ καλά την αγορά, το κύριο μέσο, άλλωστε, που βγάζω χρήματα είναι οι δημοπρασίες ουίσκι του εξωτερικού. Θα έβγαζα περισσότερα, αν δεν είχα το μικρόβιο, δηλαδή έρχονται μπουκάλια και τα κρατάω, δεν μπορώ να τα αποχωριστώ.

Το καλύτερο ουίσκι που έχω πιει ποτέ είναι από την Ιρλανδία, όχι από τη Σκωτία. Είναι το Midleton 26 ετών, από το παλιό αποστακτήριο, το Old Midleton. Εκεί βγαίνει και το Jameson, αλλά το Old Midleton έκλεισε το 1975. Όμως πρόφτασαν και έφτιαξαν κάποια μαγικά ουίσκι, στο διάστημα 1973-1974. Σήμερα υπάρχουν μόνο χίλιες φιάλες. Από τα χέρια μου έχουν περάσει έξι. Η μία έσπασε, τις τρεις τις είχα στο μαγαζί, μία την ήπια και άλλη μία την έχω ακόμα.

«Σήμερα κυριαρχεί η τάση των κοκτέιλ στα οποία ο κάθε bartender μπορεί να βάλει ό,τι θέλει, επειδή είναι μπάρμαν-celebrity. Μιλάμε για ορισμένους που θεωρητικώς έχουν καλές σχέσεις μεταξύ τους, οι οποίοι κινούν όλα τα νήματα».

– Πόσο κοστίζει το Midleton;
Αυτή τη στιγμή κινείται μεταξύ 1.400-2.000 ευρώ. Εγώ το είχα πληρώσει 250 ευρώ.

– Τι καυτηριάζεις σε αυτά που γράφεις για το House of Wine;
Πρόσφατα ψηφίστηκαν τα καλύτερα Δέκα Καλύτερα Μπαρ του Κόσμου. Για να μπει κάποιος στη λίστα όμως, πρέπει οπωσδήποτε να κουνάει σέικερ, αλλιώς τίποτα. Υπάρχουν κάποια μπαρ στη Σιγκαπούρη ή στο Τόκιο απίστευτα, με μια κάβα που μπορεί να κοστίζει τρία και τέσσερα εκατομμύρια ευρώ, ωστόσο δεν βρίσκονταν ούτε καν μέσα στα πενήντα πρώτα. Κυριαρχεί η τάση των κοκτέιλ στα οποία ο κάθε bartender μπορεί να βάλει ό,τι θέλει, επειδή είναι μπάρμαν-celebrity. Μιλάμε για ορισμένους που θεωρητικώς έχουν καλές σχέσεις μεταξύ τους, οι οποίοι κινούν όλα τα νήματα. Εκεί που γράφω εγώ με διαβάζουν τρεις με τέσσερις χιλιάδες άτομα κάθε βδομάδα και έχω φανατικό κοινό. Δεν έχω ζητήσει από τις εταιρείες ούτε μία μινιατούρα. Γράφω αυτό που νομίζω, όσα πρέπει να ακουστούν και που πρέπει να δει ο κόσμος. Από την άλλη, υπάρχουν κάποιοι, που είναι και φίλοι μου, δυο-τρεις bartenders, με πραγματικό ταλέντο, που γνωρίζουν το αντικείμενο, είναι και κάποιοι άλλοι όμως…


Διαβάστε ακόμα: Spike Marchant – «Η νέα σκηνή των Ελληνικών cocktail bars είναι δείγμα ότι αψηφάτε την κρίση!»


– Είναι χρηματιστήριο το ουίσκι;
Τεράστιο! Με τη μόνη διαφορά ότι εγώ δεν το βλέπω έτσι. Κρατάω κάποια μπουκάλια χωρίς να ξέρω αν θα τα πουλήσω ποτέ. Όπως και έγινε στο μαγαζί που είχα στο Κολωνάκι. Τώρα δεν έχω το κατάστημα αλλά διατηρώ την εταιρεία.

– Δεν σε συνέφερε ή βαρέθηκες;
Τίποτα από τα δύο, απλώς με κούρασε δυσανάλογα με τα χρήματα που έβγαιναν.

– Ένας bartender πρέπει να έχει γνώση του ουίσκι;
Εξαρτάται σε τι μπαρ δουλεύει. Εδώ που βρισκόμαστε, ναι. Για μένα πρέπει να έχει γνώση, να ξέρει πώς γίνονται όλα τα αποστάγματα. Πώς φτιάχνεται το ρούμι, το ουίσκι, το κονιάκ. Να γνωρίζει και όχι να ανακατεύει, γιατί βλέπω διάφορα απίθανα, όπως ζωμό από μπριζόλα μέσα στο κοκτέιλ. Όμως αν το λανσάρει ο τάδε, περνάει φουλ και τρέχοντας. Celebrities με την ανοχή των εταιρειών, για όσους βέβαια μπορούν να το κάνουν αυτό το πράγμα. Πλέον για το ουίσκι υπάρχουν μόνο τρεις-τέσσερις bartenders που το γνωρίζουν πολύ καλά. Οι υπόλοιποι που το ξέρουν στην Ελλάδα δεν είναι bartenders. Να σου πω κάτι; Κι εγώ πιτσιρικάς μπάρμαν ήμουν, αλλά τότε δεν φτιάχναμε εξεζητημένα πράγματα. Εδώ δεν κοιτάει κανείς τι πίνει, αλλά ποιος το υπογράφει.

«”Κόλλησα” με το ουίσκι γιατί το προτιμώ γευστικά και μου αρέσει επίσης η κουλτούρα των Σκωτσέζων και των Ιρλανδών».

– Τα ΜΜΕ είναι ο πολιορκητικός κριός στην υποστήριξη τάσεων. Take it or leave it…
Θα σου πω κάτι που δεν το ξέρει η γυναίκα μου. Μου έστειλε κάποιος, που δεν γνώριζα από μια διαφημιστική εταιρεία, ένα ευγενέστατο μήνυμα στο Facebook. Μιλάμε στο τηλέφωνο, και μου λέει ότι θα γίνει από τον Νοέμβριο του 2017 μία μεγάλη καμπάνια στην Ελλάδα για το τάδε brand και ήθελαν να συμμετάσχω, επί πληρωμή εννοείται. Του εξήγησα τη φιλοσοφία μου και στο τέλος μου είπε «καταλαβαίνω ότι δεν πρέπει καν να σας πω τι χρήματα θα πάρετε, γιατί αντιλαμβάνομαι ότι θα απέχετε». Γιατί απείχα; Επειδή είναι κάτι που θα έπρεπε να πληρώσεις διακόσια ευρώ στο ράφι, ενώ είναι πάρα πολύ καλό για ογδόντα. Αν συμμετείχα σε μια τέτοια καμπάνια, παίρνοντας τα λεφτά, θα ήταν σαν να κοροϊδεύω όλους όσοι με διαβάζουν και κυρίως εμένα. Και δεν τρέχουν τα λεφτά από τα μπατζάκια μου! Τιμώ την κίνηση, απλώς δεν θα έκανα κάτι το οποίο δεν θα μου άρεσε και δεν θα κοιμόμουν ήσυχος το βράδυ. Θες να με πεις παλιομοδίτη;

– Συνήθως δεσμεύεσαι, αν έχεις κάποιες αξίες βεβαίως. Αξίζουν οι ιδέες σου 1.500 ευρώ;
Αυτό σου λέω. Και επειδή ο κόσμος καταλαβαίνει πώς το βλέπω, ξέρουν ότι λέω αλήθεια, επειδή εμπιστεύονται το γούστο και την εμπειρία μου.

– Άρα παίρνεις την ευθύνη των λεγομένων σου και μόνον αυτών.
Μου λένε στείλε μας και εμάς αυτά που γράφεις για να τα ανεβάσουμε και αρνούμαι. Γιατί μπορεί να νομίζουν ότι τα στέλνω για να μου στείλουν μετά ένα μπουκάλι.

«Στην Ελλάδα δεν θα μπορούσε να φτιαχτεί ένα καλό ουίσκι. Δεν έχουμε την τεχνογνωσία, την κουλτούρα των Σκωτσέζων, το έδαφος».

– Δωράκια απαγορεύονται λοιπόν.
Ούτε μία μινιατούρα! Από την άλλη, οι περισσότερες εταιρείες, όταν δεν μπορούν να ξεφορτωθούν μπουκάλια που κάνουν δύο και τρεις χιλιάδες ευρώ, έρχονται σε μένα. Και ρωτώ: όταν πούλησα ένα ρούμι των 15 χιλιάδων ευρώ, γιατί δεν φώναξαν κανέναν από τους bartenders, τους ρουμάδες, να το πουλήσει;

– Γιατί κόλλησες με το ουίσκι;
Κόλλησα γιατί το προτιμώ γευστικά και μου αρέσει επίσης η κουλτούρα των Σκωτσέζων και των Ιρλανδών. Θα πρέπει να ξέρεις ότι είναι πολύ αγαπημένοι μεταξύ τους, Κέλτες γαρ. Πολύ αγαπημένος λαός και όσα άτομα έχω γνωρίσει, όχι μόνο από τη βιομηχανία του ουίσκι, έχουν την ελληνική ιδιοσυγκρασία , παρότι είναι πολύ βόρεια.

Πρώτη μου αγάπη ωστόσο είναι το κονιάκ. Πάθος! Οι πρώτοι έρωτες δεν ξεχνιούνται. Αντικαθίστανται αλλά τους έχεις πάντα στο μυαλό σου.

Το πιο ακριβό ουίσκι που έχω αυτή τη στιγμή είναι ένα Macallan 30 ετών, αλλά όχι την εμφιάλωση που τρέχει τώρα, είναι στο παλαιότερο σχήμα μπουκαλιού και στο μπλε ξύλινο κουτί. Όποιοι είναι συλλέκτες και γνώστες θα καταλάβουν. Στις δημοπρασίες είναι στις 4.000-4.400, στο ράφι ξεπερνάει τα 6.500 ευρώ.

«Το πιο ακριβό ουίσκι που έχω αυτή τη στιγμή είναι ένα Macallan 30 ετών, αλλά όχι την εμφιάλωση που τρέχει τώρα, είναι στο παλαιότερο σχήμα μπουκαλιού και στο μπλε ξύλινο κουτί».

– Γιατί τα γιαπωνέζικα ουίσκι έχουν απογειωθεί τόσο;
Τρομερό promotion και καλή ποιότητα, αλλά όχι τόσο ώστε να δικαιολογούνται τέτοιες τιμές. Τα έχω καυτηριάσει επανειλημμένα, έχω γράψει τρία άρθρα. Οι Ιάπωνες είναι τελειομανείς και βγάζουν ωραία ουίσκι, όμως δεν είναι για τόσα λεφτά. Στο μαγαζί που βρισκόμαστε το Highland Park 12 ανά μεζούρα κοστίζει οχτώ ευρώ και το Yamazaki 12 είκοσι. Κάτι που είναι εξωφρενικό, όχι για το μαγαζί. Τόσο ακριβά το αγόρασε.

– Στην Ελλάδα θα μπορούσε να φτιαχτεί καλό ουίσκι;
Όχι. Δεν έχουμε την τεχνογνωσία, την κουλτούρα των Σκωτσέζων, το έδαφος. Οι Ιάπωνες όμως έχουν έδαφος που μοιάζει πολύ με τα Highlands. Βεβαίως, υπάρχουν και πολλά τυρφώδη στην Ιαπωνία, όπως τα Yoichi. Αν μιλήσουμε με όρους κρασιού, είναι το terroir.

– Υπάρχουν ανεξάρτητοι παραγωγοί;
Τέσσερις έχουν μείνει: το Balvenie (χειροποίητο), το Glenfiddich , το Glenfarclas στο Speyside που είναι τέσσερις γενιές η ίδια ιδιοκτησία και στα νοτιοδυτικά highlands το Springbank (χειροποίητο) από το 1828. Kατά τη γνώμη μου και για πολλούς, το κορυφαίο αυτή τη στιγμή αποστακτήριο στον κόσμο. Φυσικά σε όλα υπάρχουν μηχανήματα αλλά στα χειροποίητα παρασκευάζουν τη βύνη τους, βυνοποιούν το κριθάρι στα παραδοσιακά πατώματα, τα ξύλινα, κάτι το οποίο γίνεται εδώ και τριακόσια χρόνια, και αυτό λογίζεται στη Σκωτία χειροποίητη διαδικασία.

«Ένας bartender πρέπει να έχει γνώση, να ξέρει πώς γίνονται όλα τα αποστάγματα. Πώς φτιάχνεται το ρούμι, το ουίσκι, το κονιάκ. Να γνωρίζει και όχι απλά να ανακατεύει».

– Το χειροποίητο ποια προστιθέμενη αξία δίνει στο ουίσκι;
Σκέψεις υπάρχουν για το αν η διαδικασία βυνοποίησης στο παραδοσιακό πάτωμα έχει σκοπό να προσελκύσει περισσότερους επισκέπτες ή αν όντως προσφέρει κάτι παραπάνω. Αν ρωτάς εμένα ως πότη, ναι, προσθέτει. Γίνεται διαφορετικά η διαδικασία, δεν θα σου δείξω τεχνικές λεπτομέρειες. Η άλλη διαδικασία γίνεται σε κυλίνδρους που γυρίζουν γύρω- γύρω και θερμαίνεται αέρας μέσα στο κριθάρι, μια διαδικασία τελείως μηχανική, στα κομπιούτερ.

– Κάποιος που θα ήθελε να αρχίσει να φτιάχνει μία αξιοπρεπή κάβα από ουίσκι από πού να ξεκινήσει;
Είχα αυτή τη συζήτηση με τον Jim MacEwan, έναν από τους κορυφαίους καλλιτέχνες του ουίσκι στη Σκωτία και παγκοσμίως. Είναι ο άνθρωπος που έφτιαξε το διάσημο Black Bowmore, ουίσκι των 8-15.000 ευρώ, αναλόγως πού θα το βρεις. Μου είχε πει ότι σε γενικές γραμμές δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, ούτε σκοτάδια φουλ και κελάρι. Από την άλλη, δεν λέω να το βγάλεις και στη Σαχάρα! Καλό είναι να μην είναι σε πολύ φως. Όποιος θέλει να ξεκινήσει τη δική του κάβα να μη δώσει πολλά χρήματα. Ενδεικτικά λέω Glendronach, Benriach, Kilchoman, Highland Park, Balvenie, Springbank, Laphroaig, Bowmore: να αρχίσει να τα μαζεύει σιγά-σιγά, να διαβάζει, ας πάρει και κάποια γιαπωνέζικα, αλλά όχι τα ακριβά- μακριά!

Δεν μου αρέσει ο όρος χρηματιστής, δεν το βλέπω έτσι, αν και συμμετέχω σε αυτό. Είμαι συλλέκτης- πότης. Έχω δυο γιους που θα ήθελα να τους μεταβιβάσω τη συλλογή μου. Αν θέλουν να τα κρατήσουν έχει καλώς, αν όχι, ας τα πουλήσουν. Ο μεγάλος μου γιος ήδη τα ξέρει πάρα πολύ καλά και είναι 13 χρονών. Ο μικρός έχει μια κάποια ιδέα.

«Στους νέους λέω να πίνουν με μέτρο. Από το να καπνίζουν, σίγουρα καλύτερα να πίνουν με σύνεση».

– Σου έχει τύχει να αποχωριστείς ένα ουίσκι για να πάει στο χρηματιστήριο και την τελευταία στιγμή να το πάρεις πίσω;
Όχι. Έχει τύχει όμως να είμαι στεναχωρημένος και μια και για δυο μέρες. Τα πράγματα δεν τα βλέπω τόσο ορθολογιστικά. Νομίζω ότι θα το κατάλαβες από τα προηγούμενα που είπαμε.

– Κρασιά δοκιμάζεις;
Έχω πιεί πάρα πολλά και μεγάλα κρασιά, από το Μπορντώ, τη Βουργουνδία, όμως πλέον βαρέθηκα. Δεν είμαι τόσο του κρασιού, με καμιά παρέα μπορεί να πιω. Όμως, όταν πίνω αλκοόλ, δεν θέλω παρέα.

– Ποια είναι η ιεροτελεστία σου δηλαδή;
Θέλω σκοτάδι, μόνος μου.

– Εδώ θα πουν ότι είσαι περίεργος…
Ξέρεις κανέναν που να μην έχει κάποιο ψυχολογικό θέμα; (γέλια) Πίνω μόνος μου, γιατί το απολαμβάνω καλύτερα, βάζω μουσική και δεν θέλω φασαρία.

– Αν αύριο ο γιατρός σου πει ότι πρέπει να σταματήσεις να πίνεις τι θα κάνεις;
Δεν θα μου το πει, γιατί αθλούμαι. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, θα πίνω λιγότερο.

– Στους νέους ανθρώπους τι λες;
Να πίνουν με μέτρο. Από το να καπνίζουν, σίγουρα καλύτερα να πίνουν με σύνεση.

– Πιστεύεις ότι τα μπαρ έτσι όπως είναι στημένα στην Αθήνα, υποστηρίζουν το ουίσκι;
Το καλό ουίσκι το υποστηρίζουν δυο τρία μαγαζιά στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.

– Γιατί δεν το υποστηρίζουν;
Γιατί πρέπει να πάρουν τα λεφτά από τα μοχίτο.

 

//Η φωτογράφηση του Κυριάκου Κοντογιώργη πραγματοποιήθηκε στο 1900 The Barber Shop (Υψηλάντου 35, Αθήνα, τηλ.: 210 7220 511)

 

Διαβάστε ακόμα: Dale DeGroff – Ο «Βασιλιάς των κοκτέιλ» μας αποκαλύπτει τα μυστικά του

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top