Τα λιγοστά τραπεζάκια της ταβέρνας του «Οικονόμου» στα Άνω Πετράλωνα περιμένουν να υποδεχτούν ξανά τις σπιτικές χορτόπιτες και τους αχνιστούς λαψανοντολμάδες.

Εκτός από τις ευπαθείς ομάδες πληθυσμού, υπάρχουν και οι ευπαθείς ομάδες μαγαζιών. Παλιές επιχειρήσεις, κάποιες αυτές αριθμούν αρκετές δεκαετίες ζωής, στέκουν ως άλλοι αγέρωχοι, σοφοί γέροντες μες στην Αθήνα, για να θυμίζουν ποιοι είμαστε και από που ερχόμαστε. Τι θα κάνουν τώρα τα παλιά μαγαζιά στα οποία καταφεύγουμε για να βιώσουμε την θαλπωρή του γνήσιου, δεδομένης της προχωρημένης ηλικίας των περισσότερων από τους ιδιοκτήτες τους; Ακόμα και στις περιπτώσεις που τα έχει αναλάβει η επόμενη γενιά, οι συνθήκες είναι δύσκολες: οι επιχειρήσεις και οι άνθρωποί τους έχουν περάσει από δεκάδες κύματα και, ναι μεν έχουν αποκτήσει την πείρα του μπαρουτοκαπνισμένου, πλην όμως τώρα στέκουν δικαίως προβληματισμένοι για την επόμενη μέρα.

O ηθοποιός Δημοσθένης Παπαδόπουλος φωτογραφημένος στο ιστορικό μπαρ Au Revoir από τη Μόνικα Κρητικού, αποκλειστικά για το Andro.

Ο Σωτήρης, ο γιος του Λύσανδρου Παπαθεοδώρου που άνοιξε το θρυλικό Au Revoir της Πατησίων με τον αδερφό του πριν 62 χρόνια, προσπαθεί να παραμείνει ψύχραιμος, ενώ σχεδιάζει ένα άτυπο καλοκαιρινό πάρτι για φίλους: «Θα πρέπει να περιμένω να δω ποτέ θα επιτραπεί η λειτουργία κλειστών χώρων. Όποτε μου το επιτρέψουν θα ανοίξω για την τιμή των όπλων μερικές μέρες για να δω τους φίλους- θαμώνες ώστε να αποχαιρετηθούμε σωστά πριν το καλοκαίρι. Ήταν απότομο το κλείσιμο και δεν είδα παρά μόνο λίγους». Ούτως ή άλλως, τον Σεπτέμβριο ο Σωτήρης κλείνει δέκα χρόνια στο τιμόνι του μαγαζιού, οπότε τότε θα (ξανα)γιορτάσει μαζί με τους πιστούς του Au Revoir, σε κάθε περίπτωση. Ο πατέρας του θα είναι σίγουρα μαζί του, άλλωστε σχεδόν καθημερινά βρίσκεται στο θρυλικό στέκι «λόγω αγάπης και συνήθειας», όπως μας είπε ο Σωτήρης Παπαθεοδώρου.

«Είμαστε κάπως μπερδεμένοι με όλα αυτά που ανακοινώνει η Πολιτεία, με τις αποστάσεις και τα λοιπά. Θέλουμε ξεκάθαρη ενημέρωση», μας λέει ο Γιάννης Αλαμπάνος του ιστορικού μπαρ Galaxy.

Ο Γιάννης Αλαμπάνος, ο κοσμαγάπητος ιδιοκτήτης του κλασικού, παλιού μπαρ της πόλης, του Galaxy.

Σε αναμονή και σε ανησυχία βρίσκεται και ο Γιάννης Αλαμπάνος, ο κοσμαγάπητος ιδιοκτήτης του έτερου κλασικού, παλιού μπαρ της πόλης, του Galaxy. Το μαγαζί υπάρχει ως σύλληψη από το 1972, στην συγκεκριμένη, όμως, τοποθεσία της οδού Σταδίου (εντός στοάς) μετρά κάτι λιγότερο από τριάντα χρόνια. Τριάντα χρόνια πολύ αφοσιωμένων θαμώνων, αλλά και συνεχών προσθηκών στο αμάλγαμα των μυημένων της μπάρας. «Είμαστε κάπως μπερδεμένοι με όλα αυτά που ανακοινώνει η Πολιτεία, με τις αποστάσεις και τα λοιπά. Θέλουμε ξεκάθαρη ενημέρωση και υποστηρικτική διάθεση για να δουλέψουμε κι εμείς και όλοι. Στο Galaxy υπάρχει αυτός ο μικρός εξωτερικός χώρος, το ότι βρισκόμαστε στην στοά, όμως, επηρεάζει σε κάτι; Μήπως δεν θεωρείται εξωτερικός;». Είναι πιθανό το άνοιγμα του μπαρ να πραγματοποιηθεί μετά το καλοκαίρι, ενώ το προσωπικό του μαγαζιού έχει υπαχθεί στα μέτρα στήριξης και «δεν έχει να φοβάται τίποτα» τουλάχιστον, προς το παρόν.

Η θρυλική “Μαργαρώ”, από το 1947. Το λέει και η ταμπέλα.

Την έγνοια για το προσωπικό και τις οικογένειες που ζουν από το μαγαζί του έχει και ο Κωνσταντίνος Χανιώτης, ιδιοκτήτης της all time classic ψαροταβέρνας στον Πειραιά με το όνομα «Μαργαρώ», που έκλεισε αισίως τα 73 της χρόνια φέτος. Ο εγγονός της Μυκονιάτισσας Μαργαρώς ο οποίος απασχολεί εννέα άτομα στην οικογενειακή του επιχείρηση αναμένει την 1η Ιουνίου, οπότε και θα καταφέρει να δουλέψει με τα τραπέζια και τα καθίσματα του εξωτερικού του χώρου, μικρού μεν, υπαρκτού δε. «Θα ξεκινήσουμε σιγά σιγά τις προετοιμασίες για να δούμε πώς θα τα καταφέρουμε τώρα με αυτή την κατάσταση. Δεν χάνουμε την δύναμή μας, όμως αντικειμενικά τα πράγματα είναι πολύ ζόρικα. Με το προσωπικό δεν ξέρω ειλικρινά τι θα γίνει, ξέρω ότι είμαστε κάτι σαν οικογένεια και κάποιοι άνθρωποι βασίζονται σε μένα και στο μαγαζί. Με τις αποστάσεις και όλα αυτά δεν θα εξυπηρετούμε παρά λίγους ανθρώπους κάθε μέρα, όμως κάτι είναι και αυτό, ξέρω πως άλλοι δεν έχουν καν εξωτερικό χώρο».

«Θα τα βγάλουμε πέρα, τόσα έχουμε ζήσει εμείς οι λίγο παλιότεροι. Ο κόσμος που μας αγαπά θα μας στηρίξει όταν και όπως ανοίξουμε», λέει ο Μακάριος Αβδελιώδης του περίφημου «Πειναλέοντα».

Η ταβέρνα «ο Πειναλέων» για παράδειγμα, στη Νεάπολη Εξαρχείων, διαθέτει μια θεσπέσια ψηλοτάβανη σάλα, αλλά έξω δεν υπάρχει θέση ούτε για μισό τραπέζι. Ο Μακάριος Αβδελιώδης, ο άνθρωπος που το πήρε το 1978 μαζί με τον Βασίλη Τσιπίδη, είναι ο τωρινός ιδιοκτήτης. Ο πάλαι ποτέ συνέταιρός του το 1980 τον άφησε μόνο στο τιμόνι της επιχείρησης, για να ανοίξει ο ίδιος στην οδό Διδότου ένα άλλο θρυλικό στέκι, «Το Μπαράκι του Βασίλη».

Ο Χιώτης Μακάριος λοιπόν κοντεύει να γιορτάσει 50 χρόνια «ταβερνιάρης», όπως υπερήφανα αυτοαποκαλείται. Ανήκει στους αισιόδοξους και σε αυτούς που, παρά τις δυσκολίες, απόλαυσε την καραντίνα. «Για πρώτη φορά στην ζωή μου, αισθάνθηκα ότι οι ώρες της ημέρας μου φτάνουν. Ξεκουράστηκα, για τρεις εβδομάδες δεν έκανα τίποτα. Έχω στενοχωρηθεί με την κατάσταση, ευτυχώς τα παιδιά που δουλεύουν στο μαγαζί (σ.σ: μεταξύ των οποίων και ο ανιψιός του, γιος του αδερφού του Δήμου Αβδελιώδη) μπήκαν στο επίδομα και αυτό ήταν μια μικρή, προσωρινή ανάσα». Αν και αμιγώς χειμερινό μαγαζί, ο «Πειναλέων» τα τελευταία καλοκαίρια δούλευε κανονικά, τουλάχιστον μέχρι το τέλος Ιούνη, ενίοτε μέχρι και μέσα Ιουλίου αν τύχαινε καμία ειδική περίσταση. «Φέτος, μας βλέπω από φθινόπωρο, με την ελπίδα κιόλας να μην μπούμε σε νέα καραντίνα. Τα έξοδα έχουν μαζευτεί, ευτυχώς ήμουν καθαρός με χρωστούμενα σε εφορίες και ρεύματα και τα λοιπά και κατάφερα να το αντιμετωπίσω. Αναρωτιέμαι τι έκαναν άλλοι μαγαζάτορες που είχαν ήδη χρωστούμενα… Πάντως, θα τα βγάλουμε πέρα, τόσα έχουμε ζήσει εμείς οι λίγο παλιότεροι. Ακόμα μια φορά, θα τα καταφέρουμε και ο κόσμος που μας αγαπά θα μας στηρίξει όταν και όπως ανοίξουμε».

Ο Κώστα Διαμάντης έχει την σεβάσμια ταβέρνα του “Οικονόμου”, που λειτουργεί από το 1930.

Στην ίδια λογική κινείται και ο Κώστας Διαμάντης ιδιοκτήτης της ταβέρνας του Οικονόμου, ενός από τα πολύ παλιά και δοκιμασμένα στέκια της πόλης. Το 1930 ξεκίνησε να λειτουργεί αυτό το μαγαζί, που ήταν πρώτα σπίτι για την πολυμελή οικογένεια Οικονόμου. Ο σημερινός ιδιοκτήτης έχει σεβαστεί απολύτως την παράδοση του χώρου που ανέλαβε πριν από είκοσι και βάλε χρόνια. «Η αγάπη του κόσμου είναι παρηγορητική, όμως όλοι οι άνθρωποι έχουν πρόβλημα αυτή την περίοδο», μας λέει. «Τα έξοδα συσσωρευτήκανε, όσο τακτικός και να είσαι, όπως εμείς που όσο μπορούμε είμαστε καθαροί από χρέη. Τα κόστη που έχει ένα μαγαζί είναι πολλά και με το να μεταθέτουν την ημερομηνία καταβολής τον Αύγουστο δεν ξέρω πού ακριβώς βοηθάνε. Έχω την αίσθηση ώρες ώρες ότι οι άνθρωποι που αποφασίζουν για την εστίαση δεν έχουν καμία σχέση και ιδέα για το πώς δουλεύουμε και πώς λειτουργούμε στ΄αλήθεια, δεν γνωρίζουν και δεν θέλουν να αφουγκραστούν τις ανάγκες μας».

«Κάνουμε υπομονή και είμαστε έτοιμοι να βάλουμε τα δυνατά μας για να ανακάμψουμε. Ελπίζω να τα καταφέρουμε», αναφέρει ο Κώστας Διαμαντής της σεβάσμιας ταβέρνας του «Οικονόμου».

Ο Κώστας Διαμάντης αναρωτιέται πώς θα καταφέρει να ανοίξει το καλοκαίρι με τα λιγοστά τραπεζάκια που διαθέτει εξωτερικά, τα οποία, με τους περιορισμούς της απόστασης, θα μπορούν να εξυπηρετούν έναν ίσως μονοψήφιο αριθμό ατόμων. «Κάνουμε υπομονή και είμαστε έτοιμοι να βάλουμε τα δυνατά μας για να ανακάμψουμε. Ελπίζω να τα καταφέρουμε».

Σουβλάκι – θεσμός: Το μπιφτεκάκι με πίτα στο χασαπόχαρτο του “Λευτέρη”, απαράλλαχτο από το 1951 στη Σατωβριάνδου.

Ο «Λευτέρης» στη Σατωβριάνδου με το μερακλίδικο κεμπάπ του δεν γίνεται να μην τα καταφέρει, μιας που από το 1951 έχει αντέξει αρκετές »καλοσύνες και φουρτούνες». Ο σημερινός ιδιοκτήτης Τάσος Σαββάλου ακούγεται γελαστός στο τηλέφωνο και δηλώνει έτοιμος να ξαναπιάσει δουλειά με τους συνεργάτες του. Ως take away επιχείρηση θα μπορούσε να λειτουργεί στο διάστημα της καραντίνας, όμως το μαγαζί έκλεισε για έναν μήνα. Το άνοιγμά του αναμένεται να βρει αρκετούς λάτρεις της μοναδικής σύνθεσης του τυλιχτού του, στην ουρά του υπομονετικούς, όπως γίνεται συνήθως. «Έτσι ή αλλιώς, θα επιστρέψουμε στην κανονικότητα. Πότε ήταν εύκολα τα πράγματα; Δεν χάνουμε την όρεξή μας για δουλειά και για ζωή», λέει ο Τάσος.

120 χρόνια στις επάλξεις και αυτες τις μέρες ο “Βάρσος” δεν έκλεισε καθόλου για αγορές σε πακέτο, όπως τα ριζόγαλα της φωτογραφίας. Μένει να ανοίξει και η ένδοξη σάλα του ξανά.

Ο Βάρσος παρέμεινε ανοιχτός όλο αυτό το διάστημα, λειτουργώντας την take away υπηρεσία, ενώ τώρα ετοιμάζεται να ανοίξει για να λειτουργήσει τον εξωτερικό του χώρο.

Μεταξύ φαγητού και ποτού, είναι λογικό να επιθυμήσει κανείς ένα περιποιημένο γλυκό και ένας αξεπέραστος προορισμός γι’ αυτόν τον σκοπό είναι οπωσδήποτε ο Βάρσος, στην Κηφισιά. Παρέμεινε ανοιχτός όλο αυτό το διάστημα, λειτουργώντας την take away υπηρεσία, ενώ τώρα ετοιμάζεται να ανοίξει για να λειτουργήσει τον εξωτερικό του χώρο, ομολογουμένως άνετο. Εκατόν είκοσι ετών επιχείρηση, την οποία έχει αναλάβει ο εγγονός Βάρσος, είναι δύσκολο να κλονιστεί από τον κορονοϊό. Η εργαζόμενη στο ζαχαροπλαστείο που μίλησε στο Andro είπε ότι η γλυκιά ατμόσφαιρα του μαγαζιού με τις τεράστιες ποσότητες ζάχαρης συνηγορεί στην καλή διάθεση όλων. Πολύ αισιόδοξο το τηλεφώνημα στον Βάρσο, λοιπόν…

Όχι τόσο συγκινητικό όμως, όσο αυτό στο Σινέ Πάλας, στο Παγκράτι. Μίλησα με τον κύριο Ματθαίο Πόταγα, ετών 93 ο οποίος διαδέχθηκε στα ηνία της επιχείρησης τον πατέρα του το 1953. Ένας κινηματογράφος με πολλές στιγμές δόξας και εισπρακτικής επιτυχίας, αλλά και με στιγμές δύσκολες και περιστάσεις απαιτητικές. Η ροή των χειμερινών προβολών ανεκόπη βίαια τον Μάρτη, «το θερινό κομμάτι μας όμως θα συνεχίσει κανονικά από τα τέλη Ιουνίου με όσες αποστάσεις χρειάζονται».

-Το σινεμά δεν πεθαίνει,σωστά, κύριε Πόταγα;
-Όχι, βέβαια. Ούτε η Αθήνα πεθαίνει! Βαστάμε γερά, βαστάτε κι εσείς!

O Δημήτρης Κολολιός του θρυλικού υπόγειου μαγέρικου “Το Δίπορτο”.

Θα βαστήξουμε, λοιπόν, άλλη επιλογή δεν έχουμε, ειδικά όταν αυτό συνιστά κέλευσμα ενός ανθρώπου που ζει σχεδόν έναν αιώνα. Θα δώσουμε λιγότερο ή περισσότερο σύντομα ραντεβού στα ως άνω στέκια, αλλά και σε άλλα που αγαπάμε: στο Δίπορτο της πλατείας Θεάτρου, στα Μπακαλιαράκια του Δαμίγου, στο Ειδικόν του Πειραιά, στον Κρίνο της Αιόλου για λουκουμάδες, στο Τριφύλλι δίπλα στο γήπεδο του Παναθηναϊκού για θρυλικούς κεφτέδες και αλλού…

Το κράτος οφείλει να αφουγκραστεί τις ειδικές συνθήκες που επικρατούν σε αρκετά από τα παλιά στέκια της πόλης, αυτά που αποτέλεσαν συνεκτικούς ιστούς στις γειτονιές, αυτά που κράτησαν το ανάστημά τους όλα αυτά τα χρόνια. Κάποια από αυτά χρειάζονται προσαρμοσμένα στην φυσιογνωμία τους μέτρα – είναι κρίμα να δούμε κάποια εξ αυτών να μην ανοίγουν τις πόρτες τους ποτέ ξανά. Γιατί, αν αυτό συμβεί, η πόλη θα αλλάξει πρόσωπο, θα φτωχύνει, θα λιγοστέψει. Όπως η Πολιτεία μερίμνησε για τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας όπως μπόρεσε καλύτερα, έτσι πρέπει να φερθεί και στους προπάππους και τις προγιαγιάδες των εστιατορίων, των μπαρ και των καφέ, στα παλιά μαγαζιά που παλεύουν με τον χρόνο και τις αντοχές των ιδιοκτητών τους.

Εμείς, πάντως, θα περιμένουμε απ’ έξω, με την μάσκα και το αντισηπτικό μας, αρκούντως πεινασμένοι και διψασμένοι, με όλη την πρόθεση να τα στηρίξουμε.

 

Διαβάστε ακόμα: Τι είναι η πατρίδα μας; Η ταβέρνα που εκθειάζει ο κύριος Σμιθ;

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top