Δεν είναι λίγες οι φορές που σε συζητήσεις με φίλους πιάνουμε το κεφάλαιο «comfort food». Για το τί είναι, σε ποιό φαγητό δίνουμε αυτόν τον χαρακτηρισμό και άλλα τέτοια σχετικά. Για εμένα πάντα η εξήγηση είναι απλή: είναι το φαγητό που μας κάνει να νιώθουμε οικεία, που μπορούμε να το καταλάβουμε και δεν μας μπερδεύει. Για να γίνω πιο σαφής, οι τηγανητές πατάτες είναι comfort, μια ζεστή απλή σούπα είναι comfort, ένα λαχταριστό burger ή μια καλή πίτσα είναι επίσης comfort φαγητά.
Αυτές λοιπόν οι καθημερινές επιλογές είναι πλέον τάση και στα καλά φαγάδικα. Βλέπουμε και όλο και περισσότερους καταξιωμένους chef να τις αγκαλιάζουν. Να πειραματίζονται και να παίζουν με τα νόστιμα και χαλαρά πιάτα –μην πάει όμως ο νους σας σε δύσκολες τεχνικές και αλλά τέτοια μισελεν-άτα. Άλλωστε είναι παιχνιδιάρα αυτή η κουζίνα. Σε αυτού του είδους το παιχνίδι, τον πειραματισμό αλλά και την πρόκληση μαζί, μπήκε και ο chef Άγγελος Λάντος εδώ και αρκετούς μήνες. Ένας σεφ που μαγειρεύει σε κορυφαίο, αστεράτο ρεστοράν τις… καθημερινές. Στην αρχή σιγά, «κρυφά», αθόρυβα θα έλεγα, και από το Σεπτέμβρη πιο «φανερά», όταν ανακοίνωσε ότι ανέλαβε την επιμέλεια του μενού του Penny Lane στο Χαλάνδρι.
Αυτό ήταν ένα μεγάλο στοίχημα για τον Άγγελο, γιατί το Penny Lane από την πρώτη μέρα που άνοιξε υπηρετούσε την φιλοσοφία του comfort food. Πάνω σε αυτό, λοιπόν, δούλεψε. Πράγμα που φαίνεται από την πρώτη στιγμή. Για παράδειγμα το ceviche από λαβράκι δεν είναι μέσα στις εντάσεις, αλλά έχει μια πιο «ήρεμη» διάθεση με οξύτητα από εσπεριδοειδή και ελαφριά κάψα από τζίντζερ. Στην ίδια «απλή» φιλοσοφία και τα bao buns με το σιγοψημένο μπούτι πάπιας και τις πίκλες από κρεμμύδι. Πιάτα που δείχνουν ότι έχουν προσαρμοστεί έτσι ώστε να μην μπερδεύουν τον πελάτη αλλά να κρύβουν / ενσωματώνουν τις τεχνικές τους.
Τα κεφτεδάκια από μοσχαρίσιο και χοιρινό κιμά πάνω σε βουτυράτο brioche είναι ο απόλυτος ορισμός του comfort. Νόστιμα συνδυασμένα με guacamole και μια κρέμα από παλαιωμένο cheddar-να γλύφεις τα δάκτυλα. Ερωτεύσιμο ήταν επίσης και το μοσχαράκι που είχε σκεπαστεί από μια πραγματικά κολασμένη κρούστα πατάτας, mozzarella, parmigiano και μπόλικου –αλλά μπόλικου- βουτύρου. Επίσης την ίδια λογική ακολουθούσαν και οι σπιτικές παπαρδέλες με αρσενικό Νάξου, λευκή αγκινάρα και αρνί ραγού. Επικίνδυνη επιλογή κρέατος για ραγού, που όμως «του βγήκε».
Περνώντας στα κυρίως, θα έλεγα ότι φάνηκε λίγο περισσότερο η «ευγένεια» που έχει ο Άγγελος στον τρόπο μαγειρέματος. Πιάτα που φανερώνουν ένα πιο ανεβασμένο επίπεδο, χωρίς όμως να φεύγουν από την γενική κατεύθυνση του Penny Lane. Σαν εκείνο το φιλέτο από λαβράκι που είχε τυλιχθεί με πολύ λεπτές φέτες βουτυράτης πατάτας, είχε τοποθετηθεί πάνω σε άγρια χόρτα εποχής και περιχυθεί με μια σάλτσα από yuzu.
Τα χοιρινά αργοψημένα spare ribs ήταν τόσο τρυφερά και ζουμερά όσο μπορείτε να τα φανταστείτε αλλά η σάλτσα μελάσας και σόγιας προσωπικά με «λίγωσε». Αντίθετα το μπούτι κοτόπουλο μαριναρισμένο με Cajun rub (μείγμα μπαχαρικών που κατάγεται από την Λουϊζιάνα) έπαιζε ωραία με το γιαούρτι που ερχόταν να σβήσει όμορφα την ελαφριά κάψα των μπαχαρικών.
Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν, ο αέρας της ανανέωσης που φύσηξε στο Penny Lane συνοδεύει νόστιμα και καλοφτιαγμένα πιάτα που μένουν πιστά στην comfort φιλοσοφία. Κάτι που αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον όταν βλέπεις στην υπογραφή του chef, το όνομα του Άγγελου Λάντου. Και θα ξαναπάω στον πεζόδρομο της Θουκουδίδου, για brunch και για burger που από ότι έμαθα αλλάζουν οσονούπω και αυτά..
//Θουκυδίδου 10, Χαλάνδρι, τηλ. 2106800217
Διαβάστε ακόμα, μεσημέρια Κυριακής στου Vezené: Σπιτικό τσιμπούσι, «ευτυχισμένο» φαγητό.