Ο 21ος Διαγωνισμός Θεσσαλονίκης μόλις ολοκληρώθηκε και μιας και βλέπω παντού να παίζουν ερωτήσεις «γιατί αυτό και όχι το άλλο», και «μα πώς αυτό πήρε μετάλλιο και το τάδε όχι», αποφάσισα να ρίξω λίγο φως στην υπόθεση και να μοιραστώ μαζί σας το Διαγωνισμό από μέσα, όπως τον έζησα εγώ.
Αρχικά να διευκρινίσω πως θέλω απλά να εκφράσω την άποψη μου και να καταθέσω την εμπειρία μου. Δεν προσπαθώ ούτε να σας μεταπείσω, ούτε να κουνήσω δάχτυλο αν δεν συμφωνείτε μαζί μου, αντίθετα θεωρώ πως στο κρασί είναι καλό να ακούγονται πολλές και διαφορετικές απόψεις (πάντα με σεβασμό) με τη λογική πως υπάρχουν πολλά και διαφορετικά στυλ κρασιών (δε γίνεται όλα να αρέσουν σε όλους, ούτε να συμφωνούμε όλοι με όλα, είναι λίγο υποκειμενικό το θέμα).
Από όταν ξεκίνησα να αγαπώ το κρασί και να προσπαθώ να διαβάζω και να μελετάω κάθε τι γύρω από αυτό, το περιοδικό Οινοχόος της Καθημερινής και ο διαγωνισμός της Θεσσαλονίκης ήταν για μένα οι δυο πρώτοι «φάροι της γνώσης». Τα περίμενα πάντα και τα δυο με ανυπομονησία για να δω τι καινούργιο κυκλοφορεί, τι πρέπει να δοκιμάσω, τι συμβαίνει γενικώς στην ελληνική οινική σκηνή.
Μπορεί να σας φαίνεται αστείο ή υπερβολικό αλλά όταν είσαι 20 χρονών και ξεκινάς δειλά δειλά να ψάχνεσαι με το κρασί, πέραν από τα βιβλία του Τσακίρη και της Κουράκου που είναι εξαιρετικά και βοηθητικά, θες και λίγο να δεις το σήμερα και κάποιον να σου δείξει τι κρασιά να δοκιμάσεις τώρα (το Botilia δεν υπήρχε τότε). Για μένα το έκαναν ο Οινοχόος και ο Διαγωνισμός και σαν τεράστιο geek που είμαι σχεδόν αποστήθιζα τα αποτελέσματα του δεύτερου και έβγαινα στο «κυνήγι» για αγορές.
Δεν γίνεται κατά την άποψη μου να μην αναγνωρίζεις την τεράστια συνεισφορά του Διαγωνισμού Θεσσαλονίκης στην εξέλιξη και την ανάδειξη του ελληνικού κρασιού (βάλτε εδώ έναν αστερίσκο και θα το αναλύσω παρακάτω). Να μην ξεχνάμε πως από αυτό το Διαγωνισμό ξεκινήσαμε να πίνουμε Δάκρυ του Πεύκου (όταν πήρε το Χρυσό) και Ξινόμαυρο Old Roots Τάτση (από τη Γουμένισσα).
Διαβάζοντας τα παραπάνω, μπορείτε να φανταστείτε πόση ήταν η χαρά μου λοιπόν όταν με κάλεσαν να συμμετάσχω ως κριτής του 21ου Διεθνή Διαγωνισμού Οίνου και Αποσταγμάτων Θεσσαλονίκης μαζί με τεράστια ονόματα του χώρου. Και όταν λέω τεράστια ονόματα του χώρου εννοώ την dream team των Ελλήνων οινοχόων (Σκλαβενίτης, Χανιαλίδης, Μπουζίκας, Ψωφίδης, Κατσούδας, Τσώκος), την Μεγάλη Κυρία (ναι με Κ κεφαλαίο) του Οινοχόου, την Μερόπη Παπαδοπούλου, τα «μπουμπούκια» του WSPC, τους DipWsets, διακεκριμένους οινολόγους και δημοσιογράφους οίνου.
Αν δε σας καλύπτει αυτό (που από ότι διαβάζω στα κουτσομπολιά του χώρου, μάλλον δε σας καλύπτει) σας έχω και 5 Masters of Wine και ένα Master Sommelier που ασχολούνται με την εισαγωγή κρασιών ως επί το πλείστον και ενδιαφέρονται ή εισάγουν ήδη ελληνικό κρασί (σας λέει κάτι αυτό; εμένα πολλά). Ένας από τους 5 MW είναι και ο δικός μας Κωνσταντίνος Λαζαράκης, ένας άνθρωπος που έχει συνεισφέρει τα μέγιστα στο ελληνικό κρασί και παράλληλα παραμένει ο πιο cool και ακομπλεξάριστος τύπος εκεί έξω, που δεν περιφέρει τη γνώση του με ύφος αυθεντίας αλλά προτιμά να κόψει γύρο στη Διαγώνιο (το έκανε κι αυτό τις προάλλες) για τους καλεσμένους του στο κλείσιμο του Διαγωνισμού. Αυτό το τελευταίο έχει γίνει κάτι σαν παράδοση που όσο να πει κανείς είναι λίγο epic.
Μια ωραία Δευτέρα λοιπόν πήρα τα τακούνια μου και τα φλοράλ φουστάνια μου και προσγειώθηκα στη Θεσσαλονίκη. Όλα είναι, φυσικά, θέμα στυλ και αν δεν εμφανιζόμουν με μίνι μαύρο φόρεμα και Louboutins ή ανδρόγυνο κοστούμι με κόκκινα στιλέτο Dukas στα dinners του Διαγωνισμού δε θα ήμουν η Wine Vixen που ξέρετε και αγαπάτε (ελπίζω). Πάμε τώρα στο ζουμί!
Πώς δοκιμάζονται τα κρασιά; Χωρίζονται σε flights με βάση την ποικιλία και από εκεί και πέρα δε γνωρίζουμε τίποτε άλλο (ξέρουμε μόνο τη χρονιά για το καθένα), ούτε προέλευση ούτε τιμή. Και αυτό το τελευταίο είναι πολύ σημαντικό, διότι για παράδειγμα αν ξέρεις πως αυτό είναι Σαντορίνη ή πως έχει 30 ευρώ, κάπως σε προδιαθέτει.
Σε μια δοκιμή με Ασύρτικα ξεχωρίζει το καλύτερο κρασί χωρίς να έχει σημασία από που προέρχεται. Σε αυτό το σημείο να πω πως το Ασύρτικο Άκραθος (από τη Χαλκιδική) εγώ το ψήφισα σαν καλύτερο λευκό. Το κρασί ήταν ασύλληπτο, με καθαρό λεμονάτο φρούτο, κρυστάλλινη οξύτητα, ορυκτότητα και μια έκφραση που θύμιζε λίγο Riesling. Το ότι ξεχώρισε ανάμεσα σε μεγαθήρια της Σαντορίνης δε σημαίνει πως οι Σαντορίνες είναι κακές ή υποδεέστερες αλλά πως το Ασύρτικο είναι μια πραγματικά μεγάλη ποικιλία που στα κατάλληλα χέρια μεγαλουργεί ακόμα και αν δεν προέρχεται από το σπουδαίο terroir της Σαντορίνης.
Μπορεί επίσης να σημαίνει πως οι Σαντορίνες είναι πιο κοφτερά, αυστηρά κρασιά που ξεδιπλώνουν το τεράστιο μεγαλείο τους λίγα χρόνια αργότερα και όχι τόσο φρέσκιες. Αυτές είναι δικές μου σκέψεις, δεν είναι ανάγκη να συμφωνείτε, μπορείτε απλά να το σκεφτείτε λίγο.
Πάμε παρακάτω, στο Μεγάλο Χρυσό του Διαγωνισμού. Εδώ έχουμε ένα Ξινόμαυρο μεγάλης κλάσης και διαφορετικής φιλοσοφίας, το Xi του Κτήματος Τέχνη Οίνου. Το κρασί αυτό σάρωσε στην παρθενική του εμφάνιση, δεν το ξέραμε, δεν το είχαμε δοκιμάσει ποτέ, αλλά μας κέρδισε όλους. Γιατί;
Επειδή είχε πυκνό μαύρο και κόκκινο φρούτο, βοτανικά στοιχεία, πικάντικο χαρακτήρα και ανεπαίσθητο χαρακτήρα ντομάτας ή ελιάς. Στο στόμα είχε πολύ εντυπωσιακή δομή, συμπύκνωση και βελούδινες αλλά με τσαγανό τανίνες που του δίνουν σίγουρα μια 10ετία εξέλιξης. Ναι OK, δεν είναι από τη Νάουσα αλλά από τη Δράμα. Και;
Αν στο εξωτερικό «εγκλωβιζόντουσαν» στη λογική και το νομοθετικό πλαίσιο του ΠΟΠ δε θα είχαν γεννηθεί κρασιά θρύλοι όπως η Sassicaia, το Masseto, το Vega Sicilia Unico και τόσα άλλα (τάδε έφη Ψωφίδης και δε θα μπορούσα να το πω καλύτερα).
Μετά έχουμε το καλύτερο ροζέ του Διαγωνισμού, που δεν ξέρω για σας, αλλά για μένα δεν ήταν έκπληξη. Το Ξινόμαυρο και δη του Αμυνταίου δίνει κορυφαίας κλάσης ροζέ, πόσο μάλλον στα χέρια ενός τόσο πολύπειρου «δημιουργού» του Στέλλιου Μπουτάρη. Το L’Esprit du Lac κέρδισε σχεδόν παμψηφεί, να τα λέμε κι αυτά. Επίσης καμία έκπληξη δεν αποτέλεσε το ότι καλύτερο γλυκό κρασί βγήκε ένα παλαιωμένο Vinsanto του Βενετσάνου, του 2003. Μαγευτική πολυπλοκότητα και απίθανη υφή και φρεσκάδα, ακόμα και μετά από τόσα χρόνια.
Φτάνουμε και στο μήλον της έριδος, το καλύτερο λευκό του Διαγωνισμού. Chardonnay το καλύτερο λευκό; Σκάνδαλο. Ακόμα κι αν μιλάμε για ένα από τα καλύτερα Chardonnay της αγοράς, ενός σπουδαίου οινοποιού με τεράστια ιστορία, καταλαβαίνω πως αυτό σε κάποιους κακοφάνηκε. Δεκτό αλλά όταν δοκιμάζει κανείς τυφλά το ερώτημα είναι πολύ απλό: είναι αυτό ένα εξαιρετικό κρασί που θα παίρνατε σπίτι και θα το προσφέρατε σε αγαπημένους φίλους; Ε, το Chardonnay του Γεροβασιλείου είναι όλα τα παραπάνω και κάτι ακόμα, παλαιώνει μοναδικά και το έχει αποδείξει στα άπειρα χρόνια που κυκλοφορεί.
Επίσης στο flight για το καλύτερο λευκό εκτός από Ασύρτικα και Chardonnay ήταν και ένα «ταπεινό» Μοσχοφίλερο, το Portes του Σκούρα, ένα κρασί που με τιμή κάτω από 9 ευρώ στο ράφι εντυπωσίασε το πάνελ μας, με τον MW να λέει πως αυτό ήταν το καλύτερο κρασί της δοκιμής με τα Μοσχοφίλερα, και εκτός αυτού πως είναι ένα πραγματικά καλό κρασί, με βάθος.
Η άλλη μεριά του νομίσματος κρύβει όλα αυτά τα μικρά οινοποιεία που διακρίθηκαν και επιβραβεύτηκε η δουλειά τους. Στην πολύ δύσκολη περίοδο που διανύσαμε (και διανύουμε ακόμα) το ελληνικό κρασί και οι μικροί παραγωγοί δοκιμάστηκαν. Νιώθω τεράστια χαρά λοιπόν να βλέπω να διακρίνεται ο Σαμαρτζής με την Κοντούρα του, το Κτήμα Ερυθρού Ρόδου με τη Μαλαγουζιά του, η Λημνιώνα Vinifera (το λάτρεψα αυτό το κρασί) αλλά και αυτή του Oenops, η Ιδαία Γη με το γλυκό Λιάτικο και πόσοι άλλοι, ανάμεσα τους και κάποιες εξαιρετικές προσπάθειες από την Κύπρο και συγκεκριμένα από το Οινοποιείο Τσιάκκα.
Και εδώ έρχεται ο παραπάνω αστερίσκος. Μιλώντας με την υπερθεάρα Αλεξάνδρα Ανθίδου εντυπωσιάστηκα με τη στενή επαφή που υπάρχει με τους παραγωγούς αλλά και με τη δουλειά που γίνεται από πίσω. Τα κρασιά που διαγωνίζονται εισπράττουν κάποια σχόλια και αυτά τα σχόλια αποστέλλονται στους οινοποιούς για να ξέρουν τι πήγε καλά αλλά και τι πήγε στραβά ή τι χρειάζεται να αλλάξει. Όλα αυτά τα χρόνια αυτό έβαλε το λιθαράκι του στην εξέλιξη του ελληνικού κρασιού γιατί πολύ απλά με την εποικοδομητική κριτική γινόμαστε όλοι καλύτεροι. Μας αρέσει δε μας αρέσει, αυτή είναι η αλήθεια.
Εδώ θα ανοίξω μια παρένθεση. Μα καλά θα πει κάποιος, όλο οι ίδιοι γνωστοί και «μεγάλοι» βραβεύονται κάθε χρόνο. Ναι, είναι αλήθεια πως βραβεύονται άνθρωποι που είναι χρόνια στο χώρο, που σημαίνει πως έχουν μάθει να κάνουν πολύ καλά αυτό που κάνουν και η τεχνογνωσία πιθανόν να κερδίζει. Από την άλλη μεριά βέβαια, διακρίνονται και αρκετοί «μικροί». Μήπως αν έστελναν περισσότεροι τέτοιοι «μικροί», να άλλαζε λίγο το αποτέλεσμα; Κλείνω την παρένθεση.
Συμπέρασμα: Αν αγαπούσα πριν το θεσμό, τώρα τον έχω λατρέψει γιατί είδα με πόση οργάνωση, προσήλωση και διαφάνεια γίνονται όλα. Επίσης την ιστορία την γράφουν οι παρέες και αυτή η παρέα (Αλεξάνδρα Ανθίδου, Γιάννης Αλμπάνης, Κυριακή Παναγιώτου, με μαέστρο τον Κωνσταντίνο Λαζαράκη φυσικά) απλά τα σπάει.
ΥΓ 1. Δε θα ξεχάσω αυτή την εμπειρία ποτέ, γιατί όσο να πείτε δε συμβαίνει συχνά να δοκιμάζει κανείς πλάι πλάι με rock stars του κρασιού, να συζητά με ογκόλιθους της οινικής σκηνής παρέα με ένα ποτήρι κρασί ή να γελάει μέχρι δακρύων, ξημερώματα, στην παραλία της Θεσσαλονίκης με τον νεότερο MW που έχει υπάρξει ποτέ. Σας ευχαριστώ για αυτό.
ΥΓ 2. H αξέχαστη αυτή εμπειρία ήταν η μόνη αμοιβή μας.
Διαβάστε ακόμα: Πού πίνουν το κρασί τους οι κοριτσοπαρέες;