«Έρχεσαι να φάμε το βράδυ στην αγαπημένη μου ταϊλανδέζικη ταβέρνα, στον Πειραιά;» μου πρότεινε πριν από κάτι μήνες ο Βασίλης Καλλίδης, μέγας φαν της ασιατικής κουζίνας. Είχα ήδη πάει 1-2 φορές στο «Rouan Thai» κι ήξερα πως πρόκειται για σιγουράκι. Καλή, απλή ταϊλανδέζικη κουζίνα που την εμπιστεύεται μέχρι και η πρεσβεία της Ταϊλάνδης, αφού εκεί οργανώνει τις περισσότερες φορές τα events της. Χαίρεσαι ένα εύγευστο φαγητό πολύ κοντά στο αυθεντικό, όσο αυτό είναι εφικτό όταν σε χωρίζουν τόσες χιλιάδες χιλιόμετρα από τη «μητέρα γη».
Tέτοια μικρά εστιατόρια που ανοίγουν από Έλληνες που έζησαν για χρόνια σε κάποια χώρα της Ασίας, αλλά και από Ασιάτες, υπήρχαν ανέκαθεν στην Αθήνα. Το διαφορετικό, αυτό που πάει να γίνει τάση, το εντοπίζω στα trendy σημεία, όπου κάποιοι νέοι σεφ τολμάνε να λανσάρουν μια κουζίνα fusion ή πολυπολιτισμική κουζίνα, σε ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο εστίασης, κάτι μεταξύ fun-restaurant, bar- restaurant και tapas bar, όπου οι όροι «φαν» και «μπαρ» πρέπει να παίζουν στην ίδια ένταση με τη μουσική και όπου η μπάρα έχει το δικό της πιστό κοινό.
Και το μυαλό μου πάει πρώτα στο «Cinco», όπου ο Δημήτρης Κατριβέσης αντικατέστησε τον Δόξη Μπεκρή, δίνοντας μια διαφορετική διάσταση στη μέχρι τότε ισπανικής προσέγγισης κουζίνα του μαγαζιού. Άρχισε να σερβίρει τη δική J.S.P (γιαπωνεζικό-ισπανικό-περουβιανή) εκδοχή. Σίγουρα, τα tattoos του σεφ δεν καθορίζουν την ποιότητα του φαγητού του, αλλά είναι μια ένδειξη του ανήσυχου ψυχισμού του. Ένας τέτοιος ψυχισμός μπορεί, εάν συνδυαστεί με το ταλέντο και την επιμονή του σεφ, να συντελέσει ώστε να γίνει αποδεκτή κι η πιο άγνωστη κουζίνα.
Κι εδώ φάνηκε πως ο σεφ έχει τσαγανό, τολμώντας να βγάλει πιάτα που στο 90% τους περιγράφονται με άγνωστες λέξεις, χωρίς να ποντάρει στο γνωστό κοινό που δεν θα αντιδράσει ούτε θα σε αμφισβητήσει ποτέ, για να μη φανεί άσχετο. Κι η Αθήνα άρχισε να παραγγέλνει tuna bone marrow with topinambour, white miso praline, tobiko, yuzu, shiso cress, jalapeño and ponzu, δηλαδή μεδούλι τόνου με αγκινάρες Ιερουσαλήμ και πραλίνα από λευκό μίζο, αβγά χελιδονόψαρου, λεμόνι γιούζου, φύλλα από μέντα σίσο και ζωμό εσπεριδοειδών με σόγια (πόνζου) και πιπεριές χαλαπένιο.
Θα μου πεις πως το έδαφος ήταν ήδη προλειασμένο, αφού φέτος θα έχουμε την ευκαιρία να συγκρίνουμε το Japanese Fusion, είτε πρόκειται για new style sashimi είτε για ανάποδα maki rolls, μεταξύ 6 διαφορετικών new style japanese εστιατόριων: «Hamma» και «Rakkan», «Kiku X 2», «Matsuhisa- Athens», «Tomoe» – κι ελπίζω πως δεν ξεχνώ κάποιο άλλο. Πώς το μεταφράζω αυτό γευστικά; Πολλά αρώματα τζίντζερ, φρέσκου κόλιανδρου, τόνκα, λέμονγκρας, αλλά και περισσότερο γλυκό miso, όχι πια μόνο στο black cod, αλλά και σε πολλές άλλες συνταγές. Περισσότερες γλυκιές σάλτσες τσίλι και γλυκό κρασί mirin, καθώς και πολλά όξινα, προερχόμενα από τα κλασικά λεμόνια μέχρι τα διάφορα είδη λάιμ.
Θα δούμε επίσης πιάτα με περισσότερα τηγανητά τυλιγμένα σε γιαπωνέζικο τρίμμα φρυγανιάς panko, στη θέση της άλλοτε αέρινης τεμπούρα, όπως το διάσημο πια kani kara-age, soft shell καβούρι (με μαλακό κέλυφος) του σεφ Χρόνη Δαμαλά, στο «Kiku» της Δημοκρίτου. Μη βιαστείτε, όμως, να συμπεράνετε πως μας κατέκτησε η hardcore Άπω Ανατολή. Σε αρκετές από αυτές τις περιπτώσεις, μάλλον τη φέραμε στα μέτρα μας και όλοι ευχαριστημένοι είμαστε.
Οι γεύσεις της Ασίας, όμως, εξαπλώνονται αναμφισβήτητα στην πόλη και πέρα από τα νεο-ιαπωνέζικα εστιατόρια. Δυο βήματα από την πλατεία Συντάγματος, στη γειτονιά που ορίζεται από τις οδούς Νίκης, Ξενοφώντος, Απόλλωνος, Βουλής, εκεί που άλλοτε υπήρχαν μαγέρικα και εστιατόρια ελληνικά, όπως ο «Δυρός» ή «οι Δελφοί», σήμερα, εκτός από το ήδη γνωστό εστιατόριο-σούσι «Furin Kazan» και το ιαπωνεζο-κορεάτικο «Dosirak», έχουν ανοίξει τρία κινέζικα («East Pearl», «Attic Moon», «Jing») και, προς το παρόν, ένα ινδικό («Indian Kitchen»), για να μην πιάσουμε όλες τις άλλες γειτονιές –κυρίως γύρω από τη Βαρβάκειο Αγορά- όπου οικονομικοί μετανάστες ανοίγουν τα δικά τους ινδικά, πακιστανικά, κινέζικα και, γενικότερα, ασιατικά ταβερνάκια.
Άσε που δεν είναι πολύ μακρινή η μέρα όπου αναμένεται να διευρυνθεί το ασιατικό fusion του κηφισιώτικου «Oozora», με ταϊλανδέζικες πινελιές, σε απόδοση του γνωστού «Μυκονιάτη» πλέον σεφ, Γιώργου Βενιέρη, ο οποίος από το περασμένο καλοκαίρι υπογράφει το μενού του ταϊλανδέζικου «Mr. Pug» στο νησί. Τι μπορεί να σημαίνει για μας αυτό; Αποδοχή ενός εξωτισμού, προσαρμοσμένου φυσικά στα δικά μας γευστικά μέτρα, αλλά και μια μεγαλύτερη εξοικείωση του κοινού με τις γεύσεις του κόσμου. Έτσι μάλλον δεν είναι μακριά η μέρα που θα σου λέω «kimchi» και δεν θα με ρωτάς «τι είναι αυτό;» αλλά απλώς θ’ αναρωτιέσαι αν το εννοώ τουρσί με λάχανο ή με καυτερό ραπάνι.
Διαβάστε ακόμα: Οι σαλονικιώτικοι «Μάγειρες»: Άλλη φάση με κυρίως πιάτα που κοστίζουν 3 ευρώ.