Aν μη τι άλλο έχει στιλ (φωτογραφία: Anton Corbjin).

Από το «Pianist» έως το «Brutalist» ο Άντριεν Μπρόντι έχει δει πολλά πράγματα να συμβαίνουν στη ζωή του. Άνοδος, πτώση, ξανά άνδος και, γενικώς, μια πορεία που δεν χαρακτηρίστηκε από ισορροπία, αλλά διακυμάνσεις που άλλοτε είχαν να κάνουν με κακές επιλογές ή με την έμφυτη ανησυχία του να ψάχνει τα καλλιτεχνικά του όρια.

Ήταν μόλις 29 ετών όταν κέρδισε το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου για τον Πιανίστα, την στοιχειωτική ταινία του Ρομάν Πολάνσκι που διαδραματίζεται στο γκέτο της Βαρσοβίας. Ήταν ο νεότερος κάτοχος του αγαλματιδίου όλων των εποχών, ένα ρεκόρ που εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα. Η καθηλωτική προσπάθεια προετοιμασίας για το ρόλο, η μετακόμιση από το διαμέρισμά του στη Νέα Υόρκη, η απομάκρυνση από φίλους και η εκούσια λιμοκτονία για να καταλάβει την απώλεια και την απομόνωση, τον άφησε με μια βαριά κατάθλιψη και εξάντληση. Δεν δούλεψε για ένα χρόνο μετά. Ο επόμενος ρόλος που πήρε ήταν στο The Village του M. Night Shyamalan, μια γοτθική ιστορία τεράτων στο δάσος. Προφανώς, μια ταινία κατώτερη των περιστάσεων για έναν Οσκαρικό ηθοποιό.

Φέτος ο Μπρόντι, ήδη στα 51 του, βρίσκεται και πάλι στο επίκεντρο των βραβείων για την ερμηνεία του ως Λάζλο Τοθ, ένας φανταστικός εβραίος ούγγρος αρχιτέκτονας που προσπαθεί να ξαναχτίσει τη ζωή του στην Αμερική.

Πολλοί τότε είπαν πως ο Μπρόντι δεν διαχειρίζεται καλά το «χαρτί» του αποδεχόμενος να παίζει ρόλους πριν καν διαβάσει το σενάριο (ναι, το έχει κάνει, το παραδέχεται). Μέχρι σήμερα έχει γυρίσει σχεδόν 60 ταινίες παίζοντας άλλοτε ένα πανκιό, άλλοτε τον Σαλβαδόρ Νταλί, έναν ρωμαίο στρατηγό, τον Άρθουρ Μίλερ και την ίδια στιγμή έχει πάρει μέρος σε ταινόες σαν το King Kong του Peter Jackson και το reboot των Predators.

Φαίνεται όμως πως για τον ίδιο όλα αυτά είναι λυμένα μέσα του. Θεωρεί πως επενεργεί μια παράξενη αλχημεία στη δημιουργία ταινιών και με κάποιο τρόπο αλληλεπιδρά η φήμη, η δημοσιότητα και η εμπορικότητα. «Τπ ταξίδι ενός ηθοποιού θα πρέπει να είναι μια πολύ πιο δημιουργική διαδικασία, γεμάτη πειραματισμούς, γεμάτο ρίσκο», έχει πει σε παλαιότερη συνέντευξή του.

Φέτος ο Μπρόντι, ήδη στα 51 του, βρίσκεται και πάλι στο επίκεντρο των βραβείων για την ερμηνεία του ως Λάζλο Τοθ, ένας φανταστικός εβραίος ούγγρος αρχιτέκτονας που προσπαθεί να ξαναχτίσει τη ζωή του στην Αμερική μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στο μνημειώδες αριστούργημα του Μπρέιντι Κορμπέ «The Brutalist». Είναι μια πολύ διαφορετική ταινία από τον Πιανίστα, αλλά κατά κάποιο τρόπο, με το μεταπολεμικό σκηνικό και τα θέματα της τέχνης και της απώλειας να είναι κοινά, μοιάζει με μια ακούσια συνέχεια, και για τον Μπρόντι, ίσως, μια εξιλέωση. «Μου πήρε δύο δεκαετίες για να βρω κάτι τέτοιου διαμετρήματος και είμαι ευγνώμων για αυτό», λέει τώρα που βλέπει κι ο ίδιος την ταινία να έχει πολλές πιθανότητες να αρπάξει πολλά Όσκαρ.

Στο «Brutalist».

Ο Μπρόντι, όπως και να το δει κανείς, είναι μια παράξενη φιγούρα. Αρκετά μακριά από το κλασικό πρότυπο της ομορφιάς. Με τη μεγάλη γαμψή μύτη του, τα έντονα φρύδια του και τα βαθουλωμένα μάτια του, θα έλεγες πως δύσκολα μπορεί να «γράψει» στο φακό. Κι όμως, το πρόσωπό του είναι σαν ανοιχτός καμβάς. Ο Γουές Άντερσον λέει πως ο τρόπος που φαίνεται στον φακό δεν μοιάζει με κανενός άλλου ηθοποιού το πρόσωπο. «Υπάρχει κάτι από τον παλιό σταρ του κινηματογράφου από άλλη εποχή μέσα του». Παρεμπιπτόντως, ο Μπρόντι έχει περπατήσει στην πασαρέλα για την Prada, άρα ακόμη και ο χώρος της μόδας δεν τον αφήνει αδιάφορο. Αντίθετα, θαυμάζεται για το προσωπικό του στιλ.

Ως παιδί λάτρευε τη μαγεία, ασχολήθηκε σοβαρά με το hip-hop και παρακολούθησε το LaGuardia High School of Music & Art and Performing Arts, κάνοντας αίτηση για σπουδές καλών τεχνών.

Γεννήθηκε στο Κουίνς, το μοναχοπαίδι του Έλιοτ Μπρόντι, ενός δασκάλου ιστορίας στο δημόσιο σχολείο και ερασιτέχνης ζωγράφος και της Σίλβια Πλάχι, μιας διάσημης φωτογράφου, της οποίας οι ελεγειακές ασπρόμαυρες εικόνες έχουν εμφανιστεί στο The Village Voice και στη μόνιμη συλλογή The New Yorker. Μεγάλωσε με μικτή καταγωγή (καθολικός και Εβραίος) και σε πνευματικό περιβάλλον. Ως παιδί λάτρευε τη μαγεία, ασχολήθηκε σοβαρά με το hip-hop και παρακολούθησε το LaGuardia High School of Music & Art and Performing Arts, κάνοντας αίτηση για σπουδές καλών τεχνών και στη συνέχεια μεταπήδησε στην ηθοποιία.

Ζωγραφίζοντας στο ατελιέ του.

«Μου αρέσει η πρόκληση. Είμαι πολύ ανοιχτός στο να ξεπεράσω πράγματα που μοιάζουν λίγο τρομακτικά και απαιτούν μια βαθιά κατάδυση», έχει πει για τον εαυτό του. Ο Μπρόντι πιστώνει στους γονείς του ότι τον εμπότισαν με τις αξίες που στήριξαν τις καλλιτεχνικές του επιλογές. «Μεγάλωσα βλέποντας όλες αυτές τις περίπλοκες και όμορφες πτυχές της πόλης, με υπέροχους συγγραφείς και σπουδαίους δημιουργικούς ανθρώπους. Η ικανότητά μου να είμαι επίμονος και να πιστεύω στον εαυτό μου προήλθε από τους γονείς μου που σέβονται τη μοναδικότητα και τις δημιουργικές μου αναζητήσεις ως κάτι αυθεντικό».

Οι χαρακτήρες του Μπρόντι βρίθουν από αντιφάσεις και εσωτερικές συγκρούσεις.

Μια από τις ταινίες για τις οποίες είναι πιο περήφανος, για παράδειγμα, είναι το Detachment, το οποίο έκανε το 2011 με τον σκηνοθέτη Tony Kaye (γνωστός για το American History X με τον Edward Norton), παρά τις αντιρρήσεις του ατζέντη του.

Οι χαρακτήρες του Μπρόντι βρίθουν από αντιφάσεις και εσωτερικές συγκρούσεις. Η υπομονή δίνει τη θέση της στον εκρηκτικό θυμό, τα χαμόγελα καμπυλώνονται προς κάτι στενάχωρο. Μπορεί να αλλάξει τη φωνή του – γλώσσα, προφορά, ρυθμό- τόσο εύκολα όσο το χτένισμά του για έναν ρόλο. Υπάρχει συχνά μια ένταση μεταξύ ενός αστέρα του κινηματογράφου και του χαρακτήρα που υποδύεται.

Είναι από τους ηθοποιούς που μπορεί να μεταμορφωθεί από ρόλο σε ρόλο (φωτογραφία: Anton Corbjin).

Ο Μπρόντι έχει παραδεχτεί ότι είναι, κατά βάθος, ένας εσωστρεφής, ένας παρατηρητής. Κάποια στιγμή, πριν από περίπου 10 χρόνια, έβαλε την υποκριτική του σε μια παύση διαρκείας. «Για να είμαι ειλικρινής, δεν έβρισκα υλικό που να μου μιλάει», εξήγησε αργότερα. Απογοητευμένος όπως ήταν, ανακάλυψε ξανά τη ζωγραφική. «Η ζωγραφική επανεμφανίστηκε ως κάτι που μου έδωσε μια δημιουργική αυτονομία. Μου έδωσε πληρότητα».

Ζωγραφίζει μεγάλους, ζωντανούς καμβάδες, οι οποίοι συχνά φέρουν κοινωνικά σχόλια με χιούμορ.

Ζωγραφίζει μεγάλους, ζωντανούς καμβάδες, οι οποίοι συχνά φέρουν κοινωνικά σχόλια με χιούμορ. Η πρώτη του συλλογή, «Hot dogs, Hamburgers and Handguns», πραγματοποιήθηκε στο Art Basel Miami Beach το 2015. Επίσης, ασχολείται ενεργά και με τη μουσική. «Όλα συνδέονται», εξηγεί «ανακάλυψα ότι όλα αυτά είναι ερμηνείες που μοιάζουν με κολάζ. Η υποκριτική, η ζωγραφική, ακόμα και το ύφος με το οποίο παράγω μουσική, γίνεται με τη διαστρωμάτωση παράφωνων και διαφόρων στοιχείων».

Στην πασαρέλα για τον οίκο Prada.

Μια σειρά από εγκωμιαστικούς τηλεοπτικούς ρόλους – ως μαφιόζος στο Peaky Blinders, ένας οξυδερκής κεφαλαιούχος στο Succession και, πιο πρόσφατα, ως θρυλικός προπονητής μπάσκετ Πατ Ράιλι στο Winning Time – αποκατέστησαν το προφίλ και την αυτοπεποίθησή του. Το 2021 πρωταγωνίστησε στην ταινία Clean, την οποία έγραψε και ήταν και παραγωγός. Ένα σκληρό δράμα εκδίκησης που διαδραματίζεται στα χειμωνιάτικα, υποβαθμισμένα περίχωρα μιας ανώνυμης πόλης. Έγραψε ακόμη και τα μουσικά της θέματα. Σαν να λέμε είναι ένα «πολυεργαλείο».

Στο Brutalist υποδύεται έναν καθόλα ανθρώπινο, περίπλοκο, πεισματάρη, κλειστό χαρακτήρα. Ο Μπρόντι συνδυάζει πολλές δικές του ποιότητες για να τον αποδώσει σωστά. Κατάλαβε το παρασκήνιο της ταινίας από έρευνα που έκανε μιλώντας  με επιζώντες του Ολοκαυτώματος για τον ρόλο του στον Πιανίστα. Η μητέρα του Μπρόντι διέφυγε από τη σοβιετική καταστολή της ουγγρικής εξέγερσης το 1956 μαζί με την οικογένειά της, ένα ταξίδι μεταναστών που απηχεί αυτό του Τοθ στο The Brutalist. Η απόδοση του Μπρόντι στο Brutalist είναι ένα μαγευτικό καλειδοσκόπιο που μεταφέρει μια ολόκληρη εποχή μέσα στο ρόλο του.

Στον «Πιανίστα».

Η ταινία γυρίστηκε, κατά ειρωνικό τρόπο, στη Βουδαπέστη, με τη γύρω ύπαιθρο να αντιπροσωπεύει την Πενσυλβάνια, με περιορισμένο προϋπολογισμό κάτω από 10 εκατομμύρια δολάρια. Για τον Μπρόντι ήταν ένας τρόπος να τιμήσει την εμπειρία και τη θυσία της μητέρας και των παππούδων του. «Το θεμέλιο, πριν καν γεννηθώ, του ερχομού στην Αμερική και ο αγώνας και η απώλεια των προγόνων μου», είπε. «Αυτό μου έδωσε ευκαιρίες που δεν θεωρούνται δεδομένες».

Mιλώντας με τα… ρούχα.

Το The Brutalist έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας τον Σεπτέμβριο. Ο Μπρόντι είχε δει μια πρόχειρη κόπια. Η ταινία έγινε δεκτή με χειροκροτήματα και ο Κόρμπετ τιμήθηκε με το Αργυρό Λιοντάρι για τη σκηνοθεσία του.

Θα συμβεί το ίδιο και στα Όσκαρ. Θα ακουμπήσει η χάρη του χρυσού αγαλματίδιου και τον Μπρόντι; Ο ίδιος δεν φαίνεται να ανησυχεί καθόλου. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να παραμείνει δημιουργικός με κάθε τρόπο. Φαίνεται πως μέσα του έχει βρει τον τρόπο και την οδό να το πετύχει.

 

Διαβάστε ακόμα: Iain Glen, old school, ηθοποιός ολκής και μορφάρα.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top