Ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος ταύτισε τη ζωή του με τον κινηματογράφο (φωτογραφία: Sooc).

Οι παλαιότεροι θα τον θυμούνται με νοσταλγία και άλλοι, καθόλα ανέγνωροι, με κάποια θυμηδία. Τη δεκαετία του ’80, τότε που η τηλοψία δεν ήταν κατακλυσμένη από λογής «σκουπίδια» και είχες τη δυνατότητα να βλέπεις σπουδαίες ταινίες, υπήρχε μια εκπομπή στην ΕΡΤ1 που λεγόταν «Κινηματογραφική Λέσχη». Ήταν το προπύργιο των σινεφίλ που εκείνα τα χρόνια δεν ήταν τόσοι πολλοί όσο φανταζόμαστε σήμερα.

Πριν από κάθε ταινία, μια φιγούρα πρόβαλε στις ασπρόμαυρες οθόνες. Μια φιγούρα σεπτή, κι ας ήταν ολότελα αντιτηλεοπτική. Παχύ μουστάκι, πυκνό μαλλί με φράντζα ή τραβηγμένο πίσω, τετράγωνα, κοκάλινα γυαλιά, πουλόβερ με ρόμβους (ή μάλλινο γιλέκο) και από μέσα πάντα πουκάμισο. Ήταν ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος που προλόγιζε τις ταινίες, έτσι ώστε ο τηλεθεατής να μπει με το… δεξί στα ενδότερα της ταινίας και του δημιουργού της. Για τη μόδα της εποχής δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Εντούτοις, η παρουσία του συγκεκριμένου ανθρώπου έγινε σύμβολο εκείνης της εποχής.

Παχύ μουστάκι, πυκνό μαλλί με φράντζα, τετράγωνα, κοκάλινα γυαλιά, πολόβερ με ρόμβους (ή μάλλινο γιλέκο) και από μέσα πουκάμισο καρό.

Ο λόγος του ήταν πάντα συγκροτημένος, το χειρόγραφο που διάβαζε (δεν ήταν ακόμη η εποχή του auto-que) ήταν μεστό και άρτιο, όπως πρέπει να είναι ένα κριτικό κείμενο που δεν επιθυμεί να αποκαλύψει τα πάντα, αλλά να δώσει στον ενδιαφερόμενο όλα τα σημαντικά στοιχεία του έργου. Κατά πολλούς, η γλώσσα του ήταν ακατανόητη από το ευρύ κοινό που ερχόταν σε επαφή με έννοιες, καλλιτεχνικά ρεύματα και ποιητικές σκέψεις που δεν μπορούσε να κατανοήσει. Η φωνή του Μπακογιαννόπουλου ήταν ήσυχη, αργή, υποβλητική. Έγινε ακόμη και σκετς από τον Χάρρυ Κλυν, καθώς στο πρόσωπό του ενδυναμώθηκε το στερεότυπο του κουλτουριάρη που μιλάει ακατανόητα. Κι όμως, δεν μιλούσε καθόλου ακατανόητα.

Πρόσφατα αναγορεύτηκε Επίτιμος Διδάκτορας του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Ε.Κ.Π.Α.

Σήμερα, με την άνεση του χρόνου, της εμπειρίας και της γνώσης που απέκτησαν οι μετέπειτα γενιές, αντιλαμβανόμαστε πως ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος ήταν ο δικός μας δρυίδης που μας έβαζε στα ενδότερα της μεγάλης 7ης τέχνης, με τον πιο συνετό και ασφαλή τρόπο. Μας έδειξε το δρόμο του σπουδαίου κινηματογράφου. Εκείνη εκπομπή ορόσημου για τους απανταχού σινεφίλ της Ελλάδας κράτησε πολλά χρόνια, ενώ στη συνέχεια ο «παρουσιαστής» της θήτευσε επί έντεκα χρόνια )1993-2004) ως ειδικός σύμβουλος κινηματογραφίας του Υπουργείου Πολιτισμού.

Σε πείσμα των πληροφοριών ότι έχει φύγει από τη ζωή δίχως να το καταλάβουμε, ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος, 91 ετών πια, όχι μόνο είναι θαλερός, αλλά πρόσφατα αναγορεύτηκε Επίτιμος Διδάκτορας του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Ε.Κ.Π.Α. Κάπως αργά ήρθε αυτή η τιμή, αλλά, τελικά, ποτέ δεν είναι αργά να βραβεύσεις έναν άνθρωπο που πίσω του έχει μακρά πορεία στον κινηματογράφο από διάφορα πόστα.

Μεγάλωσε μέσα σε έναν κόσμο ανέχειας, πείνας, σκοτωμών και φόβου, καθώς έζησε την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Μια εποχή που πότισε τα παιδικά του χρόνια.

Γεννήθηκε στο κέντρο της Αθήνας και συγκεκριμένα στην οδό Θεμιστοκλέους. Ο πατέρας του ήταν οδοντίατρος και όπως έχει πει και ο ίδιος σε συνέντευξή του, ήταν ένας τρυφερός άνθρωπος με καλλιτεχνικές ανησυχίες. Είχε σπουδάσει ηθοποιός μαζί με τον Ροντήρη. Η μητέρα του, που προερχόταν από παλιό κοτζαμπάσικο σόι, ήταν αντίθετα ισχυρός χαρακτήρας με αμετακίνητες απόψεις. «Και οι δύο είχαν ήθος και μπέσα, που πιστεύω πως μου μετέδωσαν. Τέχνη και ορθολογισμός συνδυάστηκαν στην προσωπικότητά μου», θα πει χαρακτηριστικά.

Τα χρόνια έχουν περάσει, αλλά το μουστάκι του Γιάννη Μπακογιαννόπουλου παραμένει μέρος του στιλ του.

Μεγάλωσε μέσα σε έναν κόσμο ανέχειας, πείνας, σκοτωμών και φόβου, καθώς έζησε την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Μια εποχή που πότισε τα παιδικά του χρόνια. Μέσα σε αυτή τη δύσκολη περίοδο προέκυψε εντελώς τυχαία ο κινηματογράφος. Θυμάται στη συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στο ΒΗΜΑΜΕΝ: «Θυμάμαι όταν ήμουν τεσσάρων ετών με είχαν πάρει τα μεγαλύτερα ξαδέλφια μου, κρυφά, σε θερινό σινεμά στην Αιδηψό, ενώ έπρεπε να κοιμάμαι. Η ταινία που προβαλλόταν ήταν «Οι λογχοφόροι της Βεγγάλης», του Χάθαγουεϊ, με τον Γκάρι Κούπερ – εξωτική περιπέτεια στις Ινδίες, Χόλιγουντ. Ο μύθος είναι ένας από τους μαστούς του σινεμά. Οι άλλοι, ο ερωτισμός ως σχεδόν απτή πραγματικότητα και ως άπιαστο όνειρο μαζί, η κατάδυση στον εαυτό μας, η υπαρξιακή αυτογνωσία, η συνείδηση του άλλου, του κόσμου, της Ιστορίας».

Tην εποχή που προλόγιζε τις ταινίες που προβάλλονταν από την ΕΡΤ1.

Χρόνια μετά, θα μεταβεί για σπουδές στο Παρίσι. Η κατεύθυνση ήταν τα νομικά, αλλά ο κινηματογράφος είχε ήδη μπει μέσα στη ζωή του. Έκανε την πρακτική του δίπλα στον σπουδαίο Ανρί Λανγκλουά. Για τον νεαρό Μπακογιαννόπουλο, το Παρίσι ήταν ο παράδεισος του σινεφίλ. Κινηματογραφικές λέσχες παντού και πλήθος από μικρές αίθουσες ρεπερτορίου διαμόρφωναν ένα νέο κοινό σινεφίλ, που απαιτούσε έναν κινηματογράφο πιο ελεύθερο και αντικομφορμιστικό, τόσο κοινωνικά όσο και αισθητικά. Η νουβέλ βαγκ συνυπήρχε με το περιοδικό «Cahiers du Cinema». Και γύρω λειτουργούσε εναυσματικά η λογοτεχνία, στο θέατρο θριάμβευαν ο Ζενέ, ο Μπέκετ, ο Ιονέσκο και η σκέψη πραγματοποιούσε τα άλματα που μας τρέφουν ακόμη: Μπαρτ, Φουκό, Λακάν, Ντεριντά.

«Η κριτική υπάρχει επειδή υπάρχει το πρωτότυπο έργο. Άρα είμαστε δεδομένα υποδεέστεροι. Ποτέ μου δεν ισχυρίστηκα ότι είμαι καλύτερος ή προηγούμαι από οποιονδήποτε αληθινό καλλιτέχνη».

Επιστρέφει στην Αθήνα τη δεκαετία του ’50 και μαζί με την Αγλαΐα Μητροπούλου, το Μάριο Πλωρίτη και την Ελένη Βλάχου, βρέθηκε στην περίφημη λέσχη του ΑΣΤΥ, πριν περάσει επίσημα στην κριτική, από τον «Σύγχρονο Κινηματογράφο» μέχρι την «Καθημερινή», από όπου απολύθηκε το 2003, μετά από σχεδόν τριάντα χρόνια δουλειάς, δύο χρόνια πριν συνταξιοδοτηθεί, κάτι που τον πείραξε ιδιαίτερα.

Tα γυαλιά ήταν μέρος του στιλ του.

Μιλώντας στο flix.gr αμέσως μετά τη βράβευσή του παραδέχθηκε με πόνο ψυχής πως: «Το σινεμά περνάει κρίση υποταγής σε μια θεματολογία και ιδεολογία επικαιρότητας. Δηλαδή; Υπερφεμινισμός. Υπερπροσφυγισμός. ΥπερLGBTQ… Έτσι γράφονται σενάρια σε ένα βράδυ, χωρίς καμιά πραγματική ανάγκη».

Όσο για το λόγο της κριτικής σήμερα, σημειώνει: «Η κριτική υπάρχει επειδή υπάρχει το πρωτότυπο έργο. Άρα είμαστε δεδομένα υποδεέστεροι. Ποτέ μου δεν ισχυρίστηκα ότι είμαι καλύτερος ή προηγούμαι από οποιονδήποτε αληθινό καλλιτέχνη. Ακόμα και κάποιον που τον κριτικάρω αρνητικά θεωρώ ότι είναι ίσως σπουδαιότερος από μένα, γιατί αυτός φτιάχνει, γεννάει την ταινία. Εντάξει, μπορεί να διαθέτω ευαισθησία και γνώση, αλλά αυτά είναι δευτερογενή».

 

Διαβάστε ακόμα: To ιερατικό στυλ του Μάνου Κατράκη (1908-1984).

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top