O Mισέλ Φουκώ φόραγε ζιβάγκο και δερμάτινο (Φωτογραφία: listennotes.com).

Το σώμα προσφέρει στο υποκείμενο μια ιστορία να διηγηθεί. Και τα ρούχα είναι μηχανήματα επικοινωνίας. Η επιλογή στο ντύσιμό μας προϋποθέτει μια εργασία πάνω στο σώμα, η οποία εκδηλώνεται είτε στο σοβαρό στήσιμο ενός δημόσιου λειτουργού, είτε στην ντροπαλότητα μιας παρθένας, είτε στο ξεσάλωμα ενός ροκά. Δομεί την έννοια του ανήκειν σε μια κοινότητα και συνεισφέρει στην κατασκευή των διαφόρων προσωπείων που ενσαρκώνουμε καθημερινά.

Η ευρωπαϊκή ιντελιτζένσια ανέκαθεν αρνιόταν να μιλήσει για μόδα, θεωρώντας την ως ήσσονος διανοητικής σημασίας. Η στάση αυτή φαίνεται να είναι μια κληρονομιά, έστω ασύνειδη, του πλατωνικού λόγου περί της ιεράρχησης των φιλοσοφικών αντικειμένων, η οποία θέλει τον αποκλεισμό από το πεδίο γνώσης οιουδήποτε μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως «επιδερμικό». Έτσι, κάθε καλός διανοούμενος οφείλει να αγνοεί και να περιφρονεί «τα της μοδός».

Tο γιούνισεξ polo του Γιούκο Μισίμα (Φωτογραφία: counter-currents.com).

O δυτικός «διανοούμενος» επιμένει να εθελοτυφλεί, απαιτώντας την απόρριψη του φαίνεσθαι.

Ωστόσο, ως σύστημα, η μόδα ποτέ δεν ήταν τόσο ισχυρή και πανταχού παρούσα. Είτε το θέλουμε είτε όχι, τα θεμέλια της βιομηχανίας της μόδας έγιναν τελικά τα θεμέλια της ίδιας της κοινωνίας. Μιας κοινωνίας βασισμένης στο εφήμερο, στην ταχύτητα της αλλαγής, στη δυναμική της γοητείας και της παρορμητικής κατανάλωσης. Σύμφωνα με τον Γάλλο κοινωνιολόγο Gilles Lipovetsky, συγγραφέα της Αυτοκρατορίας του εφήμερου: «Η μόδα δεν είναι πλέον μια αισθητική απόλαυση, ένα διακοσμητικό αξεσουάρ της συλλογικής ζωής, είναι ο θεμέλιος λίθος της».

Αριστερά: ο Ουίλιαμ Φώκνερ με σορτσάκι και χοντρές μάλλινες κάλτσες, καπνίζει την πίπα του. Δεξιά: ο Πικάσο με την μαρινιέρα του.

Εντάξει, αισθητικοποιώντας το ναρκισσισμό, η μόδα μάς έκανε να υιοθετήσουμε μέσα κοινωνικοποίησης εξίσου αυτοαναφορικά με τα κοινωνικά δίκτυα και τα blogs. Από την άλλη, επέτρεψε την άνθιση ενός πλουραλισμού. Το παλιό επιχείρημα, που συχνά βγαίνει απ’ το σεντούκι, ότι και καλά η μόδα επιδεινώνει τις κοινωνικές ανισότητες δεν παίζει σήμερα. Η fast fashion στέρησε από το λούσο τον απρόσιτο χαρακτήρα του.

Όμως, ο δυτικός «διανοούμενος» επιμένει να εθελοτυφλεί, απαιτώντας την απόρριψη του φαίνεσθαι. Παριστάνει πως ενστερνίζεται την πλατωνική διάκριση σώματος και ψυχής. Κάθε φορά που κατηγορεί την επιπολαιότητα της μόδας -διεκδικώντας το ρόλο του- η μόδα κερδίζει. Γιατί αποδεικνύει με κάθε ευκαιρία ότι η σκηνοθεσία υπερισχύει της λειτουργίας.

Έτσι, ο σύγχρονος στοχαστής κάνει πως αγνοεί το πόσο φροντίζει τη δική του εικόνα. Θέλοντας να φανεί «σκεπτόμενος», εξοπλίζεται με αξεσουάρ που του επιτρέπουν να σκηνοθετήσει τον εαυτό του, να υπογραμμίσει τη μοναδικότητά του. Με αποτέλεσμα να είναι στην πραγματικότητα το πρώτο θύμα της μόδας.

O Φουκώ δίχως το δερμάτινό του θα είχε ασφαλώς γράψει την ίδια Ιστορία της σεξουλικότητας, αλλά δεν θα τον είχαμε αφουγκραστεί με τον ίδιο τρόπο.

Γιατί ο Φουκώ φόραγε ζιβάγκο και δερμάτινο; Τι ένιωθε ο Ντιντερό φορώντας εκείνη την κατακαημένη ρομπ ντε σαμπρ; Γιατί στη Σιμόν ντε Μποβουάρ άρεσαν τόσο τα τουρμπάνια; Ο Σάρτρ θα ήταν ο Σάρτρ δίχως τα γυαλιά του; Ή ο Πικάσο χωρίς τη μαρινιέρα του; Και πάντα μ’ εντυπωσίαζε το χτένισμα του Σπινόζα, το όμορφο καπέλο του Ντελέζ ή το λευκό Μοντγκόμερι του Κοκτώ στην Όπερα μαζί με τις τρεις βέρες του Cartier στα δάχτυλά του.

Tο λευκό Μοντγκόμερι του Κοκτώ.

Κάποιοι διανοούμενοι είναι στυλάτοι, αλλά γιατί δεν μιλάνε ποτέ γι’ αυτό; Απλώς βάζουν ό,τι βρουν μπροστά τους; Δεν το πιστεύω. Ο λόγος πάει πακέτο με το φαίνεσθαι. Και ο Φουκώ δίχως το δερμάτινό του θα είχε ασφαλώς γράψει την ίδια Ιστορία της σεξουλικότητας, αλλά δεν θα τον είχαμε αφουγκραστεί με τον ίδιο τρόπο.

Το ρούχο ντύνει τις λέξεις, τις ιδέες και τους φορείς τους. Η Μποβουάρ κι ο Σάρτρ είχαν πλήρη συνείδηση της ηθικής και πολιτικής σημασίας της αμφίεσής τους. Ο Σλάβοϊ Ζίζεκ ξέρει πολύ καλά πώς να παραστήσει τον αριστερό φτωχοδιάβολο, υιοθετώντας το στυλ του clochard. Ο Ρουσό περιφερόταν με αρμένικη φορεσιά για να διαφοροποιηθεί τόσο από τις χωριάτικες ρίζες του όσο κι από τους αριστοκρατικούς κύκλους.

Αλλά, εκτός εξαιρέσεων, τίθεται και θέμα νομιμοποίησης. Θα τους παίρναν στα σοβαρά αν εμφανιζόντουσαν με φόρμα του τζόγκινγκ; Αν κυκλοφορούσαν με το σώβρακο, δεν θα τους περνούσαν για βαρεμένους; Ο λόγος τους θα ήταν ο ίδιος; Μιλάμε για σοβαρό φιλοσοφικό ζήτημα.

Σε κάποιους απ’ αυτούς, ευτυχώς, είναι η λεπτομέρεια που σκοτώνει. «Καμιά σημασία δεν έχει η ψυχή μου, το σημαντικό είναι να μην είναι στραβά δεμένος ο λαιμοδέτης μου», θα πει ο Τζέιμς Τζόις. Κι όσοι φοράνε λυμένη τη γραβάτα τους είναι γιατί εμπνέονται από τους 16 κανόνες του στυλ που υπαγόρευσε ο Φρανκ Σινάτρα, ειδήμονας στην κομψότητα του κανάγια.

Το στυλ είναι η γραβάτα του Φρεντ Αστέρ που χρησιμοποιεί για ζώνη, γιατί το μετάξι της του επιτρέπει, όταν χορεύει, να σφίξει όσο ακριβώς πρέπει το παντελόνι του.

Ο Ουίλιαμ Φώκνερ, με γυμνό το τόρσο στην πολυθρόνα της ταράτσας του, με σορτσάκι και χοντρές μάλλινες κάλτσες, καπνίζει την πίπα του ψάχνοντας για έμπνευση. Η σελίδα είναι λευκή στη φορητή γραφομηχανή Remington. Κι ο Ζακ Λακάν κάνει την ηλιοθεραπεία του, τα μάτια κλειστά, το πούρο στο στόμα. Οι διανοούμενοι προκαλούν ταραχή όταν αποκαλύπτουν το σώμα τους.

«Καμιά σημασία δεν έχει η ψυχή μου, το σημαντικό είναι να μην είναι στραβά δεμένος ο λαιμοδέτης μου», θα πει ο Τζέιμς Τζόις (Φωτογραφία: jacobinmag.com).

Μικρές λεπτομέρειες που κλωτσάνε, αλλά είναι αυτές που τραβούν την προσοχή, δείχνουν τη φαντασία ή την προπέτεια. Καμιά φορά είναι και μάρτυρες μιας εποχής, η υπογραφή μιας φιγούρας. Το στυλ είναι η γραβάτα του Φρεντ Αστέρ που χρησιμοποιεί για ζώνη, γιατί το μετάξι της του επιτρέπει, όταν χορεύει, να σφίξει όσο ακριβώς πρέπει το παντελόνι του. Είναι ο βερβέρικος σκούφος του Πολ Μπόουλς που ολοκληρώνει το δανδίστικο στυλ του. Είναι το γιούνισεξ polo με τα κορδόνια του Γιούκο Μισίμα, του υπέροχου δεσμώτη. Όπως είπε ο Σενέκας, «το στυλ είναι το ένδυμα της σκέψης».

Ο Τομ Γουλφ, αενάως μέσα στο λευκό κοστούμι του (Φωτογραφία: vanityfair.com).

Ο Τομ Γουλφ, αενάως μέσα στο λευκό κοστούμι του, περιγράφει μια αποτυχημένη κοινωνία μέσα από έναν εκλεπτυσμένο δανδισμό. Ένας τρόπος να δείξει ότι μέσω του ρούχου αγωνιζόμαστε να δείξουμε πως είμαστε υπεράνω της καθημερινής μετριότητας. Η περίπτωσή του δεν είναι τόσο η κατασκευή μιας εικόνας όσο η υπογράμμιση μιας ειρωνικής στάσης.

Σήμερα: Ο Μπαλζάκ έλεγε πως «η ανεμελιά στην τουαλέτα είναι ηθική αυτοκτονία». Αλλά έχουμε τον Μαρκ Ζούκερμπεργκ, ο οποίος μας ενημέρωσε περί της κόπωσης στη λήψη αποφάσεων: «Χρειάζομαι να απλοποιήσω τη ζωή μου στο μάξιμουμ, ώστε να ελαχιστοποιήσω τον αριθμό των αποφάσεων και να επικεντρωθώ στο καλό της κοινότητας». Έτσι, μοστράρει καθημερινά τα ίδια γκρι t-shirts. Στο ίδιο μήκος κύματος, πιο πριν, ο Στιβ Τζομπς: μυριάδες μαύρα ζιβάγκο με την υπογραφή Ισέι Μιγιάκε.

Φυσικά το παιχνίδι συνεχίζεται. Έχει αποχρώσεις και κοινούς παρονομαστές. Ας πούμε, υπάρχουν διανοούμενοι που παίζουν το παιχνίδι υιοθετώντας το κόλπο των μόδιστρων, δηλαδή τη στολή. Επιφανές παράδειγμα η περίπτωση BHL.

O Ντέιβιντ Χόκνεϊ  επιδιώκει να γίνει ο φέρων δοκός των δημιουργιών του (Photo by Aurelien Meunier/Getty Images).

Όπως ο Tεντέν και τα παντελόνια του, όπως ο πρώην Βέλγος πρωθυπουργός Di Rupo και το παπιγιόν του, ο Bernard-Henri Lévy εμφανίζεται πάντα ντυμένος με τον ίδιο τρόπο – είτε βρίσκεται σε πεδίο μάχης στο Σεράγεβο είτε σε τηλεοπτική εκπομπή: άσπιλο κατά παραγγελία λευκό πουκάμισο υπερβολικά ανοικτό, μαύρο σμόκιν, λακαρισμένο μαλλί (σαν τη σκέψη του), μονίμως μαυρισμένος. Σε δημοσιογράφο που τον ρώτησε γιατί αυτό το στυλάκι, απάντησε πολύ σοβαρά και ασκαρδαμυκτί: «Μόνον αυτό έχω στην γκαρνταρόμπα μου και αυτό μου επιτρέπει να μην σκέφτομαι τι φοράω. Συν ότι έτσι περιποιώ τιμή στους συνομιλητές μου».

Το boho chic εμφανίζεται βολικά ως αντικουλτούρα, με τους μπήτνικς αρχικά, ακόμα και τους χίπις.

Κι υπάρχει το ευλογημένο bohemian look. Εδώ και 200 χρόνια έχει βγάλει από τη δύσκολη θέση ουκ ολίγους στοχαστές, συγγραφείς και καλλιτέχνες. Μια εξωτική εναλλακτική στους συρμούς των εποχών, με items φαρδιά και πολύχρωμα, φθαρμένα και φτηνά. Αρκεί να φαντάζουν διαφορετικά. Ένα είδος περιεσκεμμένου όσο και μετρημένου δανδισμού όπου ο ίδιος ο διανοούμενος επιδιώκει να μετατραπεί σε έργο τέχνης.

Όμως, υπάρχουν αποχρώσεις κι εδώ, όπως στην περίπτωση του αρχιτέκτονα Ρίτσαρντ Ρότζερς ή του ζωγράφου Ντέιβιντ Χόκνεϊ, οι οποίοι εμφορούμενοι από το πνεύμα του Ματίς, επιδιώκουν να γίνουν οι φέροντες δοκοί των δημιουργιών τους.

Το boho chic εμφανίζεται βολικά ως αντικουλτούρα, με τους μπήτνικς αρχικά, ακόμα και τους χίπις. Ωστόσο, στις μέρες μας, αναρωτιέσαι κατά πόσον ο όρος εξακολουθεί να έχει νόημα. Αφ’ ης στιγμής κάτι γενικεύεται κι η βιομηχανία το υιοθετεί, δεν μπορείς να μιλάς για εναλλακτική. Ούτε για καινοφανή και ανατρεπτικό λόγο. Αλλά για σερνάμενο. Ατυχώς ανεπαρκή.

 

Διαβάστε ακόμα: Οι 7 πιο stylish σύγχρονοι φιλόσοφοι.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top