Ο Άγγλος κιμπορντίστας Ian McLagan των The Faces κατά τη διάρκεια session στο Λονδίνο, τον Οκτώβριο του 1974. (Photo: Michael Putland/Getty Images/Ideal Image).

Θα αποδειχθεί ίσως κάποτε πως η μεγαλύτερη αλλαγή στη μουσική δεν έγινε όταν επινοήθηκε το πρώτο έγχορδο μουσικό όργανο ή όταν, χιλιετίες αργότερα, ήχησε για πρώτη φορά ένα πιάνο· δεν έγινε όταν ο Μπαχ ακούμπησε πρώτη φορά τα δάχτυλά του στο εκκλησιαστικό όργανο ή όταν ο Μπετόβεν συνέθεσε την “Ηρωική συμφωνία” του,· ούτε σίγουρα όταν το πρώτο ragtime ακούστηκε στη Νέα Ορλεάνη και όταν ο Chuck Berry έπαιξε για πρώτη φορά το “Johnny B. Goode” στην κιθάρα του. Νομίζω πως η μεγαλύτερη μεταβολή στη μουσική, που σημαίνει, για την ακρίβεια, στον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνουμε και αντιλαμβανόμαστε τη μουσική, έγινε όταν εφευρέθηκε το γραμμόφωνο από τον Τόμας Έντισον.

Ως τότε, για να μπορέσει κάποιος να ακούσει τη μουσική που ήθελε, ήταν απαραίτητο να βρεθεί ένας μουσικός (ή μια ολόκληρη ορχήστρα!) να παίξει αυτή τη μουσική. Ελάχιστες φορές στη ζωή του είχε ο Βέρντι την ευκαιρία ν’ ακούσει Βάγκνερ ή ο Μότσαρτ να παρακολουθήσει ιταλική όπερα. Ο Γιώργος Σεφέρης, όμως, στο Λονδίνο το 1931, σημειώνει στο ημερολόγιό του: Αγόρασα χθες ένα φωνογράφο και τις πρώτες πλάκες της «Συμφωνίας σε ré mineur» του Φρανκ. Έτσι άκουσα πάλι ένα κομμάτι που αγαπώ ιδιαίτερα και κάπως εξωκαλλιτεχνικά. Είναι ο μόνος τρόπος να μορφωθώ μουσικά με την ασυγχώρητη αμάθειά μου. Όλο το επόμενο διάστημα θα το περάσει πλαταίνοντας τις μουσικές γνώσεις του και αναπτύσσοντας το μουσικό του αισθητήριο, με έναν τρόπο που κανένας φιλόμουσος στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν είχε ως τότε τη δυνατότητα να το κάνει: αποκτώντας και ακούγοντας συστηματικά τα μουσικά έργα που ο ίδιος επέλεγε.

Η μουσική, όπως την καταναλώνουμε σήμερα,  έχει καταντήσει ένα αδιάφορο φόντο της καθημερινότητάς μας.

Η μηχανή του κακού είχε όμως ήδη μπει σε λειτουργία. Λίγους μόνο μήνες αργότερα ο ίδιος ο Σεφέρης παραπονιόταν για τη σπιτονοικοκυρά του, η οποία άκουγε από το πρωί μέχρι το βράδυ, στον δικό της φωνογράφο, κάποιο άθλιο τραγούδι της επιθεώρησης, όπως το λέει. Για τη μουσική που δεν σταματάει ποτέ, στις καφετέριες και στα εστιατόρια, στο ταξί και στον προθάλαμο του οδοντιατρείου, στο ασανσέρ και στο beach bar, στους σταθμούς του μετρό, ακόμα και στους δρόμους κατά τις περιόδους των μεγάλων γιορτών, και σήμερα γκρινιάζουμε – κυρίως επειδή αυτή η μουσική δεν μας αρέσει, γιατί, κατά τ’ άλλα, ακούμε τη δική μας μουσική, διαρκώς και παντού. Δυνατά και ασταμάτητα.

Όταν ο Chuck Berry έπαιξε για πρώτη φορά το “Johnny B. Goode” στην κιθάρα του ήταν μια μεγάλη αλλαγή στην ιστορία της μουσικής.

Από τα ακουστικά του τηλεφώνου μας, κυρίως, όταν περπατάμε στους δρόμους της πόλης ή και στην εξοχή, όταν μετακινούμαστε με τα μέσα μαζικής μεταφοράς ή με το ποδήλατό μας, όταν κάνουμε ηλιοθεραπεία πλάι στη θάλασσα κι όταν συζητάμε ακόμα, έχοντας το ένα από αυτά μονίμως σφηνωμένο μες στο αυτί μας. Αλλά και στο αυτοκίνητο η μουσική από το ραδιόφωνο δεν σταματάει ποτέ, όπως και στο σπίτι ή στη δουλειά, όπου εξαίσια μουσικά θέματα ξεχύνονται από τα ηχεία του υπολογιστή μας κάθε ώρα της μέρας με ό,τι και αν καταπιανόμαστε συγχρόνως.

Όπου το πρόβλημα δεν βρίσκεται, φυσικά, στην ποιότητα της μουσικής, αλλά στη διαρκή και αδιάλειπτη παρουσία της στην καθημερινότητα του σύγχρονου ανθρώπου. Είναι γνωστό ότι ένας ήχος που επαναλαμβάνεται σταθερά, ύστερα από λίγο ή πολύ παύει τελικά να γίνεται αντιληπτός από τη συνείδησή μας. Γι’ αυτό λίγες φορές μόνο συμβαίνει να μας ενοχλήσει το διαρκές βουητό των τζιτζικιών ή των διερχομένων αυτοκινήτων όταν ζούμε μέσα σε αυτό. Το ίδιο θα έλεγα συμβαίνει και με τη μουσική, όπως την καταναλώνουμε σήμερα, η οποία έχει καταντήσει ένα αδιάφορο φόντο της καθημερινότητάς μας. Ποιος θα συγκλονιστεί από ένα εξαίσιο βιολί ή από μια βαθιά φωνή, όταν αυτά είναι ριγμένα μέσα σ’ έναν πολτό δημιουργημένο από εκατομμύρια ήχους που δεν παύουν ποτέ;

Εξασφαλίστε μισή ώρα έστω, για να ακούσετε ένα ολοκληρωμένο μουσικό έργο, και τίποτε άλλο.

Αν βέβαια αυτό που θέλουμε είναι όντως ένα μόνιμο μουσικό χαλί, όπως λέμε, που να καλύπτει τους ήχους και τους ψιθύρους τόσο της εξωτερικής όσο και της εσωτερικής μας πραγματικότητας, τότε η διαρκής και ακατάπαυστη ακρόαση είναι ακριβώς ό,τι χρειαζόμαστε.

Αν όμως θεωρούμε ότι η μουσική είναι μια τέχνη που αξίζει την αφοσίωσή μας, οφείλουμε να την απολαμβάνουμε όπως κάνουμε και με τις υπόλοιπες τέχνες, τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο και το θέατρο, τη ζωγραφική – κατ’ αποκλειστικότητα και χωρίς άλλες παράλληλες δραστηριότητες. Δοκιμάστε, ας πούμε, αύριο που θα βγείτε στον δρόμο, να μη βάλετε αμέσως τα ακουστικά στα αυτιά σας, αλλά να αφήσετε τους ήχους της ζωής να περάσουν στη συνείδησή σας, όσο ενοχλητικοί κι αν είναι ορισμένες φορές. Το απόγευμα ή το βράδυ, όμως, εξασφαλίστε μισή ώρα έστω, για να ακούσετε ένα ολοκληρωμένο μουσικό έργο, και τίποτε άλλο. Με την αφοσίωση που αξίζει η τέχνη και για την απόλαυση που μόνο η τέχνη μπορεί να προσφέρει.

 

Διαβάστε ακόμη: Patti Smith: Μια ποιήτρια στο café Nerval.

 

 

 

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top