bogdanos2

Όλες οι φωτογραφίες είναι της Ολυμπίας Κρασαγάκη.

Ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος με ιντριγκάρει εδώ και καιρό, πόσω μάλλον από τη στιγμή που οι περισσότεροι γύρω μου είχαν κάτι ακραίο, θετικό ή αρνητικό να πουν για κείνον. Παρακολουθώ την εκπομπή του ανελλιπώς, επειδή είναι γρήγορη, φρέσκια και έχει εξαιρετικό ρεπορτάζ. One man show με πρωταγωνιστές που τους φροντίζει πάντα – αγαπά, εκτιμά και «ανεβάζει» τους συναδέλφους του.

Παρακολουθώ τον ίδιο, με εξονυχιστική ματιά, σαν να θέλω να τον ανοίξω και να περιεργαστώ όλα όσα τον συνθέτουν. Είχα τη βεβαιότητα, προτού τον συναντήσω, ότι είναι ένας άνθρωπος καλλιεργημένος και μορφωμένος –ηλίου φαεινότερο-, πείσμων και αδάμαστος, εξημμένος και εριστικός. Ταυτόχρονα, ευαίσθητος και ευάλωτος – το έχουν αυτό οι πληθωρικές προσωπικότητες. Είκαζα ότι θα πει πολλά για τα οποία θα τηρούσαμε το off the record – όποτε το ανέφερα, το αρνήθηκε. Ο ίδιος δεν το ζήτησε καθόλου. Ήθελα όμως, πάνω από όλα, να περιδιαβούμε την ιστορία του, ό,τι διαμόρφωσε αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «στοχοποιημένο» και να πλησιάσω έναν ψυχισμό, έντονο και, σίγουρα, παλλόμενο. Προς διάφορες κατευθύνσεις.

Ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος δεν είναι ένας προβλέψιμος άνθρωπος και όσα σκέφτεστε, εν πρώτοις, όταν τον βλέπετε, μπορεί και να ισχύουν, αλλά όχι μονοδιάστατα. Και αν δείχνει απόλυτος, και αν είναι απόλυτος, τα βήματά του, αναπάντεχα λοξοδρομούν. Γιατί είναι τόσες οι εσωτερικές του μάχες και αναζητήσεις που καταρρίπτουν εξ ορισμού κάθε βεβαιότητα για το επόμενο βήμα. Έχει «πιστεύω», αλλά σέβεται τη ζωή και τις ανατροπές της. Και μπορεί, κάποτε, να τον μάθουμε ξενοδόχο στη Νάξο, ο οποίος γράφει και παίζει μουσική (τη λατρεύει και όπως λέει, είναι καλύτερος σε αυτό από οτιδήποτε άλλο), ενώ ταυτόχρονα ολοκληρώνει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. Μάλλον όμως θα κάνει κάτι που δεν έχει ορισμό. Ό,τι κι αν είναι, εκείνος θα το απολαμβάνει, ωστόσο με ένα μελαγχολικό τόνο πάντα.

bogdanos4

«Ζούμε σε μία εποχή όπου οι ψευδαισθήσεις είναι προσόν. Ο άλλος κυβερνάει μ’ αυτές τις ψευδαισθήσεις».

Ποια είναι η δική σου ιστορία;
Ιστορία μου είναι να ξεπατατιάζω χωράφια στη Νάξο και την επόμενη εβδομάδα να είμαι σε ξενοδοχείο πέντε αστέρων στη Φλωρεντία. Ιστορία μου είναι ο θείος Γιακουμής πάνω στο χωριό και η Βλάστα Ντεντίνα Σάλνερ που μιλάει πέντε γλώσσες, είναι κόμισσα που έφυγε λόγω των ναζί από την Τσεχοσλοβακία, παντρεύτηκε τον πρόεδρο της Japan airlines και ζει στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Πόσο τυχερός άνθρωπος είσαι που κατάφερες να ζεις και τις δύο πλευρές.
Πράγματι, πάρα πολύ τυχερός. Πρώτον, διότι αρκετά δεν πρόκειται να τα ξαναζήσουμε, αλλά και γιατί μεγάλωσα με αυτούς τους γονείς που μου έδωσαν δύο κόσμους μαζί. Γιατί έτσι είναι και ο καθένας τους, δύο κόσμοι. Προκύπτω από μία οικογένεια που τον καιρό του ΠΑΣΟΚ και των παροχών, αντί να φτιάξει σπίτια, μόρφωσε τα παιδιά της. Αυτό, βέβαια, σήμερα το πληρώνω. Διότι υπάρχει ο αντίστροφος κοινωνικός ρατσισμός που θέλει ανθρώπους με πτυχία, πανεπιστήμια και γλώσσες να είναι ξερόλες, ενοχλητικοί. Δεν θα κατηγορήσω ποτέ έναν άνθρωπο που δεν είχε ευκαιρίες στη ζωή του. Ούτε είμαι η Ντένη Μαρκορά.
Από την άλλη όμως, έχουμε κάνει σημαία, το ακατέργαστο. Δεν μιλάω για το «αμόρφωτο», επιμένω στο «ακατέργαστο». Αυτό το «παιδιά, εγώ ποτέ δεν ασχολήθηκα με τον εαυτό μου και είμαι μάγκας γι’ αυτό». Αυτό, μάλλον, με ενοχλεί περισσότερο στη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Βέβαια, το πρόβλημα είναι ότι, σε πολύ μεγάλο βαθμό, πρόκειται για ένα παγκόσμιο φαινόμενο στη «μετά αληθή εποχή». Αυτός είναι ο καινούργιος μου αγαπημένος όρος -post truth era- τον οποίο φυσικά δεν έχω εφεύρει εγώ, αλλά πρόκειται για μια μεγάλη συζήτηση που έχει ξεκινήσει μέσα στο 2016.

Στο σχολείο, ασχολήθηκες με τα κοινά;
Ως πρόεδρος του δεκαπενταμελούς, για παράδειγμα, θεωρούσα ότι αυτό που έπρεπε να κάνω ήταν να μαζέψω βιβλία για το Ορμένιο Έβρου, την πινέζα στο χάρτη. ‘Αλλοι πρόεδροι δεκαπενταμελούς θεωρούσαν ότι έπρεπε να κάνουν κατάληψη για να βάλουν ζαμπόν στην τυρόπιτα. Τελικά, μεγάλωσα ή πολύ ρομαντικά ή πολύ συντηρητικά.

«Σίγουρα δεν θα πω κάτι μόνο και μόνο για να αρέσει. Εδώ, βέβαια, τίθεται το ερώτημα, αν θα πω κάτι επειδή δεν θα αρέσει; Νομίζω ότι έχω πέσει σε αυτήν την παγίδα».

Οι  γονείς σου τι δουλειά έκαναν;
Η μητέρα μου ήταν δημοσιογράφος, η Τόνια Αγιοπετρίτου, και θήτευσε στο κομμάτι της γαστρονομίας και της διακόσμησης στο γυναικείο τύπο και ο μπαμπάς μου ήταν στην Ολυμπιακή, άνθρωπος που μπήκε με διαγωνισμό την εποχή του Ωνάση – όχι αλεξιπτωτιστής. Αυτές ήταν οι προσλαμβάνουσές μου. Θα μου πεις, μπορεί να ήμουνα μακριά από τους αγώνες και τις κοινωνικές διεκδικήσεις… Πιστεύω, λοιπόν, ότι αυτοί οι αγώνες στην Ελλάδα του ‘80 και του ‘90 ήταν μία παράσταση, παράσταση που επέτρεπε σε πολύ κόσμο να οικειοποιείται και να διασπαθίζει δημόσιο χρήμα. Από αυτούς τους ανθρώπους, προέκυψαν όσοι μας κυβέρνησαν για πολλά χρόνια.

Έκανες τα πάντα by the book, έτσι όπως αναμένετο;
Τι να πω… Δεν ξέρω τι εννοείς ακριβώς “by the book”. Τελείωσα το Πάντειο και είχα αρκετά καλούς βαθμούς για να με πάρει το King’s College of London. Σπούδασα φιλοσοφία, αυτό που ήθελα δηλαδή, αν και θα μπορούσα να έχω κάνει ραδιόφωνο που ήταν το μεγάλο μου πάθος – παιδί του ραδιοφώνου είμαι, εξ ου και φαφλατάς. Το μεταπτυχιακό μου, στην αναλυτική φιλοσοφία, μου έδωσε εργαλεία για να σκέφτομαι, αλλά συγχρόνως με απομάκρυνε από τον τρόπο σκέψης του μέσου συμπολίτη μου. Αυτό το πληρώνω. Πολλές φορές δεν γίνομαι κατανοητός, ενδεχομένως γιατί και οι διατυπώσεις μου είναι «δύστροπες» ή βερμπαλιστικές και ορισμένες φορές αυτό είναι απορριπτέο. Μάλλον δεν μιλάω τη γλώσσα του μέσου Έλληνα.


Διαβάστε ακόμα: Γιατί Φιλελευθερισμός και όχι Νεοφιλελευθερισμός


Δεν νομίζω, όμως, ότι σε ενδιαφέρει να τη μιλήσεις…
Σίγουρα δεν θα πω κάτι μόνο και μόνο για να αρέσει. Εδώ, βέβαια, τίθεται το ερώτημα αν θα πω κάτι επειδή δεν θα αρέσει; Νομίζω ότι έχω πέσει σε αυτήν την παγίδα. Αυτό είναι μια ψευδαίσθηση. Βέβαια, ζούμε σε μία εποχή που οι ψευδαισθήσεις είναι προσόν. Ο άλλος κυβερνάει μ’ αυτές τις ψευδαισθήσεις.

Προτού σε κερδίσει η δημοσιογραφία, είχες μία άλλη καριέρα. Την ήθελες ή έτυχε;
Όταν τελείωσα τις σπουδές μου, έπιασα δουλειά στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης. Εκεί, βρήκα έναν οργανισμό για τα αντικειμενικά εφόδια που είχα. Ήμουν στο Τμήμα Επικοινωνίας, έγραφα κείμενα για το site και το περιοδικό της EBRD (European Bank for Reconstruction and Development). Και μετά έκανα business development, ερευνούσα, δηλαδή, αγορές για να βρω ευκαιρίες. Ό,τι γίνεται στην Ελλάδα σήμερα, το έχω ζήσει στις κομμουνιστικές χώρες στα μέσα της δεκαετίας του 2000. Μπαίνουμε μέσα, εξαγοράζουμε, διαλύουμε οργανισμούς και εταιρείες, ιδιωτικοποιούμε με βίαιες πολλές φορές διαδικασίες και προχωράμε σε κοινωνικούς μετασχηματισμούς.

bogdanos1

«Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο Τσίπρας δεν είναι ένα ατύχημα, το οποίο κάποια στιγμή θα θυμόμαστε και θα γελάμε».

Έχοντας διαλύσει τη δομή με δυο λόγια…
Έχοντας παραλάβει, βεβαίως, χώρες που πατάνε σε σαθρό έδαφος, ούτως ή άλλως. Εκεί λοιπόν, είχες έναν υπαρκτό σοσιαλισμό, ο οποίος κατέρρευσε και εξαγόραζες τα κομμάτια του. Η Ελλάδα δεν είχε ακριβώς υπαρκτό σοσιαλισμό, αλλά κατάφερε να καταρρεύσει, και ουσιαστικά επέτρεψε την ίδια διαδικασία. Η διαφορά με την ανατολική Ευρώπη είναι ότι η Ελλάδα δεν αποδέχτηκε ποτέ ότι κατέρρευσε. Συνεπώς, αντιστάθηκε τυφλά σε κάθε δείκτη μιας νέας πραγματικότητας. Γι’ αυτό, ενώ έπρεπε να έχουμε τελειώσει με τα μνημόνια σε ενάμισι χρόνο, άντε δύο, τώρα μπαίνουμε στον έβδομο.

Αυτό πάντως σχετίζεται και με τη νοοτροπία, τη στόφα του Ελληνα.
Στο Λονδίνο συγκατοικούσα με έναν Λιθουανό, λίγα χρόνια μεγαλύτερο από μένα, έναν θαυμάσιο νομικό που τελείωσε το διδακτορικό του στο King’ s και τώρα είναι επικεφαλής της αρχής ανταγωνισμού της Δημοκρατίας της Λιθουανίας. Ο Σαρούνας, λοιπόν, είχε ζήσει τι σημαίνει να μην μπορείς να πεις αυτό που σκέφτεσαι και να στήνεσαι στην ουρά για να πάρεις μία φρατζόλα ψωμί. Υποδέχθηκε, συνεπώς, το καινούργιο.

Τελικά, σου άρεσε αυτή η δουλειά; Ταξίδευες πολύ;
Την έβρισκα πολύ ενδιαφέρουσα. Δεν ήμουν με μία βαλίτσα στο χέρι, αλλά γνώρισα αρκετές χώρες με τεράστιο ενδιαφέρον, όπως για παράδειγμα το Καζακστάν – την επιτομή του μεταμοντερνισμού. Έχεις, δηλαδή, χώρες που υιοθετούν τα επιφανειακά χαρακτηριστικά μιας Οικονομίας της Αγοράς, την ώρα που στην ουσία ζουν μία κεντρικά κατευθυνόμενη οικονομία και κοινωνία, κάτω από το ζυγό ολιγαρχών. Και ποζάρουν σαν να φορούν το καινούργιο, ενώ ζουν στο Μεσαίωνα.

Χώρα υπόδειγμα;
Μέχρι πρότινος, θα μπορούσα να μιλήσω για το φινλανδικό μοντέλο, ως το πλέον αξιοσημείωτο που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε. Όμως, με αυτά που συμβαίνουν τώρα στη Φινλανδία, αλλάζει η εικόνα. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: μιλάμε για μια Οικονομία που, μέχρι πριν από μερικά χρόνια, το 25 ως 30% του εθνικού κύκλου εργασιών της, βασιζόταν σε μία εταιρεία, τη Nokia. Όταν αυτή ξεπερνιέται από την ίδια της την αγορά, αφήνει ένα τεράστιο κενό στην ίδια τη φινλανδική κοινωνία, άρα όπως παρατηρείται παντού, όταν το παραδάκι μειώνεται οι αντιδράσεις αυξάνονται. Και όλα αυτά, παρότι η Φινλανδία, κατάφερε ένα περίφημο μετεμφυλιακά μοντέλο. Εκείνοι σφάχτηκαν μεταξύ τους την επαύριον της Οκτωβριανής Επανάστασης, όχι στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όμως, πραγματικά, δούλεψαν για την ένταξη στον ιστό και των δύο πλευρών, χωρίς Μακρόνησο, εκτελέσεις και Δικτατορία. Βγήκαν από αυτό με θετικό πρόσημο και μάλιστα, δημιούργησαν ένα αδιανόητο εκπαιδευτικό σύστημα. Όμως, ακόμη κι εκεί, με την ελάχιστη κρίση, βλέπουμε ότι κουμάντο κάνουν τα ακραία εθνικιστικά φαινόμενα. Ο κόσμος που ανατέλλει είναι αποκαρδιωτικός. Γερμανίας υποβοηθούσης φυσικά. Ανέκαθεν. Για αυτό εξανίσταμαι όταν με λένε Γερμανοτσολιά! Χάθηκε το Βρετανοτσολιάς;

Στην επόμενη σελίδα – Mπογδάνος: «Μη νομίζεις, τα ίδια προβλήματα είχε και η αρχαία Αθήνα…»

1 2

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top