«Είμαι ένας άνθρωπος μιας ορισμένης γενιάς που ζει το τώρα. Αυτό το τώρα είναι το κλειδί» (Φωτογραφία: Ενη Κούκουλα).

Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατελείωτα. Δεν ήταν μόνο ο Μανόλης Αναγνωστάκης που περπάτησε αυτή την πόλη με μια διφυή διάθεση: αγάπη και απέχθεια. Νοσταλγία, αλλά και τάση φυγής. Η Αθήνα μάς κρατάει και συνάμα σαν να θέλει να μας διώξει. Είμαστε κι εμείς που δεν ξέρουμε αν τελικά την έχουμε καλά κρυμμένη μέσα μας ως τόπος που μας συντροφεύει ή μας επιβουλεύεται.

Τούτη η πόλη, πολύφερνη για τους ξένους τουρίστες, δεδομένη για τους κατοίκους της, ξέρει να κρύβει τα μυστικά της. Και έχει πολλά. Ο δημοσιογράφος Νίκος Βατόπουλος, ένας από τους τελευταίους «Αθηναιογράφους», συχνά πυκνά αναφέρεται μέσω της αρθρογραφίας του στις εκλεκτές στιγμές της πόλης, αλλά και στις παθογένειες που την τραυματίζουν. Στο νέο του βιβλίο «Μικροί δρόμοι της Αθήνας» (εκδ. Μεταίχμιο), κάνει μια ποιητική ενδοσκόπηση σε εκείνους τους δρόμους που πρέπει να τους περπατήσεις για να τους ανακαλύψεις. Μιλάει στο Andro για την εμπειρική και εσωτερική περιδιάβασή του στην πόλη, για την κρυμμένη ωραιότητά της, αλλά και για τις σκοτεινές πλευρές της.

– Πώς θα ορίζατε τον εαυτό σας: flaneur, περιηγητή, παρατηρητή της πόλης ή κάπως αλλιώς;
Είμαι ένας ισόβιος περιηγητής. Συνειδητοποιημένος από πολύ νωρίς στη ζωή μου. Από ανάγκη, επιλογή ή ιδιοσυγκρασία καλλιεργώ την προσωπική μου σχέση με το αστικό περιβάλλον, και αυτή η σχέση είναι ανοικτή, μεταβάλλεται, ωριμάζει. Θεωρώ ότι εδώ και χρόνια έχω περάσει από την απλή παρατήρηση ή την καταγραφή σε μια περισσότερο ενεργή και δυναμική αφομοίωση όσων βλέπω και σκέφτομαι γύρω από την πόλη έτσι ώστε η διαρκής περιήγησή μου να εξυφαίνει σταδιακά ένα χάρτη κατανόησης της πόλης, με όλη την πολυπλοκότητά της στην ιστορική διαχρονία της.

 Η μικρή οδός Χορμοβίτου, κάτω από τη Μιχαήλ Βόδα, διασώζει μια σειρά μικρών σπιτιών από τις αρχές του 20ού αιώνα (Φωτογραφίες: Νίκος Βατόπουλος).

– Θεωρούμε πως η Αθήνα είναι μια εχθρική πόλη. Είναι, όντως, έτσι ή προβάλλουμε τη δική μας ψυχοσύνθεση πάνω της;
Κάθε πόλη αντανακλά τη ψυχική διάθεση του παρατηρητή ή του χρήστη της αλλά σαφώς υπάρχει και η αντικειμενική συνθήκη. Αν επαναλάβει κανείς ότι η Αθήνα είναι μια δύσκολη πόλη δεν προσφέρει τίποτε πέραν από την επανάληψη μιας στερεότυπης αντίληψης. Θεωρώ ότι η Αθήνα είναι μία πόλη άνιση, αντιφατική, με εξάρσεις ρομαντισμού και κυνισμού, με μία καταγεγραμμένη και βαθιά χωνεμένη αντίληψη επιβίωσης. Παρά τα τραγικά λάθη στον σχεδιασμό της, η Αθήνα είναι μια γοητευτικά «εχθρική» πόλη, αν δεχθώ τον χαρακτηρισμό. Υπάρχουν όμως κόγχες μέσα στην πόλη απόλυτης γαλήνης και ομορφιάς, οπότε θα πρέπει να είναι κανείς πολύ προσεκτικός απέναντι σε γενικευμένες αντιλήψεις, που αποκαλύπτουν μια ρηχή σχέση με την ίδια την πόλη. Σε κάθε περίπτωση, η Αθήνα έχει να αντιμετωπίσει πολλά στερεότυπα, ένα από αυτά είναι η υπογράμμιση όλων των αρνητικών της.

«Είναι αδύνατον να κατανοήσει κανείς την πόλη αν δεν περιλάβει στο βλέμμα του και εν γένει στη σύνθετη θεώρησή του, τις παλιές γειτονιές, τα Πατήσια, τον Κολωνό, το Θησείο ή το Μετς».

–  Στο νέο βιβλίο σας κάνετε λόγο για τους ελάσσονες δρόμους της πόλης, είναι η κρυφή καρδιά της αυτοί οι δρόμοι;
Στο νέο βιβλίο «Μικροί Δρόμοι της Αθήνας», εστιάζω, πράγματι, με μεγαλύτερη σαφήνεια στην αφανή πόλη. Στην πόλη, δηλαδή, που είναι μακριά από την προθήκη του κέντρου και που σπανίως απασχολεί τη δημοσιότητα. Ωστόσο, μιλάμε για ιστορικές συνοικίες της πρωτεύουσας, περιοχές άρρηκτα συνδεδεμένες με τη φυσιογνωμία της Αθήνας. Είναι αδύνατον να κατανοήσει κανείς την πόλη αν δεν περιλάβει στο βλέμμα του και εν γένει στη σύνθετη θεώρησή του, τις παλιές γειτονιές, τα Πατήσια, τον Κολωνό, το Θησείο ή το Μετς. Και όταν μιλάω για προσέγγιση στους ελάσσονες δρόμους της Αθήνας, μιλάω για προσπάθεια κατανόησης της εξέλιξης της αστικής ζωής. Με απασχολεί εξ ίσου το φαινομενικά ωραίο και το φαινομενικά ευτελές.

 Στην οδό Ρεμούνδου, κοντά στον Αγιο Παντελεήμονα, διασώζεται ένα σπάνιο μέτωπο παλιών σπιτιών (Φωτογραφίες: Νίκος Βατόπουλος).

– Τι έχει απομείνει από την παλιά Αθήνα τι άλλο πρόκειται να χάσουμε;
Οι πόλεις αλλάζουν και έτσι πρέπει. Αυτό που καταγράφω είναι το αποτύπωμα του υποκειμενικού βλέμματος με πλήρη επίγνωση της ιστορικής συγκυρίας. Είμαι δηλαδή ένας άνθρωπος μιας ορισμένης γενιάς που ζει το τώρα. Αυτό το τώρα είναι το κλειδί. Από τη λεγόμενη παλιά Αθήνα έχουν απομείνει λίγα αλλά αρκετά για να μπορέσει κανείς να ανασυστήσει μια αστική  μυθολογία. Πρέπει όμως να εξετάσουμε τι εννοούμε με τον όρο παλιά Αθήνα. Για μένα και για τη γενιά μου, παλιά Αθήνα μπορεί να είναι η προπολεμική Αθήνα αλλά για έναν έφηβο, παλιά Αθήνα μπορεί να είναι και η δεκαετία του ’80. Στον Μεσοπολέμο, οι παλιές γενιές θρηνούσαν την ωραία Αθήνα των Βαλκανικών Πολέμων. Στη δεκαετία του ’60, υπήρχε έκσταση μπροστά στο «αύριο», αυτό που σήμερα προκαλεί κύματα νοσταλγίας. Η πόλη αλλάζει και ο αυτός είναι ο όρος επιβίωσής της. Οπότε, πολλά θα χάσουμε ακόμη και πολλά θα κερδίσουμε. Αναπόφευκτα σκέφτομαι πόσο θα ήθελα να είχα περπατήσει την Αθήνα σε μια άλλη εποχή αλλά αυτά είναι προβολές της φαντασίας χωρίς κανένα νόημα. Οσα βλέπω σήμερα προσπαθώ να τα αποτυπώσω, όχι βεβαίως ως καταγραφή απλώς αλλά περισσότερο ως αίσθημα της τωρινής συγκυρίας.

– Κτίρια και δρόμοι που έχουν αφήσει αποτύπωμα και κουβαλούν ιστορία είτε μετατρέπονται σε γκρεμίδια είτε απαξιώνονται. Τι μπορεί να τα σώσει;
Η Αθήνα, δυστυχώς, έχασε την ευκαιρία να έχει δρόμους ενός βαθέος ιστορικού αποτυπώματος. Δηλαδή, αφάνισε τα στάδια και τα κεφάλαια της αστικής εξέλιξης από το 1830 ως σήμερα και άφησε μονάχα σκόρπια δείγματα. Μπορεί κανείς με ασφάλεια να πει ότι ο 19ος αιώνας είχε χαθεί σχεδόν ολοκληρωτικά σε ό,τι αφορά τουλάχιστον την ιδιωτική κατοικία πέρα από τα όρια της Πλάκας και του Ψυρρή. Αυτό που δεν είναι σαφές στην κοινή γνώμη είναι ότι η Αθήνα ανέκαθεν βρισκόταν σε διαδικασία διαρκούς μεταβολής του αστικού ιστού και ότι τα πρώιμα νεοκλασικά είχαν αρχίσει να κατεδαφίζονται από το 1910 περίπου για να κορυφωθούν οι κατεδαφίσεις μετά το 1925. Τα πράγματα είναι σαφώς περισσότερο σύνθετα από όσο νομίζουμε. Σήμερα, έχουμε έναν ατόφιο εικοστό αιώνα, που μπορεί να μας φαίνεται κατά περίπτωση ανιαρός αλλά είναι βέβαιον ότι υπάρχουν πολλά αξιόλογα ή έστω ενδιαφέροντα κτίσματα από πολλές διαφορετικές περιόδους, που θα συγκινούν τις επόμενες γενιές.

«Οταν προσεγγίζω ένα αστικό χάλασμα, η αδρεναλίνη ανεβαίνει και αισθάνομαι χωρίς αμφιβολία αρχαιολόγος του άστεως».

 Παλιά σπίτια στην οδό Πλάτωνος 109 και 111, στην ιστορική συνοικία της Ακαδημίας Πλάτωνος (Φωτογραφίες: Νίκος Βατόπουλος).

– Κοιτώντας τις φωτογραφίες σας που κοσμούν την έκδοση, δεν ξέρω αν πρέπει να χαρώ γι’ αυτό το γόνιμο χνάρι της ιστορίας της πόλης ή θα στεναχωρηθώ για την εγκατάλειψη.
Κατανοώ απολύτως αυτή τη θέση. Περικλείει το πιο γόνιμο συναίσθημα που είναι ο συνδυασμός της απόλαυσης και της θλίψης. Ωστόσο, η προσέγγισή μου εκκινεί περισσότερο από τη λατρεία των ερειπίων, με εκείνη τη ψυχονοητική ταύτιση του Ρομαντισμού αλλά και της φαινομενολογίας. Οταν προσεγγίζω ένα αστικό χάλασμα, η αδρεναλίνη ανεβαίνει και αισθάνομαι χωρίς αμφιβολία αρχαιολόγος του άστεως. Το χάλασμα, το ερείπιο, τα ξέφτια της πόλης, είναι κομμάτι μιας εφήμερης πρόσληψης της ιστορικής διαδρομής και εν πολλοίς ορίζουν μία παγωμένη στιγμή που πάντα συγκινεί. Φωτογραφίζω συστηματικά την πόλη, γιατί αντικειμενικά υπάρχει η ανάγκη καταγραφής και τεκμηρίωσης αλλά και γιατί η περιπλάνηση αυτή που δίνει τεράστια ευχαρίστηση.

– Την αγαπούν την πόλη τους οι κάτοικοι αυτής της πόλης;
Υπάρχουν πολλοί που την αγαπούν και ο αριθμός τους αυξάνεται. Αλλά, χωρίς αμφιβολία, η πόλη θα ήταν σε καλύτερη κατάσταση αν οι αδιάφοροι ήταν λιγότεροι. Υπάρχει μεγάλη αδιαφορία, που έχει φυσικά την ερμηνεία της. Είναι ένα σύμπτωμα που έχει σύνθετη προέλευση. Η Αθήνα θα ήταν καλύτερη αν περισσότεροι κάτοικοι έκαναν κάτι υπέρ της πόλης, αν ήθελαν να την ανακαλύψουν περισσότερο. Η ανακάλυψη, οδηγεί στη γνωριμία, η γνωριμία στην κατανόηση, η κατανόηση στην αγάπη.

 – Αντιστοίχως: την ξέρουν ή απλώς ζουν σ’ αυτήν;
Λίγοι ξέρουν την Αθήνα. Αλλά το σημαντικό είναι ότι κάθε μέρα διαχέεται γνώση. Με εντυπωσιάζει το φαινόμενο των θεματικών ξεναγήσεων που συγκεντρώνουν μεγάλο αριθμό πολιτών. Είναι ένα φαινόμενο της τελευταίας δεκαετίας, που διαρκώς δίνει εμπειρίες και βιώματα σε χιλιάδες ανθρώπους κάθε χρόνο. Βαθαίνει η αστική εμπειρία. Προτιμώ να στέκομαι στη φωτεινή πλευρά χωρίς να αγνοώ τη σκοτεινή όψη. Με άλλα λόγια, παίρνω δύναμη από τους ανθρώπους που σκέφτονται και προχωρούν. Αλλωστε, πάντα και παντού θα υπάρχουν άνθρωποι με απολύτως ρηχή σχέση με το περιβάλλον τους.

Το καινούργιο βιβλίο του Νίκου Βατόπουλου «Μικροί δρόμοι της Αθήνας» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

– Τι σας ώθησε να περιδιαβείτε όλους αυτούς τους μικρούς δρόμους; Είναι μια νοσταλγική τάση ή η αναζήτηση ενός υπαρξιακού πυρήνα;
Είναι, κυρίως, φυσική περιέργεια. Η περιέργεια του νου είναι το απαραίτητο καύσιμο για κάθε τι που μπορεί να σε προχωρήσει. Ξεκινάω μια περιπλάνηση με την ελπίδα και την προσδοκία ότι θα συναντήσω κάτι που θα με συγκινήσει. Σαφώς υπάρχει η ανάγκη αναψηλάφησης του παρελθόντος, κατανόησης περασμένων διαδρομών, οριοθέτησης του εαυτού απέναντι σε αυτό το κοίτασμα. Χωρίς αμφιβολία, αυτή η περιπλάνηση υπηρετεί μια δική μου, εσωτερική ανάγκη, που, όμως, πιστεύω είναι κομμάτι μιας ευρύτερης και κοινής ανάγκης σύνδεσης με την πόλη και το αποτύπωμά της.

– Μπορεί να παραμείνει ζωντανή μια πόλη όταν παραδίδεται στην αδιαφορία κράτους και πολιτών;
Η Αθήνα, εν προκειμένω, εξελίσσεται, αλλάζει, παρακμάζει ή βελτιώνεται, έχοντας σταθερό αντίπαλο τη γραφειοκρατεία και την άγνοια. Αυτό δεν είναι κάτι νέο. Οι φωτεινές εξαιρέσεις ορίζουν ένα κανόνα, αλλά η Αθήνα όπως και κάθε πόλη χρειάζεται απλώς μια καλή κρίσιμη μάζα. Αν διαβάσει κανείς τον Τύπο περασμένων δεκαετιών θα διαπιστώσει την κοινή καταγωγή πολλών προβλημάτων.

– Τόσο στην αρθρογραφία σας στην Καθημερινή όσο και στις αναρτήσεις σας στο Facebook στηλιτεύετε πολλές φορές την έλλειψη μέτρου ή την καταστροφή κομματιών της πόλης. Κι όμως, η… κάθοδος συνεχίζεται.
Υπάρχει κάθοδος αλλά και άνοδος. Συνήθως συνυπάρχουν. Τα κοινωνικά δίκτυα παρέχουν πλέον τη δυνατότητα άμεσης καταγγελίας ή στηλίτευσης και δίνουν φωνή και στους πολίτες, αλλά σημασία έχει ο εμπεριστατωμένος λόγος και το μέτρο. Απλώς στις «κραυγές» των κοινωνικών δικτύων υπάρχει αναγκαστικά αυξημένη ευαισθησία εκ μέρους των αρχών διότι δεν επιθυμούν τον διασυρμό, δίκαιο ή άδικο. Προσωπικά, άρχισα την αθηναϊκή μου αρθρογραφία πριν από 30 χρόνια και έχω περάσει όλα τα κύματα και τα στάδια του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης και της αντίδρασης των αρχών. Υπάρχουν φωτισμένοι δημόσιοι λειτουργοί στους οποίους οφείλουμε πολλά για την προστασία της κληρονομιάς, απλώς και αυτοί έχουν να αντιμετωπίσουν απαρχαιωμένες δομές και συχνά αδιάφορους συνεργάτες. Πολλά που θεωρούμε δεδομένα ή αυτονόητα οφείλονται σε αγώνες μεμονωμένων ανθρώπων. Αλλες φορές, όσα μας πληγώνουν οφείλονται σε ευθυνοφοβία, έλλειψη γνώσεων, περιορισμένων μέσων και απουσία οράματος. Το όραμα προϋποθέτει πίστη. Η έλλειψη πίστης είναι μεγάλο πρόβλημα.

 Κοντά στο Χίλτον, στην οδό Αλυος, το βλέμμα ενός σκύλου διαστέλλει την εμπειρία της αστικής περιπλάνησης (Φωτογραφίες: Νίκος Βατόπουλος).

 – Από την άλλη υπάρχει ένα παράδοξο: το ιστορικό κέντρο (ειδικά) αναπτύσσεται. Μαγαζιά, επιχειρήσεις, ξενοδοχεία δημιουργούνται. Είναι ελπιδοφόρο σημάδι ή επιφανειακό;
Η ανάκαμψη της τουριστικής κίνησης έχει συμβάλει αποφασιστικά στη δημιουργία της εντύπωσης πως η Αθήνα ανεβαίνει. Εν μέρει ισχύει και χαίρομαι ιδιαίτερα να βλέπω τα νέα ξενοδοχεία, τα νέα εστιατόρια και τους νέους χώρους στο ευρύτερο κέντρο. Αλλά, θεωρώ ότι αυτή η ανάπτυξη θα κάνει τον κύκλο της αν δεν υποστηριχθεί με άμεσα και μακράς πνοής έργα υποδομής που θα βελτιώσουν την καθημερινότητα στην πόλη. Η Αθήνα για να είναι τουριστικός προορισμός κύρους πρέπει να βελτιώνεται κάθε μέρα. Αυτό δεν συμβαίνει. Κομμάτια της τουριστικής Αθήνας, όπως είναι το Μοναστηράκι, ή σημεία κεντρικών δρόμων, είναι απαράδεκτα από κάθε άποψη. Οπότε δεν μπορώ να συμμεριστώ την αισιόδοξη άποψη ότι η Αθήνα είναι τουριστικός προορισμός μακράς πνοής. Μπορεί να γίνει αλλά οφείλει όλη η πόλη να εργαστεί σκληρά και επί καθημερινής βάσεως.

– Πόσο άλλαξε η πόλη στα χρόνια της κρίσης;
Δραματικά. Πέρα από τα προφανή και την επίπτωση της κρίσης στην οικονομική δραστηριότητα, στην κοινωνική συνοχή και στην εικόνα αποσάθρωσης του κέντρου και μέρους των ιστορικών συνοικιών, άλλαξε ο τρόπος με τον οποίον οι κάτοικοι βλέπουν την πόλη τους. Σε κάθε περίπτωση, το σοκ της κρίσης συνέβαλε σε μια πιο συνειδητή σχέση απέναντι στην αστική ζωή, με όλες τις σκοτεινές και φωτεινές πτυχές. Γεννήθηκε ένα κίνημα πολιτών, μεταβλήθηκε η πληθυσμιακή σύνθεση σε πολλά σημεία της πόλης, διαχύθηκε αίσθημα ανασφάλειας και δυσπιστίας, κλονίστηκε η επί δεκαετίες αποδεκτή κοινωνική ιεραρχία. Ολα αυτά και πολλά ακόμη ενσωματώθηκαν στον κορμό της Αθήνας, επέδρασαν στην ατμόσφαιρά της, όρισαν ένα νέο ήθος. Πολλά αρνητικά φαινόμενα καθιερώθηκαν ως αυτονόητα αλλά παράλληλα, είδα ότι γεννήθηκε και ένα νέο είδος συνειδητοποιημένου πολίτη, ο οποίος θα είναι χρήσιμος στα χρόνια που έρχονται. Στο εξής, η κρίση από το 2008 και μετά, ορίζει μια νέα τομή στην κατανόηση της Αθήνας και ενδεχομένως να είναι ο ισχυρός διαχωριστικός άξονας με τον οποίον θα κατανοούν τα ιστορικά όρια οι μελλοντικές γενιές. Με τον τρόπου που οι παλαιότεροι, υιοθετήσαμε την τομή προπολεμική και μεταπολεμική Αθήνα.

«Στην Αθήνα μπορεί κανείς να βρει πολλές εκδοχές της ζωής όπως ευδοκίμησε σε αυτήν την πόλη στη διαχρονία της» (Φωτογραφίες: Νίκος Βατόπουλος).

– Η περιοχή των Εξαρχείων είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πόσο η ανομία γίνεται «νόμος» στη χώρα μας;
Τα Εξάρχεια είναι μια περίπτωση από μόνη της με ισχυρή όπως επίδραση στις όμορες συνοικίες αλλά και στον ρυθμό της πόλης. Είναι ένα κοινωνικό και διοικητικό άβατο, σαν μία αυτοδιοικούμενη περιοχή. Δεν πρόκειται απλώς για επικράτηση της ανομίας, διότι φαινόμενα ανομίας υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα. Περισσότερο πρόκειται για επικράτηση μιας συγκεκριμένης αντίληψης περί δικαίου, κράτους και κοινωνίας, με άρρητη νομολογία και όλη τη θεματολογία και τη συμπτωματολογία μιας κουλτούρας σε μονοκαλλιέργεια, μιας κουλτούρας εν τέλει βαθύτατα συντηρητικής, άξενης και άκαμπτης.

«Η Αθήνα, είναι η προέκταση του εαυτού μου».

– Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο σας ανακαλύπτει μια κιβωτό μνήμης μέσα στην πόλη. Αθέατα σημεία ακόμη και για τους περιπατητές της. Πόσα άλλα κρύβει ο χάρτης της Αθήνας;
Η Αθήνα είναι ανεξάντλητη. Την περπατώ πολλά χρόνια και σε κάθε εξερεύνηση θα συναντήσω κάτι που δεν γνώριζα. Ετσι είναι οι μεγάλες πόλεις, μυστηριακές στην πολυπλοκότητά τους, συναρπαστικές μέσα στις αντιφάσεις τους. Στην Αθήνα μπορεί κανείς να βρει πολλές εκδοχές της ζωής όπως ευδοκίμησε σε αυτήν την πόλη στη διαχρονία της. Αυτό είναι κάτι που από μόνο του σε παρακινεί να περπατάς διαρκώς και να διαβάζεις άλλο τόσο. Για να νιώσεις πρέπει να έχεις βίωμα, δηλαδή να έχεις δει κάτι με τα ίδια σου τα μάτια. Για να αντιληφθείς σε βάθος, πρέπει να έχεις διαβάσει, δηλαδή η σύνθετη εμπειρία δεν δωρίζεται, κατακτάται.

Θα μπορούσατε να ζήσετε σε άλλη πόλη ή σε άλλη χώρα;
Βεβαίως. Είμαι άνθρωπος ανοικτών οριζόντων. Φυσικά, δεν θα μπορούσα να ζήσω οπουδήποτε, αλλά έχω δει πολλούς τόπους με τους οποίους συνδέθηκα ψυχικά. Αλλά η Αθήνα, είναι η προέκταση του εαυτού μου. Εδώ μεγάλωσα και έχω πλέον ένα σώμα αναμνήσεων που είναι συνυφασμένο με την παράλληλη μεταβολή εαυτού και πόλης.

«Πιστεύω πως στο εγγύς μέλλον η Αθήνα θα είναι καλύτερη. Μου αρέσει να σκέφτομαι το μέλλον της» (Φωτογραφίες: Νίκος Βατόπουλος).

– Τι σας προσφέρει και τι σας αφαιρεί η Αθήνα;
Η Αθήνα μου προσφέρει το προνόμιο μιας οικείας ψυχικής ενδοχώρας και φυσικά ένα αστικό τοπίο αναγνωρίσιμο, κατανοητό και ευανάγνωστο. Υπάρχει ένα στοιχείο ενοποιητικό ακόμη και σε όσα μας εξοργίζουν. Η ύβρις μπορεί και να μας εμπεριέχει. Από την άλλη η Αθήνα, αφήνει διαρκώς μια επίγευση ανικανοποίητου, που, όμως και αυτό, μπορεί να παρακινεί και να πεισμώνει. Οι αντιφάσεις της Αθήνας, ανάμεσα στην ανωνυμία της μεγάλης κλίμακας και στην γλυκύτητα ή τη στενότητα της μικρής κλίμακας, είναι κάτι αντικειμενικά θετικό. Αυτό που μου αφαιρεί η Αθήνα είναι η ποιότητα του δημοσίου χώρου.

– Σας έχουν πείσει οι υποψήφιοι δήμαρχοι γι΄αυτά που εξαγγέλουν ότι θα κάνουν στην πόλη;
Ελάχιστοι ψηφοφόροι προσέρχονται στην κάλπη «πεποισμένοι». Ας πούμε πως στην Αθήνα τουλάχιστον ο προεκλογικός αγώνας ήταν κόσμιος και αυτό είναι μια κατάκτηση. Ευελπιστώ ότι κάποια πράγματα θα αλλάξουν. Η Αθήνα πρέπει να ανασυνταχτεί υπέρ των πολιτών.

– Πολλοί από τους μικρούς δρόμους της πόλης έχουν μετατραπεί σε ύποπτα στέκια, σε χώρους διακίνησης ναρκωτικών. Πώς μπορεί να τους περπατήσει ένας άνθρωπος έτσι;
Είναι κάτι που όλους μας θλίβει. Πρώτον και κύριον είναι ένα θέμα ανθρωπιστικό. Είναι αδιανόητο μια συντεταγμένη κοινωνία να έχει αφήσει το εμπόριο ναρκωτικών να απλώνεται στην πόλη με όλες τις γνωστές επιπτώσεις. Οσο παραμένει το πρόβλημα είναι δύσκολο να αναταχθούν περιοχές που έχουν εγκαταλειφθεί στους εμπόρους. Κατανοώ ότι είναι σύνθετο το πρόβλημα και ότι υπάρχουν γνώστες του θέματος που εργάζονται σωστά αλλά η κατάσταση έχει σφραγίσει εδώ και χρόνια ένα μεγάλο κομμάτι της πόλης. Είναι θέμα άμεσης προτεραιότητας.

«Ελάχιστοι ψηφοφόροι προσέρχονται στην κάλπη «πεποισμένοι». Ας πούμε πως στην Αθήνα τουλάχιστον ο προεκλογικός αγώνας ήταν κόσμιος και αυτό είναι μια κατάκτηση» (Φωτογραφίες: Νίκος Βατόπουλος).

– Υπάρχει κάποιος δρόμους από αυτούς που έχετε καταγράψει στο βιβλίο που υπερέχει μέσα σας; Που σας δημιουργηθεί ένα ιδιαίτερο συναίσθημα;
Είναι τόσοι πολλοί. Αλλά ας διαλέξω τα στενά του Κεραμεικού, την οδό Λεωνίδου, την οδό Κεραμεικού και τα γύρω στενά. Εκεί, κάθε φορά που περπατώ, είτε είναι μέρα είτε είναι νύχτα, αισθάνομαι στο απόλυτο την αστική ποίηση που εκλύεται από τα παλιά σπίτια, από τους όγκους των πολυκατοικιών, από τα χέρσα οικόπεδα που προέκυψαν από τις κατεδαφίσεις. Είναι ένας κόσμος ολόκληρος.

– Πότε είναι μια όμορφη η Αθήνα: με το φως ή το σκοτάδι;
Αν είσαι στην Αρχαία Αγορά, π.χ., είναι υπέροχο να περπατάς με το λαμπρό φως της Αθήνας. Μια φωτεινή μέρα της άνοιξης, είναι μοναδική η Φωκίωνος Νέγρη ή η πλατεία Βαρνάβα. Αλλά σαφώς, τη νύχτα, η Αθήνα γλυκαίνει. Οι ασχήμιες στρογγυλεύουν, τα κίτρινα φώτα ποτίζουν τις σκοτεινές προσόψεις, οι σκιές μακραίνουν, μια σιωπή μπορεί να τυλίγει τις συνοικίες. Κάποιο φωτισμένο παράθυρο, μπορεί να ξυπνήσει μέσα σου ιστορίες από τη δική σου ενηλικίωση…

– Πώς φαντάζεστε ότι θα είναι η Αθήνα σε 10-20 χρόνια από τώρα; Θα έχει αλλάξει φυσιογνωμία; Θα έχει χάσει εντελώς το νήμα με το παρελθόν;
Πιστεύω πως στο εγγύς μέλλον η Αθήνα θα είναι καλύτερη. Μου αρέσει να σκέφτομαι το μέλλον της. Σε 20 χρόνια, δηλαδή στο 2040 (που θα τιμούμε την 100ή επέτειο από το «Οχι»), τα σημερινά παιδιά και οι σημερινοί έφηβοι θα είναι κομμάτι της παραγωγικής κοινωνίας. Η δική μου γενιά θα έχει αποσυρθεί. Αυτό και μόνο δείχνει ένα δρόμο ανανέωσης που θα αντανακλά στη φυσιογνωμία της πόλης. Ο 20ός αιώνας, με όλο το κτιριακό του απόθεμα, θα είναι μια ιστορική παρακαταθήκη. Οι δυνατότητες διεύρυνσης της ταυτότητας της πόλης έχουν ήδη γίνει φανερές και φαντάζομαι πως στις επόμενες δεκαετίες η Αθήνα θα προβάλει προς τα έξω μια εικόνα που σήμερα μας είναι δύσκολο να προσεγγίσουμε. Σε κάθε περίπτωση, χρόνο με το χρόνο η Αθήνα αποκτά αστικό βάθος, με όλα τα καλά και κακά της μητροπολιτικής εμπειρίας. Αυτή η μακρά διαδρομή αναπόφευκτα θα αποκρυσταλλωθεί σε κάτι νέο. Το παρελθόν του μέλλοντος θα μας εμπεριέχει.

 

Διαβάστε ακόμα: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, «ούτε υπουργός, ούτε βουλευτής θα γινόμουν. Εχω ήδη μια σοβαρή δουλειά».

 

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top