«Οι γονείς μου δεν ήταν πλούσιοι, μεγάλωναν τρία παιδιά, τα οποία όμως κατάφεραν να τα στείλουν να σπουδάσουν σε καλά σχολεία» (Φωτογραφία: Bill Georgoussis).

Ιδρυτής της πολιτιστικής πλατφόρμας ελculture, παραγωγός και έμπλεος ιδεών μα και πειραματισμών, ο Νίκος Βερβερίδης είναι ένας άνθρωπος του ρίσκου και των πολλών εμπειριών – και που έχει ζήσει και που είναι έτοιμος να γευτεί ανά πάσα στιγμή. Στη δική του περίπτωση, ισχύει, χωρίς αμφιβολία, ότι το σπίτι παίζει καθοριστικό ρόλο στη διάπλασή μας. Η ιδιαίτερη, αν μη τι άλλο, προσωπικότητα του πατέρα του υπήρξε καταλυτική επάνω του. Θα διαβάσετε, πιστεύω, μια ιστορία ζωής εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και καθόλου συνηθισμένη – έτσι ένιωσα εγώ τουλάχιστον ακούγοντάς την.

«Στα 15 μου οδηγούσα κιόλας, αν και χωρίς δίπλωμα, για να πηγαίνω τις παραγγελίες στους πελάτες του πατέρα μου».

– Σε ομιλία σας στο TEDx έχετε αναφερθεί σε έναν δαιμόνιο πατέρα που σας όρισε. Ποια είναι η μικρή σας ιστορία;

 Μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη -στην Αθήνα ήρθα γύρω στα 30 μου. Συγκεκριμένα μεγάλωσα στη Δυτική Θεσσαλονίκη, που τότε τουλάχιστον ήταν αρκετά υποβαθμισμένη, στη γνωστή Νεάπολη. Στην περιοχή ζούσαν κυρίως πρόσφυγες, όπως ήταν και οι παππούδες μου. Οι γονείς μου δεν ήταν πλούσιοι, μεγάλωναν τρία παιδιά, τα οποία όμως κατάφεραν να τα στείλουν να σπουδάσουν σε καλά σχολεία. Πήγαμε λοιπόν στο Κολλέγιο Ανατόλια, οι αδελφές μου έμαθαν τέσσερις γλώσσες η καθεμία, και εγώ, λιγότερο επιμελής, πήγαινα στο ξυλουργείο του μπαμπά μετά το σχολείο, για να τον βοηθάω. Στα 15 μου οδηγούσα κιόλας, αν και χωρίς δίπλωμα, για να πηγαίνω τις παραγγελίες στους πελάτες.

– Ο πατέρας σας τι άνθρωπος ήταν; 

Ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος που είχε βγάλει μόνο το δημοτικό, όμως είχε πολύ προοδευτικές ιδέες, εξού και ο στόχος του για τις σπουδές των παιδιών του. Θαύμαζε πολύ τους Εβραίους και με εμένα, τον πρωτότοκο γιο του, εφάρμοζε αυτό που λένε οι Εβραίοι: για να μάθεις να δουλεύεις στη ζωή σου, πρέπει πρώτα να μάθεις να δουλεύεις σε δουλειές ξένων, όχι στο δημόσιο ή σε ακαδημαϊκή εργασία. Τα καλοκαίρια, όταν έκλειναν τα σχολεία και μέχρι να ξανανοίξουν, έκανα όλες τις δουλειές: καφετζής, σε ζαχαροπλαστείο, σερβιτόρος και πολλά άλλα.

– Τι άλλο θυμάστε από εκείνον; 

Η άλλη παρακαταθήκη του πατέρα μου ήταν ότι όταν το κάθε παιδί του γινόταν 15 χρονών, το έβαζε σε ένα αεροπλάνο και το έστελνε στο εξωτερικό. Εμένα με έστειλε στην Αυστραλία, σε κάτι μακρινούς συγγενείς της μητέρας μου, λέγοντάς μου, αν θες, γύρνα, αν θες, μη γυρίσεις, αν σου αρέσει εκεί. Πήγα λοιπόν εκεί και δούλευα στη βιοτεχνία του θείου μου, γράφτηκα στο σχολείο και σε μια ποδοσφαιρική ομάδα. Κάποια στιγμή όμως γύρισα πίσω. Το ίδιο έκανε και με τις αδερφές μου, αν και ήταν κορίτσια. Θεωρούσε ότι έπρεπε να μάθουμε να ταξιδεύουμε και να γνωρίσουμε τον κόσμο. Σίγουρα είχε ένα ρίσκο αυτό που έκανε ο πατέρας μου, αλλά αν ρωτήσεις τώρα την αδελφή μου, θα σου πει ότι κέρδισε από αυτό.

«Αντί να διαβάσω για τις πανελλαδικές, πήγα στην Ιταλία για να παραγγείλω μηχανήματα και να κάνω ένα πιο εξελιγμένο ξυλουργείο από αυτό που είχε ο πατέρας μου».

– Σίγουρα δεν είναι κάτι που κάνει ένας «τυπικός» πατέρας…

Το τέταρτο από αυτά που έκανε ο πατέρας μου, και θεωρώ ότι είχε αξία, ήταν ότι μας πήγαινε τα Σάββατα στα Λαδάδικα, όπου υπήρχε το χονδρεμπόριο και παίρναμε διάφορα πράγματα όπως σοκολάτες, τσιγάρα και άλλα, τα οποία τις Κυριακές τα πηγαίναμε σε γηροκομεία, ψυχιατρεία και φυλακές και κάναμε λίγη παρέα στους ανθρώπους που βρίσκονταν εκεί. Πίστευε ότι έπρεπε να μάθουμε να προσφέρουμε σε αυτούς που δεν έχουν. Και ο ίδιος στη βιοτεχνία του, στους δέκα εργαζόμενους, είχε και τρεις με ειδικά προβλήματα. Πάντα έπαιρνε τέτοιους ανθρώπους κοντά του.

«Τα καλοκαίρια, όταν έκλειναν τα σχολεία και μέχρι να ξανανοίξουν, έκανα όλες τις δουλειές: καφετζής, σε ζαχαροπλαστείο, σερβιτόρος και πολλά άλλα» (Φωτογραφία: Bill Georgoussis).

– Θα εφαρμόζατε στο δικό σας παιδί κάποια από τις τακτικές του πατέρα σας;

Το κομμάτι της προσφοράς μού έχει γίνει βίωμα και ακόμα κι αν δεν το κάνω συνειδητά, σίγουρα κάποια πράγματα θα τα πάρει και το παιδί μου. Επίσης το ότι το καλοκαίρι θα μάθει να δουλεύει, δεν το συζητάω. Στο κομμάτι του καλύτερου σχολείου το κάνω ήδη. Και το ταξίδι θα του το δώσω, αλλά όχι στον ακραίο βαθμό που το έκανε ο πατέρας μου.

– Πότε πήρε μπροστά το δικό σας επιχειρηματικό δαιμόνιο;

Από την τρίτη λυκείου, που είχα μαζέψει κάποιες ημέρες δικαιολογημένων απουσιών, αντί να διαβάσω για τις πανελλαδικές, πήγα στην Ιταλία για να παραγγείλω μηχανήματα και να κάνω ένα πιο εξελιγμένο ξυλουργείο από αυτό που είχε ο πατέρας μου. Μέχρι τα 22 μου ασχολήθηκα με αυτό, κατάλαβα όμως ότι δεν ήθελα να συνεχίσω -είχε βρωμιά και κρύο τον χειμώνα, ζέστη και ταλαιπωρία το καλοκαίρι. Δεν υπήρχε κάτι να με συνεπάρει. Έτσι άφησα αυτή τη δουλειά και για ένα διάστημα δούλεψα ως πωλητής στην Coplam που κάνει κουφώματα, σπουδάζοντας παράλληλα Liberal Αrts στο School of Business Administration and Liberal Arts (SBALA) στη Θεσσαλονίκη.

«Το 2001 συμμετείχα σε μια εταιρεία που κατασκευάζει γήπεδα ποδοσφαίρου».

– Η «Παράλλαξη» πότε ήρθε στη ζωή σας; 

Όταν τελείωσα αυτές τις σπουδές ασχολήθηκα με το έντυπο «Παράλλαξη» και ιδρύσαμε με τους συνεργάτες μου την πρώτη σχολή τηλεόρασης και κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη. Ήμουν 24 ετών και ως τότε δεν είχα καμία επαφή με το αντικείμενο, αλλά μου άρεσε όλο αυτό. To Parallaxi Magazine ήταν τότε το free press περιοδικό της Θεσσαλονίκης και εγώ ασχολιόμουν με το εμπορικό κομμάτι. Κατέβαινα και στην Αθήνα και έτσι ξεκίνησε και η καριέρα μου σε διαφημιστικές εταιρείες. Αργότερα μπήκα μέτοχος στον Πολυχώρο Τέχνης & Πολιτισμού Μύλος και έκανα το Art House, μετά άρχισα να κάνω ταινίες, παραγωγές… και όλα πήραν τον δρόμο τους πολύ γρήγορα.

– Δεν σταματήσατε, όμως, εκεί… 

Το 2001 συμμετείχα σε μια εταιρεία που κατασκευάζει γήπεδα ποδοσφαίρου. Λίγο πριν την Ολυμπιάδα, κατέβηκα στην Αθήνα προσωρινά για μια τέτοια εγκατάσταση στη Βούλα κι από τότε έχουν περάσει 20 χρόνια και. Όταν έφυγα από τη Θεσσαλονίκη την «Παράλλαξη» την κράτησε ο συνέταιρός μου, κλείσαμε τη σχολή κι εγώ κράτησα την εταιρεία παραγωγής. Το 2005, αφού δεν είχα πια την «Παράλλαξη», αλλά ήταν κάτι που με «έτρωγε», αποφάσισα να κάνω το ελculture, ξεκινώντας ένα πολιτιστικό site, το οποίο είχε βασιστεί στην ομάδα που είχε συστήσει ο Ευάγγελος Βενιζέλος για την Πολιτιστική Ολυμπιάδα. Τότε είχε δημιουργηθεί το culture.gr, μόνο με αγγλικό περιεχόμενο για τους τουρίστες, το οποίο το έκλεισαν όταν τελείωσε η Ολυμπιάδα. Έτσι πήρα έτοιμη την ομάδα και άρχισα να κάνω αγγλικό και ελληνικό περιεχόμενο.

– Ηταν εύκολο το εγχείρημα; 

«Δεν ήταν καθόλου εύκολο εγχείρημα. Τα χρόνια εκείνα το διαδίκτυο δεν ήταν καθόλου διαδεδομένο. Μας έχει κοστίσει πολλή ενέργεια, χρόνο και χρήματα. Έβλεπα όμως μια προοπτική σε αυτό που με τα χρόνια με δικαίωσε. Επιπλέον ο πολιτισμός είναι κάτι που πάντα με συγκινούσε. Επιχειρώ σε έναν χώρο με μεγάλο ενδιαφέρον. Ειδικά στην Ελλάδα. Μπορεί να μην είναι ο εύκολος δρόμος αλλά σίγουρα είναι συναρπαστικός. Σήμερα το ελculture έχει καταφέρει να είναι ένα ανεξάρτητο και αξιόπιστο μέσο ενημέρωσης με μια δεμένη ομάδα συντελεστών. Είναι πραγματικά ένα εγχείρημα που αγαπάμε και είμαι περήφανος για αυτό.

«Η τηλεόραση στην Ελλάδα ήταν ένα πολύ άρρωστο πράγμα, και μιλάμε πάντα για την ιδιωτική».

– Πώς κρίνετε την ελληνική τηλεόραση;

Η τηλεόραση στην Ελλάδα ήταν ένα πολύ άρρωστο πράγμα, και μιλάμε πάντα για την ιδιωτική. Ήταν όλα λάθος, γιατί δημιουργήθηκε ένα Ελντοράντο όπου έστηναν επιχειρήσεις εκατομμυρίων χωρίς να παίρνουν άδειες. Στο πλαίσιο αυτό χτίστηκαν πολύ μεγάλες περιουσίες, από συστήματα που εξυπηρετούσαν την εκάστοτε εξουσία. Έπαιρναν μάλιστα συνεχώς δανεισμό που δεν δικαιούνταν από τράπεζες, τον οποίο κάποια στιγμή κληθήκαμε να τον πληρώσουμε όλοι μας. Σε όλο αυτό υπήρξαν και σοβαροί επιχειρηματίες που παρασύρθηκαν. Τώρα έχει εξορθολογιστεί το σύστημα, αλλά σύμφωνα με έρευνα, η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις όσον αφορά την ελευθερία του Τύπου. Δυστυχώς, δεν υπάρχει ανεξάρτητη φωνή.

– Η ψυχαγωγική ζώνη της τηλεόρασης είναι καλύτερη από ό,τι παλαιότερα;

Ναι, κάθε χρόνο γίνεται και καλύτερη. Επίσης θέλω να πω ότι αυτή τη στιγμή έχουμε μια χρυσή ευκαιρία, την οποία βοήθησε λίγο η κρίση και λίγο η πανδημία, να μεγαλώσει και το social impact του μέσου. Βλέπουμε διάφορες κοινωνικές δράσεις από τα μεγάλα κανάλια, που μέχρι τώρα τις υπηρετούσε μόνο η κρατική τηλεόραση.

– Έχετε αναλάβει την παραγωγή της εκπομπής οι «Επικίνδυνες» στην ΕΡΤ. Την είχατε προτείνει πριν βγει στην επιφάνεια το «me too» στη χώρα μας;

Ναι και είχαμε πάρει ήδη έγκριση τον Δεκέμβριο του 2020. Εξάλλου το #metoo ήταν μια τάση που βλέπαμε ότι δεν θα αργήσει να έρθει και στην Ελλάδα. Με αυτή τη σκέψη το σχεδιάσαμε με μια εξαιρετικά δημιουργική ομάδα. Αλλά, από την άλλη, ήταν και η τηλεόραση, η ΕΡΤ συγκεκριμένα, που το αντιλήφθηκε και είδε ότι ήταν ένα τεράστιο θέμα, πάνω στο οποίο έχει αξία να τοποθετηθεί.

«Μεγάλωσα σε ένα σπίτι με μητέρα, γιαγιά και δύο αδερφές και ίσως αυτό με έκανε να αγαπάω τόσο τις γυναίκες».

«Λόγω της τεχνολογίας, υπάρχει μια υπερσυγκέντρωση χρημάτων και δύναμης σε πολύ λίγους και δεν ξέρω αυτό πώς θα εξελιχθεί» (Φωτογραφία: Bill Georgoussis).

– Ποια είναι τα σημαντικότερα ζητήματα που θίγονται στην εκπομπή;

Η έμφυλη βία, η ισότητα, η θέση της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία, οι προκλήσεις και οι προβληματισμοί, γιατί το φεμινιστικό κίνημα -όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς- είναι το πιο δυναμικό κίνημα σε όλες τις κοινωνικές εκφάνσεις. Λειτουργεί δηλαδή σήμερα ως ομπρέλα και για άλλες μικρές ομάδες που προσπαθούν να βρουν τον χώρο τους.

– Εσείς προσωπικά έχετε βρεθεί μπροστά σε συμπεριφορές κατά των γυναικών ή κατά των μειονοτήτων;

Δεν έχω βρεθεί μπροστά σε ακραίες καταστάσεις. Λίγο-πολύ, ο περίγυρός μου θεωρεί αυτονόητο να σταθεί ενάντια σε τέτοιες συμπεριφορές όσον αφορά τις γυναίκες. Εξάλλου εγώ μεγάλωσα σε ένα σπίτι με μητέρα, γιαγιά και δύο αδερφές και ίσως αυτό με έκανε να αγαπάω τόσο τις γυναίκες. Όσον αφορά τις μειονότητες, κουβαλάω ένα «τραύμα». Όταν ήμουν μικρός δεν υπήρχαν τόσοι μετανάστες, αλλά υπήρχαν οι Ρομά. Μια μέρα ήμουν στο αυτοκίνητο με τον πατέρα μου κάπου στον Βαρδάρη και ήρθε ένα τσιγγανόπουλο για να καθαρίσει το παρμπρίζ. Πρέπει να ήμουν 15-16 χρονών τότε. Επειδή εκείνη τη στιγμή δεν ήθελα να το κάνει, του έβαλα τις φωνές. Θυμάμαι ότι ο πατέρας μου με πρόσβαλε τόσο πολύ, που δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Ντράπηκα αφάνταστα για τη συμπεριφορά μου. Από τότε αυτό αποτελεί έναν φάρο για μένα. Επίσης πήγα σε ένα πολυπολιτισμικό σχολείο, όπου έμαθα να συνυπάρχω με όλους.

– Έχετε κάποια ελπίδα για την κοινωνία που ζούμε; Πιστεύετε δηλαδή ότι τα θέματα δικαιοσύνης, ισότητας, αλληλεγγύης, έχουν μπει σε ένα δρόμο;

Πιστεύω ότι η ανθρωπότητα έχει κάνει πολλά άλματα προς έναν καλύτερο κόσμο, είμαι αισιόδοξος. Από την άλλη, λόγω της τεχνολογίας, υπάρχει μια υπερσυγκέντρωση χρημάτων και δύναμης σε πολύ λίγους και δεν ξέρω αυτό πώς θα εξελιχθεί -υπάρχει ένας κίνδυνος, όταν το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει το 78% του παγκόσμιου πλούτου!

 

Διαβάστε ακόμα: Γιώργος Πυρπασόπουλος. «Έχω δει κι εγώ άσχημες συμπεριφορές στο θέατρο»

 

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top