Ο Ρότα θα παραμείνει νοσταλγικά προσκολλημένος στην ιδέα του αστικού salon ακόμα κι όταν εγκαταστάθηκε στη Ρώμη (Φωτογραφία: amazonaws.com).

Στα 11 του χρόνια είχε συνθέσει ήδη το πρώτο του ορατόριο, το L’infanzia di San Giovanni Battista. Ο Giovanni Rota Rinaldi, γνωστότερος ως Nino Rota, ήταν ένα παιδί-θαύμα που γεννήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου του 1911 στο Μιλάνο. Καταγόταν από μια οικογένεια μελομανών: Ο παππούς από πλευράς της μητέρας του Giovanni Rinaldi υπήρξε σημαντικός συνθέτης και φίλος του Βέρντι, ενώ η κόρη του Ernesta θυσίασε την καριέρα της ως πιανίστρια για να αφιερωθεί στην καλλιέργεια του ταλέντου του μοναχογιού της.

Το σπίτι τους ήταν ένα από τα σημαντικότερα μουσικά σαλόνια του Μιλάνου, ένας κύκλος αποτελούμενος από σπουδαίους καλλιτέχνες, συγγραφείς και συνθέτες (Toscanini, D’Annunzio, Savinio, Puccini…). Έχοντας μεγαλώσει σ’ αυτό το ρετρό περιβάλλον, ο Ρότα θα παραμείνει νοσταλγικά προσκολλημένος στην ιδέα του αστικού salon ακόμα κι όταν εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όπου σύχναζε σ’ αυτό των Cecchi. Αλλά του αρέσει να παίζει μ’ αυτήν την «αναχρονιστική» εκπαίδευση, χρησιμοποιώντας στα έργα του λαϊκά τραγούδια, χορούς, φανφάρες και μουσική για τσίρκο.

Η γνωριμία του με τον Aaron Copland του ανοίγει νέους ορίζοντες: το σινεμά, την κάντρι, τη μουσική του Γκέρσουιν, του Κόουλ Πόρτερ, του Ίρβιν Μπερλίν.

Πρώτα πηγαίνει στο Conservatoire του Μιλάνου και μετά συνεχίζει στην Accademia di Santa Cecilia της Ρώμης. Παρακολουθεί τα μαθήματα του μέγα Alfredo Casella, του οποίου οι προοδευτικές απόψεις περί σύνθεσης θα τον επηρεάσουν πολύ. Χάρη στον Αρτούρο Τοσκανίνι, παίρνει υποτροφία για το Ινστιτούτο Curtis της Φιλαδέλφειας των ΗΠΑ. Η γνωριμία του με τον Aaron Copland του ανοίγει νέους ορίζοντες: το σινεμά, την κάντρι, τη μουσική του Γκέρσουιν, του Κόουλ Πόρτερ, του Ίρβιν Μπερλίν. Γυρνώντας στο Μιλάνο, ολοκληρώνει τις σπουδές του στη Λογοτεχνία και κάνει το διδακτορικό του πάνω στις Τεχνικές και αισθητικές όψεις της ιταλικής Αναγέννησης.

Η μουσική που έγραψε για το  La Strada (1954), συνοψίζει τέλεια το συμφωνικό ύφος του Ρότα.

Απρόσμενα, το 1937, γίνεται καθηγητής στο Μουσικό Λύκειο του Τάραντα και δύο χρόνια αργότερα στο Conservatoire του Μπάρι, το οποίο και θα διευθύνει από το 1950 και μετά. Μεταξύ των μαθητών του, ο Ρικάρντο Μούτι. Όλη αυτή η εμπειρία θα φανεί πολύ χρήσιμη στον Ρότα, αφού έχει τους σπουδαστές του να εκτελούν τα έργα του για πιάνο και τις μουσικές δωματίου που συνθέτει. Η «μεγάλη οικογένεια» του Conservatoire Piccinni, με το οποίο θα παραμείνει συνδεδεμένος μια ολόκληρη ζωή, του προσφέρει τις βέλτιστες συνθήκες εργασίας. Χώρια ότι έχει τη δυνατότητα να προσκαλεί τους καλύτερους μουσικούς του καιρού του ή να στηρίζει οικονομικά τους πιο ταλαντούχους μαθητές του.

Επί 28 χρόνια και ώς το θάνατό του, ο Νίνο Ρότα θα συνθέσει ή θα επιλέξει τη μουσική για σχεδόν όλες τις ταινίες του Φελίνι.

Χάρη στον Emilio Cecchi, καλλιτεχνικό διευθυντή της Cines, αναλαμβάνει να γράψει τη μουσική για το Treno popolare του Raffaello Matarazzo. Η πρόδρομη νεορεαλιστική αυτή ταινία γνωρίζει παταγώδη αποτυχία και ο Ρότα μένει μακριά από το χώρο για καμιά 10αριά χρόνια. Περιορίζεται να συνθέτει για το θέατρο και τις αίθουσες συναυλιών. Επιστρέφει στον κινηματογράφο όταν ο Guido M. Gatti τον καλεί στη Lux Film, εταιρεία παραγωγής στην οποία εργάζεται χωρίς διακοπή από το 1942 ώς το 1962, συνεργαζόμενος με τον Αλμπέρτο Λατουάντα, τον Λουίτζι Κομεντσίνι και, κυρίως, τον Φεντερίκο Φελίνι.

Ο Λευκός Σεΐχης (1951), η πρώτη ταινία που σκηνοθέτησε εξ ολοκλήρου ο Φελίνι με τον ανεπανάληπτο Αλμπέρτο Σόρντι, αποτελεί την αφετηρία της μακράς, γόνιμης και αρμονικής συνεργασίας τους, η οποία παρέμεινε μυθική στην ιστορία του σινεμά, ανάλογη εκείνης του Χέρμαν και του Χίτσκοκ ή του Χένρι Μαντσίνι και του Μπλέικ Έντουαρντς. Επί 28 χρόνια και ώς το θάνατό του, ο Νίνο Ρότα θα συνθέσει ή θα επιλέξει τη μουσική για σχεδόν όλες τις ταινίες του μετρ. Υπήρξε η «colonna sonora» του. Η μουσική του λες και είναι φτιαγμένη για το σύμπαν του Φελίνι, καθώς υπογραμμίζει την ποιητική διάσταση του έργου του.

Με τον Φεντερίκο Φελίνι και την Βαλέρια Φεράν (Φωτογραφία: shutterstock).

Περιέργως, ο Νίνο Ρότα αδιαφορούσε πλήρως για τον κινηματογράφο. Ο ίδιος δήλωσε μια μέρα πως, εκτός απ’ τις δικές του, δεν έχει δει ούτε μια ταινία! Ο δε Φελίνι τσατιζόταν από την έλλειψη ενδιαφέροντος του φίλου του: «Κάθε φορά που ο Νίνο παρίσταται σε μια προβολή, τον παίρνει ο ύπνος». Και «Όταν τον ρώταγα τι μελωδίες είχε στο μυαλό του για την άλφα ή δείνα σεκάνς, αντιλαμβανόμουν ότι οι εικόνες δεν τον αφορούσαν. Ο κόσμος του ήταν εσωτερικός και η πραγματικότητα δεν είχε τρόπο να εισέλθει». Ή «Ήταν κάποιος που είχε τη σπάνια αρετή να ανήκει στον κόσμο της διαίσθησης. Όπως κάνουν τα παιδιά, οι απλοϊκοί άνθρωποι, οι ευαίσθητοι, οι αθώοι, έλεγε ξαφνικά πράγματα εκθαμβωτικά. Όταν εμφανιζόταν, το στρες χανόταν, όλα γίνονταν μια γιορτή, η ταινία έμπαινε σε μια χαρούμενη φάση, ήρεμη, φανταστική, αποκτούσε νέα ζωή». Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ρότα ενδιαφερόταν ιδιαιτέρως για τον πνευματισμό και γούσταρε πολύ τα κινούμενα τραπεζάκια.

Αυτό που ξεχωρίζει τον Νίνο Ρότα είναι ότι δημιούργησε αληθινά ηχητικά ντεκόρ.

Και ο Ρότα για τον Φελίνι: «Μου δίνει πολύ συγκεκριμένες οδηγίες, ενίοτε τελείως αντιφατικές. Του στυλ: ένα χαρούμενο μοτίβο, αλλά μελαγχολικό ταυτόχρονα, ένα άλλο που ακούγεται ντεμοντέ και μοντέρνο συνάμα. Μια μέρα, μου ζήτησε κάτι που φέρνει στο νου το άρωμα της ανάμνησης ενός τσίρκου. Ο Φελίνι -εξηγούσε- κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων χρησιμοποιεί μια προϋπάρχουσα μουσική για να δώσει ρυθμό στη σκηνή του. Όταν η ταινία τελειώνει έχει συνηθίσει τη μουσική και θέλει να την κρατήσει. Εγώ συμφωνώ, του λέω πως είναι καταπληκτική, ακόμα κι όταν είναι τελείως κιτς. Μετά αρχίζω να παίζω κάποιες νότες στο πιάνο. Με ρωτάει “Τι είναι αυτό;” “Τι; του λέω. Το ποιο;” “Αυτό που έπαιξες μόλις τώρα”, “Α, ναι; Δεν ξέρω. Δεν θυμάμαι”. Και συνεχίζω να παίζω. Αυτό μπορεί να τραβήξει ολόκληρη μέρα». Ο Φεντερίκο σκηνοθέτησε ακόμα 4 ταινίες μετά το θάνατό του Ρότα. «Είχα τρεις τέλειους συνεργάτες: τον Βέρντι, τον Ροσίνι και τον Μπελίνι. Αλλά κανένας τους δεν συγκρινόταν με τον Νίνο».

Θα πάρει το Όσκαρ το 1975 για τον Νονό 2, το πρώτο για Ιταλό συνθέτη.

Αυτό που ξεχωρίζει τον Νίνο Ρότα είναι ότι δημιούργησε αληθινά ηχητικά ντεκόρ. Η μουσική του δεν είναι ένα απλό ακομπανιαμέντο δραματικών στιγμών και συγκινήσεων. Μπόρεσε να βρει ένα πρωτότυπο ύφος που αφήνει χώρο στη μελωδία και τον αυθορμητισμό. Ωστόσο, όπως κι ο Astor Piazzolla, δυσκολεύεται όταν έχει να κάνει με ιστορικές τοιχογραφίες, όπως το Πόλεμος και Ειρήνη του Βιντόρ (1956) ή το Βατερλώ του Μπόνταρτσουκ (1970), όπου η αναγκαιότητα να παρακολουθείς τη δράση είναι εντονότερη.

Η μουσική που έγραψε για το  La Strada (1954), συνοψίζει τέλεια το συμφωνικό ύφος του Ρότα. Με τις Νύχτες της Καμπίρια ή τη Dolce Vita αποδεικνύει περίτρανα ότι κουμαντάρει τέλεια τον αυτοσχεδιασμό και τις τζαζίστικες ενορχηστρώσεις. Το La Passerella d’Addio που γράφει για το 81/2 είναι αναμφίβολα η διασημότερη μουσική του, ονειρική και φαντασμαγορική. Αλλά στα τέλη των ‘60s, τα soundtracks για τις ταινίες του Φελίνι γίνονται πιο αφαιρετικά και πιο σύνθετα, όπως στο Σατυρικό (1969), όπου κρουστά, φωνές και ρυθμοί από Αφρική και Ασία πόρρω απέχουν των συμφωνικών φραμπαλάδων ενός χολιγουντιανού Μπεν Χουρ ή Κβο Βάντις. Ακολουθεί τον ίδιο μουσικό δρόμο στο Ρόμα (1972), με το παραληρηματικό εκκλησιαστικό ντεφιλέ. Γενικά, οι μουσικές του επενδύσεις για το φελινικό σύμπαν παραπέμπουν στο βαριετέ και το σουίνγκ, καλλιεργώντας μια μορφή χιούμορ και αφέλειας που συγγενεύει με εκείνο του Ζακ Τατί.

Φίλος του Στραβίνσκι και του Ραβέλ, στα ‘50s γράφει το γνωστότερο έργο του καταλόγου του, το Il cappello di paglia di Firenze.

Συνεργάζεται και μ’ άλλους σκηνοθέτες. Τον Έντουαρντ Ντμίτρικ, τον Μάριο Μονιτσέλι, τον Φράνκο Τζεφιρέλι, τον Ρενέ Κλεμάν, τον Τέρενς Γιανγκ. Τη δεκαετία του ’60, συνθέτει για τον Βισκόντι στο Ο Ρόκο και τ’ αδέλφια του, το Senso και τον Γατόπαρδο. Στον Γατόπαρδο, για παράδειγμα, συνθέτει ολόκληρη σειρά από βαλς και λυρικά θέματα που έλκουν τις καταβολές τους από τη μεγάλη παράδοση της ρομαντικής όπερας αλλά και του ιταλικού βερισμού που πάει από τον Μπελίνι στον Μασκάνι.

Η ενασχόλησή του με τον κινηματογράφο δεν σημαίνει ότι σταματάει να συνθέτει. Φίλος του Στραβίνσκι και του Ραβέλ, στα ‘50s γράφει το γνωστότερο έργο του καταλόγου του, το Il cappello di paglia di Firenze, το οποίο η κριτική θεωρεί ως τη μοναδική opera buffa του 20ου αι. Ακολουθούν τα I due timidi, La Notte di un Nevrastenico, L’Imprésario de Smyrne, το οποίο σκηνοθέτησε ο Λουκίνο Βισκόντι στο La Fenice το 1957, και το Lo scoiattolo in gamba, ένα μονόπρακτο παραμύθι αφιερωμένο στην παιδική ηλικία, ένα προσφιλές σύμπαν στον Ρότα.

Τη δεκαετία του ’60, οι κριτικοί διχάζονται σε υπέρ και κατά. Αιτία η ταινία Napoli milionaria του Eduardo De Filippo. Η παρτιτούρα του Ρότα κακολογήθηκε τα μάλα λόγω των γλωσσικών της επιλογών και του ποτ πουρί από ετερόκλητα στυλ. Αντίθετα, το κοινό ομόφωνα το λάτρεψε. Και ο Μορίς Μπεζάρ συνεργάζεται με τον Ρότα για τα μπαλέτα Le Molière imaginaire και Amor di Poet.

Στον Γατόπαρδο συνθέτει ολόκληρη σειρά από βαλς και λυρικά θέματα που έλκουν τις καταβολές τους από τη μεγάλη παράδοση της ρομαντικής όπερας.

Ακολουθεί ένα Όσκαρ το 1975 για τον Νονό 2 του Κόπολα, το πρώτο για Ιταλό συνθέτη, και η καθαγίαση με το Amarcord, τον Καζανόβα και την Prova d’orchestra, τελευταία συνεργασία του με τον Φελίνι. Στον Νονό, ο Ρότα καταφέρνει να ενσωματώσει το σιτσιλιάνικο φολκλόρ σε μια χολιγουντιανή υπερπαραγωγή, με τρόπο κομψό, τραγικό και νοσταλγικό, μπαίνοντας στο πάνθεον των μύθων.

Γράφει μουσική που παντρεύει το γκροτέσκο με το παράλογο, το χιούμορ με την ευαισθησία, τη μελαγχολία μαζί με μπόλικη ανθρωπιά.

Ο Νίνο Ρότα έγραψε 170 soundtracks για τον κινηματογράφο.

Κάθε έργο του Νίνο Ρότα διαθέτει διαφάνεια, μια γαλήνη, μια ελαφρότητα, μια απολαυστική τρυφερότητα. Αυτό που αρθρώνει η μουσική του είναι η συμπύκνωση του συναισθήματος μέσω μιας σοφίας στη δομή απολύτως αναπάντεχης. Είναι μια μουσική που παντρεύει το γκροτέσκο με το παράλογο, το χιούμορ με την ευαισθησία, τη μελαγχολία μαζί με μπόλικη ανθρωπιά. Καλλιγραφίες βαθύτατου λυρισμού. Τα έργα του μαρτυρούν τη μοναδική ικανότητά του να αφηγείται ιστορίες χωρίς ηθοποιούς, πάνω σε γεγονότα που δεν έλαβαν ποτέ χώρα, μέσω ηχητικών εικόνων. Ένας ύμνος στην παράξενη ποίηση του παιχνιδιού, ένα εύθυμο καρουσέλ.

Για νά ‘χουμε μια τάξη μεγέθους: Ο Νίνο Ρότα έγραψε 170 soundtracks για τον κινηματογράφο. Σ’ αυτά πρέπει να προσθέσουμε 4 συμφωνίες, 11 όπερες, 9 κονσέρτα, 23 μπαλέτα και πάμπολλες μουσικές δωματίου. Όπερ σημαίνει 3 παρτιτούρες το χρόνο επί 46, και 10 με 13 την πιο παραγωγική του δεκαετία, ήτοι 1940-1950. «Ομολογώ πως ανέκαθεν ήμουν μεγαλομανής. Τα πρώτα έργα που συνέθεσα για πιάνο ήταν φτιαγμένα για τέσσερα χέρια».

Έχουν περάσει πάνω από 30 χρόνια και η μουσική του εξακολουθεί να χαϊδεύει τ’ αφτιά μας, αποδεικνύοντας τη μοντερνικότητά της. Ξανακούγοντας Νίνο Ρότα σήμερα, νιώθεις πως σκαλίζεις τις αναμνήσεις σου, μοιάζει με κρυφτούλι γεμάτο εκπλήξεις. Νομίζεις πως αναγνωρίζεις κάτι που σου είναι οικείο και να  που ανακαλύπτεις ένα σωρό άλλες πλευρές, νέα φωτεινά μονοπάτια.

Πολυβραβευμένος από Ιταλούς, Άγγλους και Αμερικανούς, ο Νίνο Ρότα πεθαίνει στις 10 Απριλίου του 1979 στη Ρώμη, προτού προλάβει να γράψει τη μουσική για την Πόλη των Γυναικών. Αφήνει πίσω μια κόρη, καρπό της σχέσης του με την πιανίστρια Magda Longari. Ο Φελίνι, στη συγκινητική νεκρολογία του για τον «μαγικό του φίλο», φροντίζει να υπενθυμίσει την εκπληκτική συνεργασία τους. Η αξία του Ρότα, έγραφε, «ήταν η γεωμετρική φαντασία του, ένα μουσικό όραμα ενίοτε επουράνιο». Και στην κηδεία του Φελίνι, η Τζουλιέτα Μασίνα ζητά από τον φίλο τους τρομπετίστα Mauro Maur να παίξει το Improvviso dell’angelo του Ρότα από το La Strada στη βασιλική Santa Maria degli Angeli e dei Martiri.

 

Διαβάστε ακόμα: Η ελληνική ζωή του Όσκαρ Ουάιλντ.

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top