Το σημαδιακό έτος 1974 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Εστία ένα μυθιστόρημα με τίτλο Ρωμανός Δ΄ Διογένης, ένα από τα πολλά μυθιστορήματα του δημοσιογράφου Κώστα Κυριαζή, διευθυντή της εφημερίδας Έθνος, που ήταν όλα εμπνευσμένα από το Βυζάντιο, και που έτυχαν (όλα) θερμής υποδοχής από το κοινό, κι έγιναν, μαθαίνω, μπεστ σέλερ.
Το συγκεκριμένο πήγε τόσο καλά, ώστε έγινε τηλεοπτική σειρά για την ΥΕΝΕΔ κατά το 1977, από τον καθ’ ύλην αρμόδιο συγγραφέα και σκηνοθέτη Νίκο Φώσκολο, που του έδωσε τον εξόχως δραματικό τίτλο Πορφύρα και αίμα, και τον εξίσου δραματικό υπότιτλο: Μια δραματική επιστροφή στο Βυζάντιο.
Ο Φώσκολος ήταν επιρρεπής στην υπερβολή, αλλά η ιστορία που τώρα ανέλαβε να αφηγηθεί (σε 54 επεισόδια) δεν χρειαζόταν ιδιαίτερες παρεμβάσεις, καθότι ήταν δραματική από μόνη της, με τρόπο που θυμίζει την αθάνατη φράση του Έντγκαρ Άλαν Πόε: Truth is stranger than fiction. Ο Ρωμανός Διογένης ζούσε ένα δράμα εξαρχής.
Ο γενναίος αυτός στρατιώτης, που φύλασσε τα σύνορα του Βυζαντίου, βρέθηκε στο επίκεντρο της Ιστορίας κατά το έτος 1067, όταν τον κατηγόρησαν ότι σχεδίαζε να σφετεριστεί τον θρόνο, μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ι΄ Δούκα.
Δεν ξέρω κατά πόσον ίσχυαν οι κατηγορίες, αλλά γεγονός είναι ότι η ιστορία του Ρωμανού θα τελείωνε άδοξα, αν δεν τον συγχωρούσε η ίδια η χήρα του Κωνσταντίνου, η αυτοκράτειρα Ευδοκία, η οποία, επιπλέον, άλειψε βούτυρο στο ψωμί του Φώσκολου, και στο δικό μου, ζητώντας από τον Ρωμανό να την παντρευτεί: το σήριαλ ήταν μονόδρομος.
Η Ευδοκία πάτησε έτσι τον όρκο της, να μην ξαναπαντρευτεί ποτέ, προκαλώντας την οργή των παιδιών της, αλλά και του συγγραφέα και πολιτικού Μιχαήλ Ψελλού, που τον υποδύεται στο σήριαλ ο Δημήτρης Μυράτ, ανιψιός της ντίβας Μαρίκας Κοτοπούλη, της ερωμένης του Ίωνος Δραγούμη, του γυναικάδελφου του Παύλου Μελά – και λοιπά και λοιπά, που θα σας τα πω όλα, αλλά με ρέγουλα.
Το 1918, για παράδειγμα, ο μικρούλης Μυράτ πέτυχε τη θεία του στο πάτωμα, να τρυπιέται για να πάρει μορφίνη, κι εκείνη χαμογέλασε (δραματικά), και είπε τ’ ακόλουθα λόγια, από την Ιφιγένεια του Γκαίτε: Μη χλευάζεις! / Καθένας τον ήρωά του να διαλέξει / πρέπει. / Κι’ αυτόν ν’ ακολουθεί – / να βρει τον δρόμο / που πάει στον Όλυμπο.
Έτσι πάει, γι’ αυτό προτείνω να ακούσουμε τη Μαρίκα, και να περιορίσουμε τους χλευασμούς, ειδικά για τον άμοιρο (και μοιραίο, αλίμονο) Ρωμανό, που όλοι οι δρόμοι τον οδηγούσαν στην Ανατολή, σε εκστρατείες κατά των Σελτζούκων, με έναν διαλυμένο στρατό, που κατάφερνε επί τριετία να τον διοικεί επιτυχώς. Μετά δεν τα κατάφερε.
Στο σήριαλ, παρεμπιπτόντως, τον Ρωμανό τον υποδύεται ο Νίκος Βασταρδής, ο οποίος συμμετείχε σε μια ταινία που γυρίστηκε κατά το 1973, υπό την εποπτεία του δικτάτορα Παπαδόπουλου (φανατικού αναγνώστη και των βιβλίων του Κυριαζή), και προβλήθηκε κατά το 1974, επί Ιωαννίδη, και είχε βέβαια τον τίτλο: Παύλος Μελάς.
Σε σχέση με τον Παύλο, η μοίρα του Ρωμανού ήταν πολύ πιο τραγική, ειρωνική, σχεδόν μίζερη, και δεν εννοώ το σήριαλ (μη χλευάζετε!), αλλά την προδοσία από τον Ανδρόνικο Δούκα, ανιψιό του μακαρίτη αυτοκράτορα, γιο του Καίσαρα Ιωάννη Δούκα, τον οποίο θα δούμε σε λίγες αράδες να παίρνει μιαν ανέντιμη και βάρβαρη εκδίκηση.
Προς το παρόν, ο Ανδρόνικος απέσυρε 30.000 άνδρες κι εγκατέλειψε τον Ρωμανό στο πεδίο της μάχης, και όχι οποιασδήποτε, παρά της μάχης που σήμανε την αρχή ενός μεγάλου κακού: Μαντζικέρτ, 26 Αυγούστου 1071. Τα μύρια κακά ήταν ήδη στον δρόμο.
Ο Ρωμανός αντιστάθηκε μέχρι το σούρουπο, ώσπου τον γκρέμισαν απ’ το άλογο, και είδε από πάνω του τον σουλτάνο Αλπ Αρσλάν, όνομα που θα πει Ηρωικό Λιοντάρι, σαν το λιοντάρι Ασλάν, τον βασιλιά της Νάρνια, η φωνή του οποίου, στην ομώνυμη ταινία, ανήκει στον ηθοποιό Λίαμ Νίσον, που υποδύθηκε κάποτε και τον Μάικλ Κόλινς, που τον σκότωσαν οι συμπατριώτες του, ένα πρωί τ’ Αυγούστου, το έτος 1922. Μάλιστα.
Στο Μαντζικέρτ ο Αρσλάν πάτησε απαλά τον Ρωμανό στον λαιμό, μια συμβολική κίνηση για τον θρίαμβο, και μετά τον φιλοξένησε με τιμές βασιλιά για οχτώ μέρες, όσες χρειάστηκαν οι Δούκες για να τον ανατρέψουν πραξικοπηματικά. Στη σύγκρουση που ακολούθησε, σε έναν εμφύλιο, ο Ρωμανός ηττήθηκε και διέφυγε στα Άδανα, μόνο που ο Καίσαρ Ιωάννης Δούκας τον καταδίωξε, πολιόρκησε την πόλη, και υποσχέθηκε να του χαρίσει τη ζωή, αρκεί να αποσυρόταν σε μοναστήρι. Ο Ρωμανός (ο αφελής) δέχτηκε.
Αντί χάριτος, ο Καίσαρ Ιωάννης πέταξε τον Ρωμανό στον ιππόδρομο, τον Ιούνιο του 1072, και ανέθεσε σε έναν Εβραίο δήμιο να του βγάλει τα μάτια. Κι επειδή ο δήμιος ήταν αρχάριος, χρειάστηκαν τρεις απόπειρες ώσπου να γίνει η δουλειά. Τόση ήταν η αγριότητα, και τόσος ο σπαραγμός του έκπτωτου μονάρχη, ώστε το πλήθος ξέσπασε σε λυγμούς. Μετά το μαρτύριο, ο αόμματος αυτοκράτορας εξορίστηκε στη νήσο Πρώτη, στον Μαρμαρά, όπου και υπέκυψε στα τραύματά του. Η Ευδοκία τον κήδεψε με τιμές.
Νωρίτερα, όσο ήταν στα Άδανα, ο Ρωμανός έκανε και το χρέος του, στέλνοντας στον σουλτάνο Αρσλάν 1.500.000 χρυσά νομίσματα για την απελευθέρωσή του: «Ως αυτοκράτορας υποσχέθηκα να πληρώσω τα λύτρα. Τώρα δεν είμαι αυτοκράτορας, αλλά είμαι υποχρεωμένος να σας τα στείλω, από ευγνωμοσύνη για την καλοσύνη σας».
Ίσως ήταν τα νομίσματα που είχε κόψει ο Ρωμανός, με το πορτρέτο του στη μιαν όψη, και στην άλλη την εικόνα της Παναγιάς. Ποιος ξέρει; Το σήριαλ, πάντως, τελειώνει εδώ, μ’ έναν ψίθυρο: ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν… Δεν αποκλείεται να μιλώ για μιαν οικουμενική συμφιλίωση.
Διαβάστε ακόμα: Ο αδέσποτος δεσπότης Νικόδημος Μυλωνάς.