Ας αντιγράψω, πρώτα, μερικούς στίχους: Γέροντας πια και πρώην καπνιστής / μονάχος με τα γένια του στο άκαρπο το ύψος περπατώντας / από νέφη σε νέφη, το ανθρώπινο, τι δρόμος, / με μικρούτσικα βήματα κωμικά και ξεβίδωτα / στην αλύπητη μουσική τους ακούγοντας / τα φτηνά του τα ξύλινα συρτοπάπουτσα / ο Βαρβαρόσσας το συνήθιζε να λέει: Με συγχωρείτε, / τι να κάνω, οι αισθήσεις με πάνε στις αισθήσεις.
Έτσι αρχίζει το ποίημα του Νίκου Καρούζου με τίτλο «Ο μειλίχιος τρόπος του Βαρβαρόσσα», από το βιβλίο Χορταριασμένα χάσματα, του 1974.
Κι έτσι τελειώνει: Από κει μέσα έβγαιν’ όλος ανακούφιση / και λένε τα κιτάπια πως μια μέρα του έαρος / δυο-τρεις νεράιδες πάμφωτες τον έριξαν σε δέκα παραδείσους / όπως τους είδε φλογερά σε σμαλτωμένην άβυσσο / με στραβοκάνες νύχτες πλαγιασμένος ο Προφήτης / όταν η μια τα χείλη της ανάβοντας του κράζει: «Χαϊρεντίν, η τρικυμία είναι τ’ άνθισμα της θάλασσας» / κι ο δύστυχος αποκοιμήθη.
Τον έλεγαν Χιζίρ Ρέις, και γεννήθηκε, ως γνωστόν, στη Μυτιλήνη, το έτος 1466, από Ελληνίδα μητέρα και πατέρα Τούρκο, ενδεχομένως Γενίτσαρο. Ώστε ο Χιζίρ ήταν διγενής, αλλά, αντίθετα από τον Βασίλειο (Διγενή), προτίμησε την πίστη του πατέρα του, και πήγε στο Αλγέρι, όπου εντάχθηκε στο πειρατικό τσούρμο του αδελφού του, Ορούτς.
Αλλά ο Χιζίρ, που τον φώναζαν από μικρό Χαϊρεντίν, ήταν γεννημένος αρχηγός, προικισμένος με πολεμική ιδιοφυΐα και χαρισματική προσωπικότητα, είτε από τη μοίρα, είτε από το «κόκκινο γονίδιο», που κάποτε έλεγαν ότι μεταλλάσσεται με τη συννεφιά.
Μέχρι το έτος 1520 ο Χαϊρεντίν είχε γίνει καπετάνιος, είχε συγκροτήσει δικό του στόλο, και είχε διαπρέψει στις συγκρούσεις με Ιταλούς και Ισπανούς, εξασφαλίζοντας το όνομα «Μπαρμπαρόσα», όρος περιγραφικός (ο άνθρωπος ήταν κοκκινοτρίχης), αλλά και αξιολογικός, που παραπέμπει στο προαναφερθέν κόκκινο γονίδιο, σε κάτι υπερφυσικό.
Το άλλο παρωνύμιό του ο Μπαρμπαρόσα το εξασφάλισε ανάμεσα στις επιδρομές, τον καιρό που έμεινε στην Τζέρμπα και είχε ως ορμητήριο την Τύνιδα, όπου ίδρυσε μιαν ουτοπία, ένα δικό του σύμπαν, εξ ου οι χρονικογράφοι τον είπαν: «Βασιλιά Πειρατή».
Γεγονός είναι, όμως, ότι ο Μπαρμπαρόσα, όπως οι περισσότεροι, μπορεί και όλοι οι παράνομοι, ένα όνειρο είχε, τη νομιμοποίηση. Γι’ αυτό παραχώρησε το πειρατικό του βασίλειο στον Οθωμανό σουλτάνο Σελίμ Α΄, κι έθεσε το τσούρμο του στην υπηρεσία της Υψηλής Πύλης, αναλαμβάνοντας να παρενοχλεί (to say the least) τα χριστιανικά καράβια στη Μεσόγειο, και να χτυπά (ως συνήθως) τους στόλους των Ισπανών και των Ενετών.
Μετά τη ναυμαχία του 1531, ενάντια στον Αντρέα Ντόρια, ο Χαϊρεντίν έγινε Καπουδάν Πασάς, τουτέστιν ναύαρχος και διοικητής σε Αλγερία και Αιγαίο, και το γιόρτασε εισβάλλοντας στις ενετικές κτήσεις Ίο, Κύθνο, Νάξο, Σκιάθο, Σκύρο, Τήνο, Άνδρο και Κάρπαθο, προκαλώντας έναν όλεθρο που δεν χρειάζεται να τον αφηγηθώ λεπτομερώς. Ας πούμε ότι ήταν η μάστιγα του Αλλάχ.
Το 1538, ο γενναίος Ντόρια, κακός δαίμονας του Χαϊρεντίν, τον αναγκάζει να αποσυρθεί στη Λευκάδα και κάπως να περιορίσει τη δράση του, όχι όμως και να την αναστείλει – ακριβέστερα: όχι ακόμη.
Η τελευταία εξόρμηση του Μπαρμπαρόσα γίνεται το 1543, σε συνεργασία με τον γαλλικό στόλο, γεγονός που του επιτρέπει να καταφύγει (και να συνταξιοδοτηθεί) στην Τουλόν, και να γίνει θρύλος σε όλη την Ευρώπη. Αυτή την εποχή πρέπει να ζωγράφισαν και το πορτρέτο του, που το είδα στο Μουσείο του Λούβρου πριν από τριάντα χρόνια.
Προς το τέλος του βίου, καίτοι δεν πιστεύω ότι ήθελε να εξιλεωθεί για οτιδήποτε, ο Χαϊρεντίν το έριξε στις φιλανθρωπίες, ενώ έχτισε κι ένα ιεροδιδασκαλείο κι ένα τζαμί στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί βρίσκεται μέχρι σήμερα το μαυσωλείο του, στο Ναυτικό Μουσείο της Πόλης, όπως κι ο ανδριάντας του, ένα άγαλμα δίχως βλέμμα.
Αλλά το πιο κρίσιμο και ζωτικό λείψανο, η πραγματική κληρονομιά του πειρατή, είναι η αφήγηση που μας άφησε, διά χειρός του Σεγίντ Μουραντί, ενός πειρατή ποιητή, ο οποίος είχε το καλό γούστο να καταγράψει τις περιπέτειες του Μπαρμπαρόσα σε δύο χρονικά, και σε στίχο και σε πεζό, εν πολλοίς καθ’ υπαγόρευση του ίδιου του βασιλιά.
Εξάλλου, ο Χαϊρεντίν μιλούσε πέντε γλώσσες, αγαπούσε τη μουσική, και είχε ένα χιούμορ αντιστρόφως ανάλογο της δράσης του – εννοώ ότι το χιούμορ του ήταν λεπτό.
Αν προσθέσουμε σε αυτά και την έφεσή του στον έρωτα, αν θυμηθούμε ότι, στα πενήντα τόσα χρόνια του, δεν δίστασε να απαγάγει την αρχόντισσα Μαρία ντι Γκαετάνο και να την παντρευτεί, θα συμφωνήσουμε ότι ήταν ο ιδανικός ήρωας ενός πικαρικού και πειρατικού μυθιστορήματος – και ο ιδανικός (κυρίως) αφηγητής του.
Η αγωνία αυτού του ανθρώπου να βρει ένα νόημα, να το αποδώσει σε όσα έζησε, εκφράζεται με τα παρακάτω λόγια, που αισθάνομαι ότι απευθύνονται σε εμένα, δηλαδή στον φίλο αναγνώστη, προσωπικά.
Ακούστε: «Για εμάς δεν υπάρχει τίποτε πια στην οικουμένη που δεν το έχουμε ακούσει. Επιθυμία μας είναι ν’ αφήσουμε κάτι στον απατηλό κόσμο για να προσεύχονται για εμάς τα εγγόνια μας. Έτσι είναι γραμμένο: “Άνδρας είν’ αυτός που στον κόσμο ένα έργο αφήνει. Κι όποιος τίποτε δεν αφήνει, έχει ανέμους να φυσούν στη θέση του”. Γράψε πεζά μα και σε στίχο όσα είπα. Σε τούτο τον κόσμο, μετά τους αγώνες μας, ν’ αφήσουμε ένα βιβλίο πριν φύγουμε».
Διαβάστε ακόμα: Ο ιππότης ποιητής Λορέντζος Μαβίλης.