«Πονήρεψαν οι μητροπολίτες. Επικοινωνιακά δεν είναι τόσο αγαθιάρηδες όσο ήταν παλαιότερα» (Φωτογραφία: Sooc).

Υπάρχουν αυτοί που τον θεωρούν «κόκκινο πανί» πριν καν ανοίξει το στόμα του. Είναι τόσο σίγουροι πως αυτό που θα πει θα είναι σφόδρα αντίθετο με τις δικές τους απόψεις. Υπάρχουμε κι εμείς που θεωρούμε πως άνθρωποι σαν τον Πέτρο Τατσόπουλο πρέπει να υπάρχουν. Όχι μόνο για να ανάβουν τα αίματα, αλλά και για μας υπενθυμίζουν πως το δικαίωμα στην άποψη είναι μέρος της δημοκρατικής συνθήκης.

Προσωπικά παρακολουθώ τη συγγραφική του πορεία από την αρχή, από τους Ανήλικους, Την καρδιά του κτήνους, την Καλοσύνη των ξένων (εννοείται), έως και σήμερα με το Όπιο του λαού (εκδ. Μεταίχμιο) μια συλλογή καίριων κειμένων που για κάποιους θα είναι βλάσφημα (τι παράξενο) και για άλλους ευφρόσυνα, καθώς αναδεικνύουν την αρνητική επίδραση που έχει η θρησκεία, ο φανατισμός και ο σκοταδισμός στην καθημερινότητά μας.

Mιλήσαμε για πολλά στη συνέντευξη που παραχώρησε στο Andro. Δεν συμφωνήσαμε σε όλα (θα ήταν βαρετό), αλλά για άλλη μια φορά, ο Πέτρος Τατσόπουλος μού επιβεβαίωσε πως καλά κάνω και τον παρακολουθώ. Κυρίως, τον ακούω και να τον διαβάζω…

«Ενδεικτικότατη εικόνα της εθνικής διπολικής μας διαταραχής αυτό που έγινε με τα Ραφάλ. Υψηλή πολεμική τεχνολογία από τη μια, τελετές Βουντού από την άλλη».

– Mήπως για αρχή να φωνάξουμε έναν παπά να ευλογήσει τη συνέντευξη; Είναι και της μόδας τελευταία…

Μήπως έπρεπε να τον φωνάξω νωρίτερα; Να κάνει, ξέρω ‘γω, αγιασμό στο βιβλιοδετείο; Παρότι, σαν γκαντέμης άθεος, ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να σου συμβεί, όταν καταβρέχεις μηχανήματα και πρίζες.

– Είναι εικόνα αυτή που είδαμε κατά την παρουσίαση των Ραφάλ με τον παπά να ραντίζει τα μαχητικά; Τι μήνυμα μεταφέρει αυτή η εικόνα πιστεύεις;

Μια χαρά εικόνα ήταν. Ενδεικτικότατη της εθνικής διπολικής μας διαταραχής: υψηλή πολεμική τεχνολογία από τη μια, τελετές Βουντού από την άλλη. Αν και το φαινόμενο είναι μάλλον διαχρονικό. Ανάλογες εικόνες βλέπαμε και με την προηγούμενη αριστερο-ακροδεξιά κυβέρνηση (δική μας πατέντα κι αυτή παγκοσμίως). Ακόμη και δίπλα στους μαυροσκούφηδες του Βελουχιώτη, ο ρασοφόρος με την αγιαστούρα ήταν το απαραίτητο αξεσουάρ. Και μπράβο του, όπως θα έλεγε ο Βουλαρίνος.

– Το καινούργιο σου βιβλίο έχει τίτλο «Το όπιο του λαού». Είναι η θρησκεία το μόνο όπιο του μέσου Έλληνα;

Όχι, βέβαια. Έχει τόσα άλλα: το ποδόσφαιρο, την πολιτική. Ειδικά το ποδόσφαιρο ως όπιο προσφέρει και το πιο φαιδρό θέαμα: φραπεδόβιες σαπιοκοιλιές κριτικάρουν αθλητές με τουπέ καρδιοχειρουργών. Η θρησκεία ως όπιο, ωστόσο, είναι πιο κοντά στην περίφημη διατύπωση του Μαρξ –γιατί και ο Μαρξ, μη νομίζεις, αγαπησιάρικα το έγραψε, δεν το έγραψε ως βλοσυρός άθρησκος που κατακεραυνώνει τους αδαείς. Τότε που το έγραψε, το 1843, το όπιο δεν είχε την «κακή φήμη» που έχει σήμερα. Το πουλούσαν ελεύθερα στα φαρμακεία. Το έδιναν οι μανάδες στα παιδιά τους, το προτιμούσαν οι εργάτες στην Αγγλία γιατί ήταν πιο φτηνό από τη μπίρα… Έτσι το αντιμετώπιζε και ο Μαρξ. Ως βάλσαμο. Ως ένα βάλσαμο που σε ανακουφίζει προσωρινά, όσο διαρκεί η επίδρασή του, χωρίς να σε απομακρύνει ούτε ίντσα από την αθλιότητα της καθημερινής σου ζωής.

– Πιστεύεις πως θα γίνει ποτέ ουσιαστικός χωρισμός του κράτους από την εκκλησία;

Δεν θα προλάβω να τον δω. Και δεν το λέω μοιρολατρικά, αλλά μετά από ψύχραιμη αποτίμηση. Η παρούσα νόθα κατάσταση (ένα πλαδαρό κοσμικό κράτος με ισχυρή δόση ήπιας θεοκρατίας) βολεύει εξόφθαλμα  αμφότερους τους άμεσα ενδιαφερόμενους, τόσο τους ρασοφόρους όσο και τους πολιτευτές. Οι δεύτεροι εξασφαλίζουν σωρηδόν και άκοπα ψηφαλάκια από τις ενορίες, οι πρώτοι ανταλλάσσουν τους ενορίτες τους ως εκλογική πελατεία με εξασφάλιση των προνομίων τους (συμπεριλαμβανομένου ενός σταθερού μισθού δημοσίου υπαλλήλου, διόλου αμελητέου στους χαλεπούς καιρούς μας). Κανέναν από τους δύο δεν συμφέρει να βγάλει τα ματάκια του με τα χεράκια του.

– Το ξέρεις ότι σε περιμένει στη γωνία κανένας αφορισμός μ’ αυτά που γράφεις;

Αμάν και πώς περιμένω τον αφορισμό, αλλά δεν τους βλέπω να τσιμπάνε. Ούτε καν ο Αμβρόσιος, που έχει τους αφορισμούς για ψωμοτύρι. Πονήρεψαν οι μητροπολίτες. Επικοινωνιακά δεν είναι τόσο αγαθιάρηδες όσο ήταν παλαιότερα. Προτιμούν να κάνουν ότι σε αγνοούν ή, έτσι και σταθείς μπάστακας στο δρόμο τους, να σε αντιμετωπίσουν με ένα συγκαταβατικό απαξιωτικό μειδίαμα, παρά να σου αντεπιτεθούν στα ίσια κι εσύ να τρίβεις τα χέρια σου, να μην προλαβαίνεις να ανατυπώνεις αντίτυπα. Τι να πεις; Χάλασε ο κόσμος.

«Η εκκλησία, αντί να κάτσει στ’ αβγά της, ξεκίνησε ένα αντάρτικο με γελοίες ”κόκκινες γραμμές”».

«Δεν υπάρχει εγκλεισμός που να λειτουργεί θετικά –ιδίως όταν μιλάμε για εγκλεισμό απροσδιόριστης χρονικής διάρκειας».

– Τη στάση της επίσημης Εκκλησίας, αλλά και του απλού κλήρου κατά την περίοδο της πανδημίας πώς την κρίνεις;

Εντελώς ηλίθια στάση, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Αντί να κάτσουν στ’ αβγά τους, να δηλώσουν το αυτονόητο (ότι είναι αναρμόδιοι), να μην κάνουν απολύτως τίποτε και ν’ ακολουθήσουν πιστά –ρουτινιάρικα, θα έλεγα- τις εκάστοτε υγειονομικές οδηγίες, ξεκίνησαν ένα αντάρτικο με γελοίες «κόκκινες γραμμές» -άλλοτε με τη θεία μετάληψη, άλλοτε με τις μάσκες, άλλοτε με τα πιστοποιητικά εμβολιασμού- που είχαν σαν αναπόφευκτο αποτέλεσμα διαρκείς ταπεινωτικές υποχωρήσεις και υποχρεώθηκαν τελικά να ανακρούσουν πρύμναν εξοργίζοντας ακόμη και το ποίμνιό τους με τη διγλωσσία τους. Δεν τους λυπάμαι. Κακό του κεφαλιού τους.

– Υπάρχει μια μερίδα ανεμβολίαστων που όντως πιστεύουν ότι τα εμβόλια είναι δουλειά του Αντίχριστου. Πώς μπορεί κανείς να συνομιλήσει μαζί τους; Πώς να τους πείσει;

Δεν μπορεί, Διονύση. Απλώς δεν μπορεί. Η πειθώ δεν είναι πασπαρτού να σου ανοίγει όλες τις πόρτες. Οι ψεκασμένοι δεν θέλουν να κάνουν διάλογο, θέλουν ν’ ακούσουν τις δικές τους απόψεις από τα χείλη των άλλων. Προ πανδημίας, γελούσαμε με τις απόψεις τους, οι θεωρίες συνωμοσίας ήταν η καθημερινή μας ψυχαγωγία. Σήμερα δεν έχουμε αυτήν την πολυτέλεια –παίζεται και η δική μας ζωή με τη δική τους ξεροκεφαλιά. Επιμένω πάντως να ξεχωρίζω τους ψεκασμένους από τους χειριστές ψεκασμένων, όπως ξεχωρίζω τους χρήστες από τους εμπόρους ναρκωτικών. Για τους δεύτερους, κανένα έλεος.

– Πού θα μας βγάλει αυτή η νέα κρίση; Κάθε φορά λέμε πως θα γίνουμε καλύτεροι όταν περάσει η μπόρα και γινόμαστε χειρότεροι.

Δεν μπορούμε να ξέρουμε. Μπορούμε να εικάσουμε, μπορούμε να ευελπιστούμε, αλλά δεν μπορούμε να ξέρουμε με ακρίβεια ή απόκλιση μετεωρολογικής πρόγνωσης. Δεν κάνουμε εμείς παιχνίδι. Η μπάλα δεν βρίσκεται στην κατοχή μας. Βρίσκεται στην κατοχή ενός εχθρού απρόβλεπτου, ανελέητου, που προϋπήρχε του ανθρώπινου γένους και δεν δίνει δεκάρα για τις εμμονές μας, τις ιδεοληψίες μας, τις θρησκείες μας, ούτε καν για τον ορθολογισμό ή τον αθεϊσμό μας. Κανέναν μας δεν συγχωρεί, κανέναν μας δεν αφήνει στο απυρόβλητο, αλλά έχει ειδική αδυναμία στους επηρμένους μικρόνοες που στέκονται απέναντί του ακάλυπτοι.

«Σεξ χωρίς ”συναίνεση μεταξύ ενηλίκων” πρέπει αυτομάτως να σημαίνει εισαγγελική παρέμβαση, δίκη, κολασμός».

– Το γεγονός ότι εμφανίζονται σημάδια θυμού ή ακόμη και βίας στην κοινωνία μας λέει κάτι; Λειτούργησε αρνητικά πιστεύεις ο εγκλεισμός;

Αναμφίβολα λειτούργησε αρνητικά. Δεν υπάρχει εγκλεισμός που να λειτουργεί θετικά –ιδίως όταν μιλάμε για εγκλεισμό απροσδιόριστης χρονικής διάρκειας. Την εποχή των Βουρβόνων, ο βασιλιάς μπορούσε να σε κλείσει φυλακή επ’ αορίστω, να ανανεώνει διαρκώς τη φυλάκισή σου με διατάγματα (τέτοια ήταν και η περίπτωση του Μαρκησίου ντε Σαντ). Είχε παρατηρηθεί λοιπόν ότι οι επ’ αορίστω έγκλειστοι ήταν πολύ πιο επιθετικοί από τους υπόλοιπους κρατούμενους –ακόμη και από τους βαρυποινίτες, ακόμη και από τους θανατοποινίτες. Ο άνθρωπος θέλει να γνωρίζει τη διάρκεια της ποινής του. Όταν δεν την γνωρίζει επί μακρόν, χάνει τα λογικά του.

– Για τα φαινόμενα σεξουαλικής βίας  τι έχουμε να πούμε; Τώρα πλέον δεν κρύβονται κάτω από το χαλί όπως παλιά.

Όπως κάθε φαινόμενο βίας πρέπει να είναι αποκλειστική αρμοδιότητα της δικαιοσύνης. Ούτε των τηλεοπτικών κατινοδικείων, ούτε των δικαστηρίων του Φέϊσμπουκ και του Τουίτερ, ούτε τροφή γι’ αυτό που εδώ και καιρό έχω βαφτίσει ως «ηδονοβλεπτικό πουριτανισμό», την βαθύτατα υποκριτική στάση της κοινής γνώμης (όχι μονάχα της ελληνικής) να παίρνει μάτι και να καταγγέλλει ταυτόχρονα. Σεξ χωρίς «συναίνεση μεταξύ ενηλίκων» πρέπει αυτομάτως να σημαίνει εισαγγελική παρέμβαση, δίκη, κολασμός, όλο το πακέτο, χωρίς να πετάμε προκαταβολικά και το τεκμήριο της αθωότητας στα σκουπίδια. Τελεία.

«Στην πολιτική συναναστράφηκα με ανθρώπους που, υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα διασταυρωνόμουν μαζί τους ούτε σε εκατό χρόνια» (Φωτογραφία: Sooc).

– Είσαι υπέρ του όρου «γυναικοκτονία»; Θεωρείς πως είναι ορθός;

Θεωρώ πως, σε μεγάλο βαθμό, δεν είναι ένας απλός πιασάρικος νεολογισμός, από τη στιγμή που αποτυπώνει μια εξόφθαλμη πραγματικότητα: τη δολοφονία μιας γυναίκας ως απόρροια μιας «μάτσο» στάσης ή/και μιας «μάτσο» αντίληψης του δολοφόνου της. Σιχαίνομαι αυτό το είδος των ανδρών, πάντοτε το σιχαινόμουν. Για την ακρίβεια, σιχαινόμουν το γεγονός ότι ανήκαμε στο ίδιο φύλο.

«Μπήκα στην πολιτική γιατί με έφαγε η περιέργεια που σκοτώνει τη γάτα. Να δω τα πράγματα από μέσα. Να μπω στην κουζίνα».

– Κεφάλαιο πολιτική: γιατί μπήκες; Τι σε έκανε να διαβείς τον Ρουβίκωνα;

Ελπίζω ότι δεν περιμένεις να σου πω σε δυο γραμμές όσα έχω περιγράψει σε εκατοντάδες σελίδες –ιδίως στο «Ήμουν κι εγώ εκεί». Ας πούμε ότι με έφαγε η περιέργεια που σκοτώνει τη γάτα. Να δω τα πράγματα από μέσα. Να μπω στην κουζίνα.

– Στα δικά μου μάτια αυτοί που μπαίνουν στην πολιτική διακατέχονται και από μια σωτηριολογική εντύπωση για τον εαυτό τους. Ισχύει ή γενικεύω;

Γενικεύεις, δεν χωράει αμφιβολία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχεις δίκιο και για πλείστες όσες περιπτώσεις. Δεν θυμάμαι πάντως να ήταν η δική μου περίπτωση. Τόσο ψωνισμένος δεν ήμουν ούτε τον καιρό που ήμουν ντιπ για ντιπ ανυποψίαστος.

– Από τον ΣΥΡΙΖΑ στο Ποτάμι κι από εκεί στη ΝΔ. Μοιάζει με άλμα όλη αυτή η πορεία. Μήπως δείχνει και έναν άνθρωπο που δεν βολεύεται εύκολα;

Νομίζω ότι πρωτίστως δείχνει ότι τρεις τόσο διαφορετικοί πολιτικοί – ο Αλέξης Τσίπρας, ο Σταύρος Θεοδωράκης και ο Κυριάκος Μητσοτάκης- με τίμησαν με την προσωπική τους πρόσκληση να συνεργαστώ με το κόμμα τους στις εκλογές γνωρίζοντας ότι δεν ανήκω στο κόμμα τους (σε κανένα κόμμα δεν ανήκα ποτέ) και, ακόμη χειρότερα, ότι μια σημαντική μερίδα του κόμματός τους μπορεί να διαφωνήσει κάθετα με αυτήν την πρόσκληση, έως και να την υπονομεύσει. Όσο για το αν δεν βολεύομαι εύκολα, δείχνει μάλλον αυταπόδεικτο εκ των υστέρων. Εάν βολευόμουν εύκολα, ιδίως τον καιρό που ήμουν βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, θα έκανα πολιτικές επιλογές με αισθητά μικρότερο προσωπικό  κόστος.

– Ποιο ήταν το πιο άσχημο περιστατικό που αντιμετώπισες στην πολιτική;

Η ίδια η πολιτική. Πέρα από την πλάκα. Σε κάθε χώρο όπου κινείσαι, στον δικό μας εν προκειμένω, τον συγγραφικό, οι συνάδελφοί σου και οι αναγνώστες σου σε αποτιμούν με μικρή, μεσαία ή μεγάλη –κάποια, πάντως- γνώση της δουλειάς σου. Η ενεργός πολιτική είναι ένας από τους ελάχιστους χώρους όπου νιώθουν υποχρεωμένοι να σε αποτιμήσουν –κατ’ επέκτασιν, να σε χλευάσουν, να σε συκοφαντήσουν, να σε διαπομπεύσουν κ.ο.κ.- ακόμη και αν δεν γνωρίζουν απολύτως τίποτε για σένα, με αποκλειστικό γνώμονα τη συμπάθεια ή την αντιπάθεια που τρέφουν για το κόμμα με το οποίο συνεργάζεσαι. Οδυνηρή εμπειρία και δεν την συνιστώ σε κανέναν.

Το καινούργιο βιβλίο του Πέτρου Τατσόπουλου «Το όπιο του λαού» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

– Το πιο ωραίο;

Συναναστράφηκα με ανθρώπους που, υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα διασταυρωνόμουν μαζί τους ούτε σε εκατό χρόνια. Δες την ενεργό πολιτική –ιδίως τον κοινοβουλευτικό μικρόκοσμο- ως μια γαλαξιακή σκουληκότρυπα: μειώνει δραματικά τις αποστάσεις.

«Το πρόβλημα με τον λαϊκισμό είναι ότι αρέσει… στον λαό».

– Θα μπορούσες, τώρα που έχουν περάσει κάποια χρόνια, να κάτσεις σε ένα τραπέζι με τον Τσίπρα και να συζητήσεις ήρεμα;

Μα και τότε, τον Ιανουάριο του 2014 που έφυγα από την κοινοβουλευτική του ομάδα, δεν μαλώσαμε. Οι εφημερίδες έγραψαν για βελούδινο διαζύγιο. Δεν ξέρω πόσο βελούδινο ήταν –συναινετικό πάντως ήταν σίγουρα. Βρήκαμε και οι δύο τη ψυχική μας γαλήνη. Όσο για σήμερα, δεν νομίζω ότι κανένας από τους δυο μας έχει ιδιαίτερη σκορδοκαϊλα να καθίσει στο ίδιο τραπέζι και να συζητήσει με τον άλλον. Ειδικά ο Τσίπρας έχει πιο επιτακτικές σκοτούρες.

– Με τον Βαρουφάκη θα έκανες το ίδιο;

Ακόμη μικρότερη. Σκορδοκαϊλα, εννοώ.

– Τι γνώμη έχεις για τον Μητσοτάκη; Ηταν η αναγκαία λύση για να ισορροπήσει το καράβι που προερχόταν από φουρτούνα;

Αναντίρρητα. Δεν περίμενε φυσικά ούτε ο ίδιος –ούτε και κανένας άλλος στον κόσμο- ότι θα κληθεί να διαχειριστεί την πανδημία της εκατονταετίας. Τέτοια «στραβή στη βάρδια του», ούτε στους χειρότερους εφιάλτες του.

– Από την πανδημία κάποια στιγμή θα γλιτώσουμε, από τον λαϊκισμό;

Το πρόβλημα με τον λαϊκισμό είναι ότι αρέσει… στον λαό. Αρέσει στους ψηφοφόρους να τους χαϊδεύουν τα αφτιά, να τους κανακεύουν, να τους κολακεύουν, να ζητιανεύουν την ψήφο τους. Απογοητεύονται κατόπιν (αφού κανένας λαϊκιστής πολιτευτής δεν μπορεί να εκπληρώσει τις υποσχέσεις του) αλλά μονάχα προσωρινά, αφού όλο και κάποιος νέος λαϊκιστής πολιτευτής θα βρεθεί να τους πείσει ότι οι υποσχέσεις του προηγούμενου λαϊκιστή δεν εκπληρώθηκαν, όχι επειδή ήταν φύσει αδύνατον να εκπληρωθούν, αλλά επειδή ο προηγούμενος λαϊκιστής τους «πρόδωσε». Είναι σχεδόν ανέφικτο να νικήσεις τον λαϊκισμό, όπως και κάθε άλλη αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Απλώς, από καιρού εις καιρόν, ο ίδιος ο λαός κουράζεται να ακούει φούμαρα κι έτσι, για διάλειμμα, για αλλαγή, ψηφίζει και κανέναν πραγματιστή.

«Στην πολιτική άλλοι κρίνουν εάν τους είσαι ή δεν τους είσαι απαραίτητος. Δεν σου ανοίγουν επειδή απλά και μόνο βάρεσες το κουδούνι».

– Αν και δεν έχει νόημα να μετανιώνουμε, σκέφτηκες ποτέ  πως δεν έπρεπε να μπεις στην πολιτική;

Το έχω σκεφτεί. Αν και δεν με χαρακτηρίζει ιδιαίτερα η κλάψα του χαρτοπαίκτη: γιατί δεν βγήκε το φύλλο που ήθελα να βγει και τι θα γινόταν αν έβγαινε… Μολονότι μεσογειακής ιδιοσυγκρασίας, ιδίως όταν εκνευρίζομαι, συνήθως υιοθετώ το αγγλοσαξονικό φλέγμα: δεν κλαίω πάνω από το χυμένο γάλα.

– Στις επόμενες εκλογές, όταν και όποτε γίνουν, θα ζητήσεις πάλι τη ψήφο μας;

Ειλικρινά, δεν έχω ιδέα. Δεν καταρτίζω εγώ τα ψηφοδέλτια. Δεν ανήκω καν σε κάποιον κομματικό μηχανισμό, ώστε να έχω στοιχειώδη εσωτερική πληροφόρηση εάν απασχολεί και κανέναν άλλον αυτό το ενδεχόμενο. Στην πολιτική άλλοι κρίνουν εάν τους είσαι ή δεν τους είσαι απαραίτητος. Δεν σου ανοίγουν επειδή απλά και μόνο βάρεσες το κουδούνι.

Μόνος στα έδρανα (Φωτογραφία: Sooc).

– Η υπερέκθεση σε φόβισε; Μήπως άρχισες να βλέπεις ότι σε αλλάζει;

Ε, όσο με άλλαξε, με άλλαξε… Έκλεισα τα εξήντα δύο πριν από ένα μήνα. Πόσο πια να με αλλάξει;  Τώρα μονάχα μια μεγάλη αλλαγή περιμένω να δω. Αυτήν κάτω από το χορτάρι.

– Πώς τοκίζεται όλη αυτή η σύντομη, αλλά πυκνή εμπειρία της πολιτικής; Πού μπορεί να διοχετευτεί;

Να σου εκμυστηρευθώ κάτι; Η ενεργός πολιτική, ως εμπειρία, είναι μάλλον υπερεκτιμημένη. Έχει φυσικά τις συναρπαστικές στιγμές της, αλλά και πολλές περισσότερες στιγμές βαρεμάρας. Η ενεργός πολιτική είναι «συναρπαστικο-βαρετότατη», καθώς είχα πει σε μια παλιά μου συνέντευξη, όταν ήμουν ακόμη βουλευτής. Όπως είχε περιγράψει ένας μεγάλος συγγραφέας –μου διαφεύγει τώρα το όνομά του- τη ζωή στο πολεμικό μέτωπο: «Ατελείωτες ώρες ανίας που διακόπτονται από αναλαμπές τρόμου».

«Δεν διατηρώ προκάτ στάση απέναντι σε καταστάσεις που μεταβάλλονται. Δεν είμαι a priori αισιόδοξος ή a priori απαισιόδοξος».

– Το διάστημα που ήσουν πολιτικός σου έλειψε το γράψιμο;

Ποτέ δεν… πρόλαβε να μου λείψει το γράψιμο. Από δεκαοχτώ χρονών, όταν έγραψα το πρώτο μου βιβλίο,  έως σήμερα που δημοσίευσα το εικοστό δεύτερο, γράφω σχεδόν ακατάπαυστα fiction και non fiction κείμενα. Αν κάτι μου έχει λείψει πραγματικά είναι το πώς αισθάνεται κανείς όταν… δεν γράφει.

– Εχεις αισθανθεί το μυθοποιημένο writer’s block; Να μην σου βγαίνει τίποτα…

Όχι, ειλικρινά, ίσως επειδή πάντοτε ενστερνιζόμουν την περίεργη και πιθανώς υπεροπτική αντίληψη ότι, αν κάτι δεν σου βγαίνει, μπορεί με τον τρόπο του να δηλώνει ότι δεν αξίζει καν τον κόπο να βγει ή ότι –αυτό το κάτι- κρίνει ότι εσύ δεν είσαι άξιος ή επαρκής να ασχοληθείς μαζί του. Οπότε, όταν δεν μου έβγαινε κάτι, δεν το ζόριζα –απλώς ασχολιόμουν με κάτι άλλο.

– Τι έχεις κρατήσει από τον παλιό Πέτρο των πρώτων σου βιβλίων;

Με χωρίζουν σαράντα τόσα χρόνια από εκείνον τον Πέτρο. Ακόμη και κανένα βιβλίο να μην είχα γράψει, ώστε να μου υπενθυμίζει διαρκώς πώς σκεφτόμουν τότε, θα τον αντιμετώπιζα σαν… έναν άλλον.

– Τα βραβεία σου λένε κάτι;

Καλοδεχούμενα. Μου δίνουν χαρά. Δεν έχω πάρει και πολλά, δυο-τρία, ένα της Ακαδημίας Αθηνών και κάνα-δυο άλλα πιο παρακατιανά. Δεν μου έχουν αφήσει πάντως κανένα απωθημένο, ούτε νιώθω ότι κάποιος μου χρωστάει κάτι.

– Πόσο φιλόδοξος πιστεύεις πως είσαι;

Εδώ τι απαντάνε; Καθόλου;

– Το μεγαλύτερο ελάττωμα σου;

Η ταπεινοφροσύνη.

– Το μεγαλύτερο προτέρημά σου;

Έλα, το ξεφτιλίσαμε. Σαν λεύκωμα νεανίδων. Τι εστί έρως και τα λοιπά.

«Εάν αύριο συγκρουστούμε με το παγόβουνο, δεν θα πω στην ορχήστρα να συνεχίσει να παίζει».

– Όλοι γράφουν και ελάχιστοι διαβάζουν. Αυτή είναι η λογοτεχνική μοίρα της χώρας;

Την άνοιξη του 2010, όταν ήμουν αντιπρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, μου είχαν φέρει μια έρευνα για την αναγνωστική συμπεριφορά των Νεοελλήνων. Την αναγνωστική, πρόσεξε, όχι την αγοραστική –γιατί πολλοί αγοράζουν βιβλία και τα βάζουν αδιάβαστα κατευθείαν στο ράφι. Σύμφωνα με αυτή την έρευνα, λοιπόν, ο ένας στους δύο ενηλίκους συμπατριώτες μας δεν διαβάζει κανένα βιβλίο στη ζωή του. Κανένα, ο ένας στους δύο. Βγάλε τα συμπεράσματά σου.

– Υπάρχει κάποιο όνειρο που δεν έχεις πραγματοποιήσει και θα ήθελες να το κάνεις;

Αρχίζω να υποψιάζομαι ότι αυτή η συζήτηση δεν θα τελειώσει ποτέ. Αποκτάει εφιαλτικές διαστάσεις. Σαν εκείνες τις σπείρες που σε υπνωτίζουν.

– Πιστεύεις πως είσαι παρεξηγημένο άτομο; Μήπως ο κόσμος που δεν σε ξέρει έχει στρεβλή άποψη για σένα;

Κοίτα, Διονύση. Όσο control freak και αν είμαι –που δεν είμαι ιδιαίτερα- ποτέ δεν πίστεψα ότι οι άλλοι θα έχουν για μένα την ίδια άποψη που έχω κι εγώ για τον εαυτό μου, πόσω μάλλον όταν ούτε εγώ ο ίδιος έχω πάντα την ίδια άποψη για τον εαυτό μου. Φοβάμαι πως η συζήτησή μας διολισθαίνει σε μια ολισθηρή ναρκισσιστική κατεύθυνση.

«Όσο control freak και αν είμαι –που δεν είμαι ιδιαίτερα- ποτέ δεν πίστεψα ότι οι άλλοι θα έχουν για μένα την ίδια άποψη που έχω κι εγώ για τον εαυτό μου».

– Σου αρέσει να προκαλείς ή απλώς κάποιοι δεν καταλαβαίνουν αυτά που λες;

Επιμένεις. Κρίμα. Μου θυμίζεις μια παλιά τηλεοπτική συζήτηση ανάμεσα στον Δημήτρη Μαρωνίτη και στον Κάρολο Κουν. Υποτίθεται ότι ο Μαρωνίτης ρωτούσε και ο Κουν απαντούσε, αλλά ο Μαρωνίτης συμπεριελάμβανε στην ερώτησή του και την πιθανή απάντηση του Κουν –οπότε ο Κουν περιοριζόταν να αποκρίνεται: «Το πρώτο», «το δεύτερο» κ.ο.κ.

– Στο τέλος νικάνε οι καλοί ή κακοί; Είσαι από τους αισιόδοξους ή τους απαισιόδοξους;

Δεν διατηρώ προκάτ στάση απέναντι σε καταστάσεις που μεταβάλλονται. Δεν είμαι a priori αισιόδοξος ή a priori απαισιόδοξος. Εάν αύριο συγκρουστούμε με το παγόβουνο, δεν θα πω στην ορχήστρα να συνεχίσει να παίζει.

– Η χειρότερη ερώτηση για έναν συγγραφέα: ετοιμάζεις κάτι νέο;

Ναι. Fiction αυτή τη φορά. Έχω πεθυμήσει το fiction, με πολλά όμως non fiction δάνεια. Ένα υβρίδιο.

– Πώς θέλεις να σε θυμούνται; Ως συγγραφέα, πολιτικό ή δημόσιο πρόσωπο;

Κάτσε να με θυμούνται πρώτα. Δεδομένο το ‘χεις;

– Μήπως έπρεπε, τελικά, να φωνάξουμε έναν παπά να μας διαβάσει;

Δεν θα σου συγχωρήσω την παράλειψη.

 

Διαβάστε ακόμα: Πάτερ, πώς το βλέπεις; Θα πετάξουν καλά τα Ραφάλ;

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top