Το «Rising Stars Part two», όπως ήταν το όνομα της φετινής διοργάνωσης, συνέχισε την επιτυχία του περυσινού και πρώτου «Rising Stars – Α Taste of Future», με ανερχόμενους σεφ από το διεθνές γαστρονομικό στερέωμα.

Δεν είχα ποτέ μου αδυναμία στα resorts και δη στα μεγάλα resorts όπου κοιμάσαι, τρως και κολυμπάς εντός των τειχών, χωρίς να βολτάρεις σε χωριά και να εξερευνάς δύσβατες ακρογιαλιές. Ο τύπος της διαμονής που μου ταιριάζει συνήθως είναι η ενοικίαση ενός σπιτιού με φίλους, ή το κλείσιμο ενός δωματίου σε έναν μικρό παραδοσιακό ξενώνα χωρίς πισίνα, χωρίς μίνι μπαρ και χωρίς room service.

Όμως όταν την περασμένη δεκαετία βρέθηκα για πρώτη φορά στη Σάνη της Χαλκιδικής και στο Sani Resort, εκτίμησα την υποδειγματικά οργανωμένη αυτή «πολιτεία» κυρίως διότι υπηρετούσε με φαντασία δυο μεγάλα μου πάθη: το τρέξιμο και τη γαστρονομία. (Αν δεν το έχετε κάνει ήδη, επιχειρήστε να τα συνδυάσετε: όσο περισσότερο τρέχεις, τόσο περισσότερο μπορείς να τρως χωρίς να παχαίνεις).

Εκτίμησα το Sani τότε που δεν είχα ακόμα παιδιά για να συνυπολογίσω ότι το συγκρότημα είναι ένας ασφαλής παράδεισος για τα πιτσιρίκια. Και χωρίς να γνωρίζω ότι σε αυτό το «φιλέτο» (πόσο κλισέ αλλά και ακριβές εν προκειμένω) της Χαλκιδικής, καταπιάνονται με πολλά ακόμα εκτός της γαστρονομίας, όπως με το μουσικό Sani Festival που διεξάγεται αδιαλείπτως για ένα τέταρτο του αιώνα κάτω από τον μεσαιωνικό πύργο στο λόφο της Σάνης.

Οι μοναδικές δημιουργίες που ετοίμαζαν οι καλεσμένοι σεφ στο πάρτι του φεστιβάλ, πήγαιναν και ερχόντουσαν πάνω σε γεμάτα πιάτα με τη σαμπάνια -Cordon Rouge- να είναι για πρώτη φορά αφθονότερη από οποιοδήποτε άλλο υγρό.

Ως προς το πρώτο πάθος που ξεδίπλωσα στην παρθενική μου επίσκεψη, δεν νομίζω να υπάρχει άλλος ιδιωτικός χώρος στην Ελλάδα με τόσο μεγάλη έκταση, όπου μπορείς να τρέξεις αχαλίνωτα: Σε ασφάλτινες διαδρομές, φροντισμένα δρομάκια, πράσινες ανοιχτωσιές, αλέες ανάμεσα σε δενδροστοιχίες, στενά βραχώδη μονοπάτια που μοιάζουν να «κρέμονται» κάτω από τα πεύκα και πάνω από τη θάλασσα… Οι επιλογές είναι εξαιρετικές. Αν αγαπάς το τρέξιμο αξίζει να επισκεφτείς το συγκρότημα και μόνο για αυτό, που λέει ο λόγος. Ακόμα και ένα jogging γύρω από την πανέμορφη μαρίνα με τα σκάφη όπου απαγορεύονται τα αυτοκίνητα -όπως και στο μεγαλύτερο μέρος του συγκροτήματος- με κατάληξη μια βουτιά σε μια από τις παραλίες του resort, σου χαρίζει πρωτόγνωρη ευεξία.

Στο μεγάλο πάρτι του φεστιβάλ κάθε προσκεκλημένος σεφ ετοίμαζε ένα δικό του μίνι πιάτο για τους προσκλεκλημένους.

Ως προς το άλλο πάθος για το καλό φαγητό, επειδή η πρώτη μου επίσκεψη συνέπεσε με το Gourmet Festival που ήταν στο ξεκίνημα του πριν περίπου μια δεκαετία, είχα την τύχη να απολαύσω εν τη γενέσει κάτι αληθινά πρωτοποριακό για τον Ελληνικό τουρισμό. Μια «παιδική χαρά» για τους amateurs της γαστρονομίας που σήμερα έχει καθιερωθεί ως το κορυφαίο φεστιβάλ υψηλής γαστρονομίας στην Ελλάδα, και ένα από τα πλέον αξιόλογα διεθνώς.

 Tόσο στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, όσο και φέτος, έφαγα το ίδιο καλά τόσο σε σκηνικό ταβέρνας, όσο και σε σκηνικό grand restaurant, στα πλαίσια του φεστιβάλ.

Εκείνο που με είχε γοητεύσει τότε και διαπίστωσα όχι χωρίς ανακούφιση ότι παραμένει ως φιλοσοφία σήμερα, ήταν η συνύπαρξη των αστεράτων ξένων σεφ με την εγχώρια πρωτοπορία αλλά και τις ομάδες των casual dining επιλογών του συγκροτήματος, στη μεγάλη αυτή γιορτή. Ας μη θεωρηθεί αντεστραμμένος σνομπισμός αυτό που θα πω, ότι τόσο στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, όσο και φέτος, έφαγα το ίδιο καλά τόσο σε σκηνικό ταβέρνας, όσο και σε σκηνικό grand restaurant, στα πλαίσια του φεστιβάλ.

Συνολικά 10 βραβευμένοι σεφ και 9 αστέρια Michelin «προσγειώθηκαν» για πέντε ημέρες στη Χαλκιδική.

Αυτό που ήταν φέτος διαφορετικό, και, σε περιβάλλον κρίσης με έκανε να γουρλώσω τα μάτια, ήταν η ευωχία που επικρατούσε στο πάρτι του φεστιβάλ: Τεράστιες ποσότητες τροπικών φρούτων, ωριμασμένων τυριών που στέναζαν υπό τον ήλιο, ευμεγέθων γαρίδων στο μπάρμπεκιου και πολυάριθμων «μπουκιών» που ετοίμαζαν οι καλεσμένοι σεφ στα πόστα τους, πήγαιναν και ερχόντουσαν πάνω σε γεμάτα πιάτα με τη σαμπάνια -Cordon Rouge- να είναι για πρώτη φορά αφθονότερη από οποιοδήποτε άλλο υγρό. Όλα αυτά με 40 βαθμούς θερμοκρασία, με γελαστούς ανθρώπους από όλο τον πλανήτη και με μια μπάντα να παίζει τζαζ. Ήταν και η τελευταία απόδειξη που εγώ προσωπικά θα χρειαστώ, ότι ο τουρισμός, και μόνον αυτός, είναι το παρόν και το μέλλον της χώρας.

Το βαθιά νόστιμο και ισορροπημένο φιλέτο από μοσχάρι black angus, μαύρο σουσάμι, σάλτσα teriyaki και μελιτζάνα, του Γάλλου Anthony Jehanno.

Το «Rising Stars Part two», όπως ήταν το όνομα της φετινής διοργάνωσης, συνέχισε την επιτυχία του περυσινού και πρώτου «Rising Stars – Α Taste of Future», με ανερχόμενους σεφ από το διεθνές γαστρονομικό στερέωμα. Τα βραβευμένα εστιατόρια του Resort (Water, Ντομάτα, Katsu, Byblos Caviar και Asian) υποδέχτηκαν σεφ από διαφορετικές χώρες της Ευρώπης οι οποίοι έχουν προσφάτως κατακτήσει διεθνείς διακρίσεις ή και το πρώτο τους αστέρι Michelin, μαζί με ανερχόμενους συναδέλφους τους που αναμένεται να ξεχωρίσουν τα αμέσως επόμενα χρόνια.

Ο Adam Byatt και η «Trinity» ελληνική σαλάτα με καρπούζι – μια ακόμα αποδόμηση της χωριάτικης.

Συνολικά 10 βραβευμένοι σεφ και 9 αστέρια Michelin «προσγειώθηκαν» για πέντε ημέρες στη Χαλκιδική. Από τις κουζίνες που είχα την ευκαιρία να δοκιμάσω, ορισμένες άφησαν εξαιρετικές εντυπώσεις όπως του Γάλλου Anthony Jehanno στο πανέμορφο Water Restaurant. Ένα φιλέτο από μοσχάρι black angus, μαύρο σουσάμι, σάλτσα teriyaki και μελιτζάνα μου εντυπώθηκε στη μνήμη ιδιαιτέρως δε καθώς ο σομελιέ Γιώργος Λούκας το συνταίριαξε ανατρεπτικά με μια φίνα σαμπάνια Blanc des Blancs (100% Chardonnay) από τη γκάμα της Mumm. Και άλλες εμπειρίες προκάλεσαν ανάμικτα συναισθήματα όπως το άνισο δείπνο του Adam Byatt στο Byblos Caviar. Εκεί, η «Trinity» ελληνική σαλάτα με καρπούζι -μια ακόμα αποδόμηση της χωριάτικης που την πρώτη φορά που πήγα στο φεστιβάλ την περασμένη δεκαετία θα είχε σίγουρα κάνει αίσθηση- φέτος μου προξένησε μια ελαφριά αμηχανία.

Στο φετινό Sani Gourmet είχαμε και guest εμφανίσεις Ελλήνων όπως του μεγάλου Λευτέρη Λαζάρου που μαγείρεψε στο ουζερί του Ψαρόγιαννου στη μαρίνα.

Ο σομελιέ Γιώργος Λούκας γέμισε δεκάδες ποτήρια με έξι λίτρα από το εκλεκτότερο ροζέ της Προβηγκίας κρατώντας «στοργικά» στην αγκαλιά του τη φιάλη mathusalem που είχε το βάρος ενός κοριτσιού τεσσάρων μηνών.

Παράλληλα με το «σιρκουί» των ξένων σεφ υπήρξαν και guest εμφανίσεις Ελλήνων όπως του μεγάλου Λευτέρη Λαζάρου που μαγείρεψε στο ουζερί του Ψαρόγιαννου στη μαρίνα, και μάλιστα προσκεκλημένος της αλυσίδας Lidl που δραστηριοποιείται όλο και πιο έντονα στον τομέα της γαστρονομίας. Και άλλα γευστικά και οινικά χάπενινγκ όπως το άνοιγμα μιας 6λιτρης φιάλης (το λεγόμενο mathusalem) του διασημότερου ίσως ροζέ κρασιού της Προβηγκίας, από τα Domaines Ott. Ο σομελιέ Γιώργος Λούκας πρόσφερε το εξαιρετικό αυτό Bandol ως απεριτίφ εκ μέρους της εταιρείας Deals και κατάφερε να γεμίσει δεκάδες ποτήρια χωρίς να χύσει σταγόνα, κρατώντας «στοργικά» στην αγκαλιά του το υπερμεγεθες μπουκάλι που είχε το βάρος ενός κοριτσιού τεσσάρων μηνών.

Το Sani Gourmet έχει καθιερωθεί πλέον ως το κορυφαίο φεστιβάλ υψηλής γαστρονομίας στην Ελλάδα, και ένα από τα πλέον αξιόλογα διεθνώς.

Ήταν η 12η χρονιά του φεστιβάλ και για πρώτη φορά διεξήχθη στη μέση του καλοκαιριού αντί για την άνοιξη, ώστε να λειτουργήσει ως προανάκρουσμα για τα εγκαίνια του Sani Dunes, του νέου ξενοδοχείου στο «μπουκέτο» του Sani Resort: Μεγάλος χώρος με πανέμορφες απλίκες, μαλακές πετσέτες, πολυτελή σκούρα ταπετσαρία και ψηλά βάζα με ορχιδέες… Και αυτό που σας περιγράφω είναι μόνο οι τουαλέτες πίσω από τη ρεσεψιόν. Η λέξη «επικό» είναι κατάλληλη για να περιγράψει το υπόλοιπο λόμπι, που θα θύμιζε πολυτελές ξενοδοχείο στη νοτιοανατολική Ασία αν δεν θύμιζε το σαλόνι της βίλας ενός στιλάτου «κακού» σε ταινία James Bond: 70s φωτιστικά και χαμηλά τραπέζια με βαρύ κρύσταλλο, τοίχοι ντυμένοι με μπουαζερί ή διάστικτοι με πολύχρωμα γυάλινα «πετρώματα», αλλού τεράστιες τζαμαρίες που ανοιγοκλείνουν αθόρυβα και αλλού ζωντανά πράσινα «στρώματα» από φυτά. Το όλον προσανατολισμένο σε μια επίσης επική πισίνα που φτάνει σχεδόν ως τη θάλασσα, με μόνο «εμπόδιο» ένα εξαιρετικό μπαρ όπου ήπια τον πιο δροσιστικό χυμό: 100% φρέσκο καρπούζι!

Στο Sani Gourmet δοκίμασα και τον πιο δροσιστικό χυμό: 100% φρέσκο καρπούζι.

Σε μια χώρα που δεν έχουμε καταφέρει να συνεννοηθούμε για να μαζεύουμε τα σκουπίδια (τις ημέρες εκείνες κορυφώνονταν η πρόσφατη απεργία), κάποιοι οραματιστές σχεδίασαν αυτή την επικράτεια της ευεξίας που προσελκύει τουρίστες απο όλο τον κόσμο, συνεισφέροντας στο ΑΕΠ. Δεν έστησαν μερικά ντουβάρια για να εισπράττουν «ενοίκιο» από τον ήλιο και τη θάλασσα αλλά εργάστηκαν με γούστο για να προσφέρουν ένα κομψό και πρωτότυπο τουριστικό προϊόν.

Δεν είναι τόσο το μέγεθος του συγκροτήματος ή ο αριθμός των επισκεπτών που προσελκύει -αμφότερα μεγάλα και πιθανόν τα μεγαλύτερα στην ελληνική αγορά- που έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα. Αυτό που έχει βαρύνουσα σημασία είναι ότι το προϊόν που προσφέρει το Sani βασίζεται σε καινοτομίες όπως το γαστρονομικό ή το μουσικό του φεστιβάλ που διαφοροποιούν και εμπλουτίζουν το τουριστικό concept και δημιουργούν νέες πολύτιμες εμπειρίες για τους επισκέπτες. Μεγάλα, φιλόδοξα πρότζεκτ που όμως δεν τους έχουν στερήσει τα αντανακλαστικά για να δίνουν την αντίστοιχη σημασία στη λεπτομέρεια: Πως αλλιώς να χαρακτηρίσει κανείς την ιδέα να σου προσφέρουν μια αρωματική πετσέτα για να δροσιστείς με το που φτάνεις – όχι στο ξενοδοχείο, αλλά στο αεροδρόμιο Μακεδονία;

 

Διαβάστε ακόμα: Πέντε «αττικές» ταβέρνες δίπλα στη θάλασσα

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top