«Θα πρέπει να ένιωθε πως είχε χάσει την παλιά ζεστασιά του κόσμου, πως είχε πληρώσει ακριβό τίμημα για να ζήσει τόσο πολύ μ’ ένα μοναδικό όνειρο», γράφει για τον Γκάτσμπυ ο Φιτζέραλντ λίγο πριν ακουστεί ο μοιραίος πυροβολισμός. (Στη φωτογραφία ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ στην ταινία «Ο Υπέροχος Γκάτσμπυ», σε σκηνοθεσία Τζακ Κλέιτον, 1973).

[…] Στις δύο η ώρα ο Γκάτσμπυ φόρεσε το μαγιό του και ειδοποίησε τον μπάτλερ ότι, αν έπαιρνε κάποιος στο τηλέφωνο, να πήγαινε να του το πει στην πισίνα. Έκανε μια στάση στο γκαράζ για να πάρει ένα φουσκωτό στρώμα που είχε διασκεδάσει πολύ τους καλεσμένους του το καλοκαίρι κι ο σοφέρ τον βοήθησε να το φουσκώσει. Ύστερα έδωσε εντολή να μην κυκλοφορήσει για κανένα λόγο το ανοιχτό αμάξι – κι αυτό ήταν παράξενο, γιατί ο δεξιός προφυλακτήρας μπροστά χρειαζόταν επισκευή.

Ο Γκάτσμπυ φορτώθηκε στον ώμο το στρώμα και ξεκίνησε για την πισίνα. Σταμάτησε για μια στιγμή και το μετατόπισε λίγο, κι ο σοφέρ τον ρώτησε αν χρειαζόταν βοήθεια, αλλά εκείνος κούνησε το κεφάλι του και χάθηκε σε λίγο ανάμεσα στα κιτρινωπά δέντρα.


Διαβάστε ακόμα: Crash test: Ποιος Γκάτσμπυ είναι πιο υπέροχος;


Κανένα τηλεφωνικό μήνυμα δεν έφτασε, αλλά ο μπάτλερ έμεινε ξύπνιος και περίμενε μέχρι τις τέσσερις – μέχρι πολύ αργότερα, αν τηλεφωνούσε κανείς, για να το δώσει. Έχω τη γνώμη ότι δεν πίστευε ούτε ο ίδιος ο Γκάτσμπυ ότι θα τηλεφωνούσε κανείς, κι ίσως ίσως να μην τον ένοιαζε πια. Αν αυτό ήταν αλήθεια, θα πρέπει να ένιωθε πως είχε χάσει την παλιά ζεστασιά του κόσμου, πως είχε πληρώσει ακριβό τίμημα για να ζήσει τόσο πολύ μ’ ένα μοναδικό όνειρο. Θα πρέπει να κοίταξε ψηλά σ’ έναν ανοίκειο ουρανό μέσ’ από τα ριγηλά φύλλα και ν’ ανατρίχιασε καθώς ανακάλυπτε τι αλλόκοτο πράγμα είναι ένα τριαντάφυλλο και πόσο ωμό ήταν το φως του ήλιου πάνω στ’ αραιωμένο γρασίδι. Ένας νέος κόσμος, υλικός χωρίς να ’ναι πραγματικός, όπου αξιολύπητα φαντάσματα, ανασαίνοντας όνειρα στον αέρα, περιφέρονταν άσκοπα ολόγυρα… σαν εκείνη τη σταχτιά, φασματική σιλουέτα που γλιστρούσε προς το μέρος του μέσ’ από τα απροσδιόριστα δέντρα.

Δείτε τη σκηνή του θανάτου του Γκάτσμπυ στην ταινία του Μπαζ Λούρμαν (2013) με πρωταγωνιστή τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο.

Ο σοφέρ – ήταν ένας από τους προστατευόμενους του Γούλφσιμ – άκουσε τους πυροβολισμούς. Μετά, το μόνο που μπόρεσε να πει ήταν ότι δεν τους πολυέδωσε σημασία. Πήγα απ’ το σταθμό κατευθείαν στο σπίτι του Γκάτσμπυ με τ’ αυτοκίνητο, και το ανήσυχο ανέβασμά μου στα σκαλιά της εισόδου ήταν το πρώτο πράγμα που τους αναστάτωσε. Μα ήξεραν εκείνη την ώρα, το πιστεύω ακράδαντα. Ούτε μια λέξη σχεδόν δεν ανταλλάξαμε οι τέσσερίς μας, ο σοφέρ, ο μπάτλερ, ο κηπουρός κι εγώ, καθώς τρέχαμε προς την πισίνα.

 Υπήρχε μια αμυδρή, ανεπαίσθητη κίνηση του νερού καθώς η καινούργια ροή άνοιγε δρόμο απ’ τη μια άκρη προς την αποχέτευση, που ήταν στην άλλη. Με μικρά αναρριπίσματα, που δεν ήτανε καν σκιές κυμάτων, το φορτωμένο στρώμα κατηφόριζε ακανόνιστα στην πισίνα. Μια μικρή πνοή ανέμου που μόλις αυλάκωνε την επιφάνεια ήταν αρκετή για να ταράξει την συμπτωματική πορεία του με το συμπτωματικό φορτίο του. Το άγγιγμα μιας συστάδας φύλλων το έκανε να στριφογυρίζει αργά αργά, χαράσσοντας ένα λεπτό κόκκινο κύκλο πάνω στο νερό.

Αφού ξεκινήσαμε προς το σπίτι κουβαλώντας τον Γκάτσμπυ, ο κηπουρός είδε το πτώμα του Ουίλσον λίγο πιο πέρα πάνω στο γρασίδι – το ολοκαύτωμα είχε ολοκληρωθεί.

 

//Απόσπασμα από το βιβλίο του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ «Ο Υπέροχος Γκάτσμπυ» (κεφ. 8, σελ. 202-204). Μετάφραση: Φώντας Κονδύλης. Εκδόσεις Πατάκη, Οκτώβριος 2000. Το βιβλίο κυκλοφόρησε πρώτη φορά στις 10 Απριλίου 1925 από τις Εκδόσεις Charles Scribner’s Sons, New York.

 

Διαβάστε ακόμα: Τζουζέπε Τομάζι Ντι Λαμπεντούζα – «Ο θάνατος του Πρίγκιπα».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top