Η λέξη «θεογαμία» με συνάντησε ένα αυγουστιάτικο μεσημέρι σε έναν βράχο στην Ύδρα μέσα σε μια σελίδα του μικρού, συναρπαστικού βιβλίου διηγημάτων του Περικλή Κοροβέση με τίτλο ‘«Γυναίκες Ευσεβείς Πόθου». Σας παραθέτω το απόσπασμα:
«(…)’Ο, τι έκανε, δεν είχε άλλο σκοπό από το να την προσέξω. Ήθελε για λόγους δικαιοσύνης, ν΄αποκτήσει πάνω μου την ίδια δύναμη που είχα εγώ πάνω της. Τη ρώτησα αν λέει αλήθεια.
– Αλήθεια είναι αυτό που πιστεύει ο καθένας. Αν βρεθούν δύο που την πιστεύουν, τότε έχεις και απόδειξη της αλήθειας. Στην πραγματικότητα το ψέμα είναι ψέμα, όταν η δικιά σου η αλήθεια, δεν αναγνωρίζεται από κανέναν. Αν εγώ πιστέψω για σένα πως είσαι θεός και συ για μένα πως είμαι θεά, τότε η σχέση μας θα είναι μια θεογαμία.»
Έγινε έκρηξη στο μυαλό μου, ήξερα πως από εκείνη την στιγμή η ζωή μου θα άλλαζε, γιατί αυτό μου συμβαίνει πάντα όταν διαπιστώνω κάτι βαθύ, όταν κάτι που με καίει αρθρώνεται σε λέξη, νόημα και ιδέα και μπορεί πια, σωστό καράβι, να πλεύσει μες στο κεφάλι και την ζωή μου.
Η λέξη αυτή με βασανίζει πολλές εβδομάδες τώρα και απολαμβάνω αυτό το βάσανο. Ψάχνοντας ό, τι μπορώ γύρω από την λέξη θεογαμία, ανακάλυψα ή μάλλον θυμήθηκα τα ‘’θεογάμια’’. Οι αρχαίοι ημών γιόρταζαν τους γάμους των θεών τους. Του Δία με της Ήρας, συγκεκριμένα. Και με την ευκαιρία, έπιναν, χόρευαν, τελετουργούνταν.
Ανά τόπο, το τελετουργικό διέφερε ελαφρώς ή βαρέως. Ξενέρωσα. Άλλο τα θεογάμια, αγάπη μου, άλλο η θεογαμία. Κι επειδή δεν βρήκα πουθενά ορισμό της λέξης ‘’θεογαμία’’, θα στηριχθώ στις μόνες δύο πηγές μου, που θα πει η μία το απόσπασμα του Κοροβέση και η άλλη την έννοια του αρχαίου τελετουργικού των θεογαμίων, για να αρθρώσω τον προσωπικό μου ορισμό της λέξης.
Η αξίωσή μου είναι, μέσω αυτού του κειμένου, η καθιέρωσή της ως επίσημης έννοιας, σε χρήση, προς πόθο, προς εκπλήρωση και προς πιθανό μελλοντικό εμπλουτισμό. Το κοροβεσικό διήγημα στο οποίο λάμπει η λέξη ‘’θεογαμία’’ έχει sad end, τα πράγματα δεν πάνε καλά για τον ήρωα και την ερωμένη του, αλλά προσωπικά δεν πτοήθηκα.
Η θεογαμία μπορεί και να έχει καλό φινάλε. Μάλλον, οφείλει να έχει καλό φινάλε. Αυτό δεν θα πει άνευ πληγών, δεν θα πει άνευ τραυμάτων και ουλών. Μα από αυτές τις χρυσαφένιες, τις που αξίζουν τον κόπο. Και σίγουρα, δεν μου αρκεί η ιδέα ότι θεογαμία συνίσταται στο να πιστέψει ο ένας για τον άλλον ότι είναι θεά και θεός. (Αυτό, για μένα, ίσως είναι απλώς η αγάπη.)
Και θεογαμία τι είναι;
Συμφωνούμε εξ αρχής πως πρόκειται περί ιδέας γενικής, πιθανώς δύσκολης να εφαρμοστεί με απόλυτη πιστότητα και εντιμότητα στον ορισμό της. Ένα πράγμα όπως η δημοκρατία, η αναρχία, η λογοτεχνία, ο φεμινισμός-έχουμε δημοκρατίες, αναρχίες, λογοτεχνίες, φεμινισμούς.
Παρήλθαν προ πολλού οι εποχές πίστης τυφλής σε απολυτότητες και σε «έτσι είναι κι όχι αλλιώς». Η νίκη του πληθυντικού αριθμού που, όμως, δεν κατόρθωσε να μας ενώσει και να μας ζυμώσει, αισθάνομαι, σε ουσιαστικές και ουσιώδεις συλλογικότητες, αλλά σε μονάδες που τα πάμε καλύτερα με συγκεκριμένες μονάδες και χειρότερα με άλλες.
Σας ξεναγώ στις σημειώσεις μου, λοιπόν, για μια απόλυτη, ιδεατή θεογαμία – δεν ασχολούμαι στο παρόν κείμενο με τις συνθήκες και τους τρόπους αληθούς υλοποίησής της. Θα πυρπολούσε κάτι τέτοιο όλα τα θεμέλια της κοινωνίας και των ανθρώπινων σχέσεων όπως τις γνωρίζουμε μέχρι σήμερα και θα ήταν μια πολύ επιζήμια διαδικασία, που δεν θα επέτρεπε πιθανώς στους συμμετέχοντες την υπηρεσία τους στο σύστημα με το οκτάωρο, την άγρα υλικών αγαθών, την συμμετοχή στα καφενεία των σόσιαλ κ.ο.κ.
Επίσης, έχω πλήρη γνώση ότι πρόκειται για κάτι αναγκαίο, έστω κι αν μπορούσε να κοινωνηθεί ως σφηνάκι, ως πηγή έμπνευσης για ελεύθερη χρήση. Από την μεγάλη καταιγίδα της θεογαμίας, ας καταδεχθούμε να γεμίσουμε έναν μικρό έστω κουβά, ας ομολογήσουμε ότι είμαστε μικροί, πεπερασμένοι, εγωιστές και ανθρωπένιοι για να την υλοποιήσουμε.
Εδεμικός έρως, σεξ και αισθησιασμός που ως μικρόβιο το οποίο φέρουν τα δύο πρωταγωνιστικά κορμιά-ψυχές κολλάει και μεταφέρεται στους γύρω ανθρώπους, με αποτέλεσμα την δημιουργία ενός φρενήρους, πύρινου κύκλου γεμάτου από καύλα, ιδέες, φαντασιώσεις που πραγματοποιούνται χωρίς να μετεωρίζονται σε στείρες εκατέρωθεν αφηγήσεις ζευγαριών και, τελικά, πλήρης επικράτηση της αριστοκρατικής καταγωγής της λέξης Γάμος, που δεν είναι άλλη από το θεϊκό (αν μη τι άλλο) ρήμα γαμώ.
Πέη που λειτουργούν ως κλειτορίδες, αιδοία που αγόγγυστα χαρίζουν χυμούς καθώς τα λάφτουν στόματα, σεξ μεταξύ ψυχών με όχημα τα σώματα, σεξ μεταξύ σωμάτων με όχημα τις ψυχές, φιλιά σαν θεία κοινωνία, σάλια τρισάγια ιαματικά παλιών πληγών, ολόκληρα, πέτρινα καυλιά, στητές, μαρμάρινες ρώγες, τριγύρω χείλη να ενώνονται, να ρουφούν, να χαμογελούν, να δαγκώνονται, χέρια που υποκαθιστούν τις φυσικές οπές των σωμάτων, σώματα κυρτά να χύνουν αλύπητα, τρεμουλιαστά, μάτια γυρισμένα προς τον Έσω Θεό, με το κατάλευκο χρώμα τους σε πλήρη αποκάλυψη.
Γλωσσόφιλα στην μέση του πουθενά, βαθιά κλάματα λυτρωτικά την ώρα της κοινής αποχαλίνωσης, ύπνοι συγχρονισμένοι και ξυπνήματα εν μέσω αυτών για μερικά χάδια ακόμα και αναστεναγμούς, να κερδίζει έδαφος συνεχώς η ζωή έναντι του θανάτου και ο έρωτας έναντι της ζωής και ο θάνατος έναντι του έρωτα και ούτω καθεξής κι ο φαύλος κύκλος να μην ταλαιπωρεί, παρά να σώζει, να δίνει πίσω τα δεκαπλάσια από όσα ζητά για να υπάρξει.
Επί γης παράδεισος με διαβατήριο την προθυμία δύο τουλάχιστον ανθρώπων να γίνουν παρανάλωμα με την ακραία πίστη ότι η φωτιά τους θα φτιάξει φάρο κι όχι στάχτες, να οδηγεί διακριτικά, συγκινητικά σχεδόν, τα χαμένα κορμιά των περιπλανώμενων ναυαγών της αγάπης στον σωστό δρόμο, στο ζεστό, υγρό λιμάνι της Ηδονής που μόνο όταν μοιράζεται υφίσταται, που μόνο ως επανάσταση νοείται, που μόνο ως απόλυτος προορισμός εκδικείται εκείνους που νομίζουν πως είναι μια στάση από τον κάματο της μιζεραμπιλιτέ και της τραυματικής τους ρουτίνας.
Ψυχές εξίσου κλειδωμένες και μοιρασμένες μεταξύ τους: να μην διαλύει η σοφή φωτιά της αγάπης που επιθυμεί τα βαθιά μοιράσματα επουδενί τα συστατικά που οφείλουν να παραμένουν μυστικά στην νόστιμη συνταγή μιας σχέσης. Κορμιά με συμφιλιωμένες εντός τους έκαστο τις θηλυκότητες και τις αρρενωπότητες για πάσης φύσεως και κατά περίπτωση/επιθυμία δυνατούς διαξιφισμούς των δερμάτων.
Αφέντες και δούλοι μεταξύ τους, ένας κύκλος που όλο χορεύει και γυρνά γύρω από τον εαυτό του και δυναμώνει όταν ανοίγει και σε άλλα πρόσωπα. Όχι φτηνιάρικη αναζήτηση επανεφεύρεσης οργασμών, αλλά ουσιαστικό, μοιρασμένο κυνήγι συνενόχων, συν-συνωμοτούντων, συντρόφων για δέκα λεπτά, μία ώρα, μία χρονιά. Η θεογαμία χρειάζεται ωριμότητα και παιδικότητα σε έναν ανεπανάληπτο συνδυασμό. Χρειάζεται δύο έμπειρους εραστές ή δύο παντελώς άπειρους. Όχι εξουσιαστικά σχήματα στις δεινότητες και τις ικανότητες.
Ο εξουσιασμός θα είναι εργαλείο, όχι συνθήκη. Θα χρησιμοποιείται από επιθυμία, όχι Ανάγκη. Γιατί αν είναι Ανάγκη, τότε θα μεταφέρεται και εκτός κλίνης. Κι όταν μεταφέρεται εκτός κλίνης, η κλίνη ξενερωτοποιείται. Δεν έχει ανάγκη το κορμί να επιτεθεί ερωτικά σε ένα άλλο-το κάνει, σε άλλη θέση και από άλλα πρίσματα, εκτός κατάστασης σεξ. Θλίψη. Ποτέ. Ποτέ έτσι. Μόνο ανάστροφα. Σου χαϊδεύω τα μαλλιά και με τρίβεις στην πλάτη να μου βγάλεις τις λάσπες, αλλά λίγο πριν με μπούκωνες, μου βίαζες τα ούλα και τη γλώσσα. Κι εγώ, δευτερόλεπτα μετά, μπορεί να σε χαστούκισα με δύναμη. Η βία της μη-βίας. Ποτέ το αντίστροφο.
Πάντα το φιλί, πάντα ένα φιλί. Πάντα η αλήθεια. Η διπλή ή και των δυο σας. Πάντα μικρές αποδράσεις για να πάρουν αέρα τα σώματα και οι διψασμένες επιδερμίδες. Πάντα έντονα επανα-πλησιάσματα. Μερικά επί τούτου breaks και ημίχρονα στο αδυσώπητο κυνηγητό της διείσδεισης, γιατί αν το σεξ εξαντλείται στην διεισδυτικότητα, τότε αφαιρείται από όλη την υπόλοιπη ζωή.
Και το καλό σεξ εξαρτάται αποκλειστικά από την ζωή που προηγείται της πράξης και από την ζωή που έπεται αυτής. Αλλιώς θα γαμηθώ μαζί σου μετά από θέατρο, αλλιώς μετά από έναν καυγά στον δρόμο. Ζήσε μαζί μου. Περπάτα, κοίτα με, θέλε με. Κι εγώ με σένα μάγισσα, ακάματη ερωμένη που μένει σεξουαλικά μη διαθέσιμη ενίοτε, όχι επειδή είναι αληθώς σεξουαλικά μη διαθέσιμη, αλλά επειδή είναι απολύτως, ριζοσπαστικά διαθέσιμη όχι κατ’ ανάγκην στον ωραίο σου πούτσο, αλλά στο Γαμήσι, ως Πράξη Επαναστατική.
Ένα καλό γαμήσι δεν οδηγεί κατ’ ανάγκην σε Θεογαμία. Αλλά καμία Θεογαμία δεν μπορεί να υφίσταται χωρίς καλά γαμήσια. Πολλά, καλά, διαφορετικά γαμήσια. Μόνα τους, αυτόφωτα να μεταμφιέζονται σε ξεσκίσματα ή σε έρωτες. Να οδηγούν το επόμενο, με βάση το προηγούμενο, να χτίζουν το ιδεατό των δύο με βάση αυτό που απολαμβάνει καθένας στη μοναξιά.
Να είναι Διττός Αυνανισμός με έναν τρόπο που να καταργεί την ιδέα του ως αυνανισμού. Και να είναι τόσο σεξ, που να μη μοιάζει με σεξ, πια. Αλλά με αστρική συμφωνία. Σαν δύο σώματα που διπλώνονται σε σχήμα αχιβάδας κάτω από νυχτερινό ουρανό και, από στιγμή σε στιγμή, θα απογειωθούν. Θεογαμία είναι ο γάμος των εραστών χωρίς την ευλογία των τρεχόντων θεών μας. Ιερέας, νύφη, γαμπρός, κουμπάρος, θόλος, παρανυφάκι, νυφικό, λαμπάδες και γλέντι μετά, όλα σε ένα είναι η ένωση εκείνων των δύο. Όχι εκείνοι οι δύο, όχι εσείς οι δύο, όχι εμείς οι δύο, αλλά η ένωσή του, η ένωσή σας, η ένωσή μας. Όλα για εκείνη. Για να θωρακίζεται, αντί να απισχναίνεται.
Η Θεογαμία πηγαίνει κόντρα στο νόμο της φθοράς, αγκαλιάζοντάς την, γνωρίζοντάς την, μη γυρνώντας της την πλάτη. Θεογαμίες συμβαίνουν μερικές στα χίλια χρόνια. Καθημερινά, όμως δισεκατομμύρια ευκαιρίες θεογαμιών πηγαίνουν χαμένες.
Κι αυτό είναι θεϊκά στενάχωρο, είναι γαμημένα φυσιολογικό. Δεν αξίζουμε όλ@ θεογαμίες, αγάπες μου. Θέλει αρχίδια, ρε η θεογαμία. Και μουνιά. Η Θεογαμία ήταν, είναι και θα είναι Δουλειά που ανθίζει και αποδίδει μόνο αν οι ρίζες της θεριεύουν μες στο χώμα του Ταλέντου.
ΥΓ: Ελευθερία ή Θεογαμία. Θεογαμία ή Ζωή. Ποιος μπορεί συνειδητά να διαλέξει;
Διαβάστε ακόμα: Πώς μπορούν να ικανοποιηθούν τρεις άνδρες (ή τρεις γυναίκες) ταυτόχρονα;