Με την Τζένη Καρέζη.

Σεπτός καθηγητής. Δημόσιος κατήγορος. Ευσταλής στρατιωτικός. Γερμανός κατακτητής. Ο Ζώρας Τσάπελης ήταν κάτι περισσότερο από ένας κλασικός καρατερίστας της παλιάς καλής Φίνος Φιλμ όπου έμαθε να ζει στη σκιά των μεγάλων ζεν πρεμιέ όπως ο Νίκος Κούρκουλος και ο Κώστας Καζάκος. Με εδραία θεατρική σκευή και ποικίλες επιτυχίες πάνω στο σανίδι, μπορούσε να καυχηθεί για το υποκριτικό του βάθος, καίτοι δεν το έκανε ποτέ λόγω χαρακτήρα.

Στο μυαλό του μέσου τηλεθεατή ελληνικών ταινιών έχει μείνει ως μια εικόνα αυστηρή, αγέρωχη, αταλάντευτη. Βοηθούσαν, φυσικά, οι «σκοτεινοί» χαρακτήρες που σχεδόν πάντα υποδυόταν στον κινηματογράφο, αλλά και το απέριττο στυλ του. Απόρροια, προφανώς, της θεατρικής του παιδείας που δεν του επέτρεπε, ακόμη και στον κινηματογράφο, να φτηνύνει το τάλαντό του.

Συχνά εμφανίζεται με καπέλο, καμπαρντίνα, pin stripe σακάκια, γραβάτα οπωσδήποτε και καλογυαλισμένα παπούτσια. Θα μπορούσε κάλλιστα να παίζει σε νουάρ ταινίες.

Ήταν όμως και το γενικότερο στυλ του που δεν σου επέτρεπε να τον δεις διαφορετικά: τα γυαλιά του ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά του. Σχεδόν πάντα σε σχήμα πεταλούδας, που όξτναν ακόμη περισσότερο τις γωνίες του προσώπου του. Συχνά εμφανίζεται με καπέλο, καμπαρντίνα, pin stripe σακάκια, γραβάτα οπωσδήποτε και καλογυαλισμένα παπούτσια. Θα μπορούσε κάλλιστα να παίζει σε νουάρ ταινίες (αν υπήρχαν πολλές στα ελληνικά κινηματογραφικά πράγματα). Σίγουρα, όμως, ήταν μια φυσιογνωμία που δεν γινόταν να μην προσελκύσει τον Νίκο Φώσκολο που ήξερε να διαλέγει ιδιαίτες φυσιογνωμίες στις ταινίες του.

Την παρθενική του εμφάνιση στον κινηματογράφο την έκανε το 1946, μόλις είχε αποφοιτήσει από την Δραματική Σχολή, στην αντιστασιακού χαρακτήρα ταινία «Αδούλωτοι σκλάβοι» της οποίας την σκηνοθεσία ξεκίνησε ο αείμνηστος διανοούμενος και θεατρικός συγγραφέας Μάριος Πλωρίτης, αλλά τελικά ολοκλήρωσε ο Βίων Παπαμιχάλης.

Συνολικά έπαιξε ως δευτεραγωνιστής σε 33 ταινίες, αλλά από αυτές έχει εντυπωθεί μέσα μας η παρουσία του στις ταινίες: «Θέμα Συνειδήσεως», «Εκείνος και Εκείνη», «Το Παρελθόν μιας Γυναίκας», «Όταν η Πόλις Πεθαίνει», «Αμόκ», «Το Λεβεντόπαιδο» και «Κοινωνία Ώρα Μηδέν». Σε όλες κατάφερε και με το παραπάνω να φέρει εις πέρας το ρόλο του και να εντυπωθεί στο μυαλό μας ως μια πολύ χαρακτηριστική φιγούρα του ελληνικού κινηματογράφου της εποχής.

Ο Ζώρας Τσάπελης γεννήθηκε στη Σαλαμίνα στις 18 Iανουαρίου 1921 και το πραγματικό του όνομα ήταν Ζωγράφος. Ήταν γιος της πολυμελούς οικογένειας του Νικολάου Τσάπελη και της Ευγενίας θυγ. Δημητρίου Μακρή. Τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο στη Σαλαμίνα και συγκεκριμένα πήγε στο 1ο Δημοτικό σχολείο (Καποδιστριακό). Εν συνεχεία μεταβαίνει στον Πειραιά για το Γυμνάσιο (2ο Γυμνάσιο Αρρένων) και καταφέρνει να περάσει ως τρίτος στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ως γερμανός διοικητής.

Δεν έμελλε, όμως, να γίνει γιατρός. Καθοριστική ήταν η συνάντησή του με τον Δημήτρη Χορν ενόσω ήταν φοιτητής. Ο Χορν θα τον παροτρύνει να δώσει εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Μέσα στην Κατοχή (το ’43) καταφέρνει να περάσει τις εξετάσεις και, φυσικά, εγκακταλείπει αυτοστιγμεί την ιατρική. Φοίτησε και αποφοίτησε μαζί με τον Χόρν στις 16 Ιουλίου 1945. Ο Ζώρας για τις διπλωματικές του εξετάσεις ερμήνευσε τους ρόλους: ως Φουσέ στο έργο Τσβάϊχ «Του φτωχού το αρνί» και ως Αγαμέμνων, στο έργο του Ευριπίδη «Εκάβη».

Κατά τη διάρκεια  της «Κατοχής» μαζί με άλλους Σαλαμίνιους ιδρύουν τον «Καλλιτεχνικό Εκπολιτιστικό Σύλλογο Νέων Σαλαμίνος».

Κατά τη διάρκεια  της «Κατοχής» μαζί με άλλους Σαλαμίνιους ιδρύουν τον «Καλλιτεχνικό Εκπολιτιστικό Σύλλογο Νέων Σαλαμίνος». Ο σύλλογος ιδρύθηκε το 1942 και διαλύθηκε το 1944. Σκοπός του συλλόγου ήταν η αντιστασιακή δράση των νέων της τότε εποχής, μέσω της τέχνης, ενάντια στον Γερμανό κατακτητή. Με την απελευθέρωση, υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία στον Ναύσταθμο Σαλαμίνας και συγκεκριμένα στο Νοσοκομείο του.

Ακόμη και με ξανθά μαλλιά για τις ανάγκες των ρόλων του.

Από το 1945 και μετά αρχίζει να εδραιώνεται στην τέχνη που αγάπησε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο και να μπαίνει ακόμη πιο βαθιά στον κόσμο του θεάτρου. Εκείνη τη χρονιά έγινε μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και αποφοιτά από τη Δραματική Σχολή. Έως το 1946 εργάζεται στο Εθνικό Θέατρο, ενώ στη συνέχεια και για 20 ολόκληρα χρόνια (έως το 1966) θα συνεργαστεί σε πολλούς σημαντικούς θιάσους της εποχής.

Το 1958 αποτέλεσε χρονιά-ορόσημο για τον Τσάπελη, αφού συγκρότησε δικό του θίασο μαζί με τους Τίτο Βανδή και Ελένη Χατζηαργύρη.

Το 1958 αποτέλεσε χρονιά-ορόσημο για τον Τσάπελη, αφού συγκρότησε δικό του θίασο μαζί με τους Τίτο Βανδή και Ελένη Χατζηαργύρη, ανεβάζοντας σπουδαία έργα όπως την «Μάγδα» του Γερμανού θεατρικού συγγραφέα Χέρμαν Ζούντερμαν. Το 1966 έκανε στροφή στην θεατρική του διαδρομή, φεύγοντας από το ελεύθερο θέατρο για να πάει στο Εθνικό Θέατρο όπου παρέμεινε μέχρι το 1986, ενώ για μεγάλο χρονικό διάστημα υπήρξε και καθηγητής στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.

Με τον Νίκο Κούρκουλο στην «Κοινωνία Ώρα Μηδέν».

Το 1966 επιστρέφει στο Εθνικό Θέατρο, όπου έπαιξε πολλούς και αξιοσημείωτους ρόλους. Οι ρόλοι που ερμήνευε ήταν επιλογή του, ποτέ δεν έπαιξε κάτι που να μην του άρεσε. Αλλά και ποτέ δεν απαιτούσε κάποιο ρόλο. Αυτό όλοι το σέβονταν και δεν τον πίεζαν ποτέ.  Για αρκετά μεγάλο διάστημα ήταν και καθηγητής στη  Δραματική  Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και  στήριξε πολλούς νέους. Επίσης με τις προσπάθειές του και με τη βοήθεια της Μελίνας Μερκούρη θεσπίστηκε να συνταξιοδοτούνται οι ηθοποιοί από το ταμείο ΙΚΑ.

Ως αρχηγός του ελληνικού στρατού.

Με το Εθνικό Θέατρο είχε παίξει στα Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου καθώς και σε χώρες του εξωτερικού όπως: Κίνα, Ιαπωνία, Ρωσία, Κύπρο. Κατά τη διάρκεια της θεατρικής του καριέρας,  έπαιξε σε πάνω από 130 έργα. Εκτός από την παρουσία του στον κινηματογράφο, μετείχε και σε τρεις τηλεοπτικές παραγωγές: «Απόλυτος εχεμύθεια», 1985 παραγωγή  Γιάννη Παναγιωτόπουλου ΕΡΤ- 2, «Ο θείος Βάνιας», 1986 του Άντον Τσέχωφ, παραγωγή ΕΡΤ- 1, «Οι ριζοσπάστες», 1988 του Κώστα Κριτσίνη, παραγωγή  ΕΡΤ -1.

Πιο πολύ από όλα λάτρεψε το θέατρο.

Η φιλία του με τον Δημήτρη Χορν έμεινε αταλάντευτη, όπως και με τον Μάνο Κατράκη, την Έλλη Λαμπέτη, τον Λυκούργο Καλέργη και τη Μελίνα Μερκούρη.

Η φιλία του με τον Δημήτρη Χορν έμεινε αταλάντευτη, όπως και με τον Μάνο Κατράκη, την Έλλη Λαμπέτη, τον Λυκούργο Καλέργη και τη Μελίνα Μερκούρη, ενώ στην πολυετή θεατρική θητεία του συνεργάστηκε με όλα τα σπουδαία ονόματα εκείνης της εποχής. Τα τελευταία έξι χρόνια της ζωής του έπασχε από Αλτσχάϊμερ και νοσηλευόταν στην Κλινική «Κανακίδη». Ο Ζώρας Τσάπελης  πέθανε στις  11 Ιανουαρίου 2002 και ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο της Σαλαμίνας.

 

Διαβάστε ακόμα: To ιερατικό στυλ του Μάνου Κατράκη (1908-1984).

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top