Η οικονομία φτιάχνει μόδα, αλλά και το ανάποδο. Πίσω στο μακρινό 1571, το αγγλικό κοινοβούλιο θέσπισε ένα νόμο που είχε ως στόχο να τονώσει την εγχώρια κατανάλωση μαλλιού και κατ’ επέκταση του τοπικού εμπορίου. Αποφάσισε, λοιπόν, ότι τις Κυριακές και τις αργίες, όλοι οι άντρες άνω των 6 ετών, εκτός από τους ευγενείς και τα λοιπά σημαίνοντα πρόσωπα, θα έπρεπε να φορούν μάλλινα σκουφάκια.
Σε αντίθετη περίπτωση θα αναγκάζονταν να πληρώνουν πρόστιμο τριών φάρθινγκς την ημέρα (ένα παλαιό νόμισμα που ισοδυναμούσε με 1,41 λίρες το 2023). Ο νόμος καταργήθηκε το 1597, ωστόσο είχε προλάβει να μετατρέψει αυτό που γνωρίζουμε στα μέρη μας ως τραγιάσκα ένα αναγνωρισμένο «σήμα» κάποιου μη ευγενούς ατόμου. Αίφνης, ένας κτηνοτρόφος, ένας έμπορος ή ένας μαθητής έβγαιναν στο δρόμο φορώντας την καθημερινά. Το στυλ της μπορεί να ήταν το ίδιο με το καπέλο Tudor που χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα σε ορισμένα στυλ «ακαδημαϊκού» ντυσίματος.
Υπάρχει, όμως, και συνέχεια στην ιστορία αυτού του καπέλου. Τον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν οι άντρες φορούσαν ακόμη καπέλα, οι τραγιάσκες είχαν μεγάλη πέραση σε όλη τη Μεγάλη Βρετανία και την Ιρλανδία. Οι εκδόσεις σε λεπτότερο ύφασμα θεωρήθηκαν επίσης κατάλληλες για περιστασιακά ρούχα εξοχής που τα προτιμούσαν Άγγλοι της ανώτερης τάξης. Στα roaring 20’s αυτά τα καπέλα ήταν αναπόσπαστο κομμάτι του ντυσίματος των μοντέρνων ανδρών, ενώ τα αγόρια όλων των τάξεων στο Ηνωμένο Βασίλειο τα φορούσαν ως σύμβολο μόδας. Μια παραλλαγή του, μάλιστα, είχε οικειοποιηθεί από τα σχολεία και ήταν μέρος της σχολικής στολής που έπρεπε να φορούν όλοι οι μαθητές.
Η τραγιάσκα έφτασε στη νότια Ιταλία στα τέλη του 1800, πιθανότατα από βρετανούς στρατιώτες. Στην Τουρκία, το επίπεδο καπέλο έγινε το κύριο κάλυμμα κεφαλής για τους άνδρες, τότε που απαγορεύτηκε το φέσι από τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Όλα αυτά το 1925.
Στις αρχές του 20ου αιώνα φορέθηκε από άνδρες της εργατικής τάξης στην Ισπανία και έγινε μέρος της παραδοσιακής ενδυμασίας και της λαογραφίας της Μαδρίτης, όπου ονομάζεται parpusa gorra madrileña.
Στη βρετανική λαϊκή κουλτούρα, το συγκεκριμένο καπέλο συνδέεται -συνήθως- με το Γιορκσάιρ και ευρύτερα με τους άνδρες της εργατικής τάξης. Ωστόσο, με τον καιρό η φήμη του πέρασε ακόμη και στο ροκ ακροατήριο. Αρκεί να θυμηθούμε τον τραγουδιστή των των AC/DC, Μπράιαν Τζόνσον, από το Νιούκαστλ, ο οποίος συνήθως φοράει τραγιάσκα στη σκηνή και εκτός σκηνής.
Φυσικά, εκεί που εκτινάχθηκε η φήμη του ήταν στο Peaky Blinders. Τα μέλη της πρώην συμμορίας από το Μπέρμιγχαμ, φορούν καπέλα Baker Boy, ένα παρόμοιο στυλ που συχνά συγχέεται με τις τραγιάσκες. Λέγεται πως μέσα στα καπέλα του έραβαν ξυράφια ή φυλούσαν όπλα σε περιπτώσεις που χρειαζόταν να ασκήσουν βία. Τι παράξενο γι’ αυτούς.
Η χρήση στο East End του Λονδίνου απεικονίζεται από τον Jim Branning της τηλεοπτικής σαπουνόπερας EastEnders και τον Del Boy Trotter των Only Fools and Horses. Οι οδηγοί ταξί και λεωφορείων συχνά φορούν ένα τέτοιο επίπεδο καπέλο. Στα μέρη μας; Οχι, μόνο καπέλο δεν φορούν.
Ο σπουδαίος χιλιανός ποιητής Πάμπλο Νερούδα ήταν ένας από τους λάτρεις της τραγιάσκας. Η χάρη του έφτασε έως τη Νότια Κορέα που υιοθετήθηκε κυρίως από τους γηραιότερους άντρες, ενώ στις ΗΠΑ, κυρίως μέσω της υποκουλτούρας της χιπ χοπ, ντύνει κεφάλια νέων που άλλοτε το φορούν το μπρος πίσω ή το αφήνουν με χάρη στο πλάι.
Το θέμα είναι τι κάνουμε; Το αφήνουμε στην άκρη θεωρώντας πως η τραγιάσκα μάς θυμίζει τον παππού μας ή, μήπως, επειδή μας θυμίζει τον παππού μας (ενδιαφέρουσα ταυτολογία) αξίζει να την προσθέσουμε στην γκαρνταρόμπα μας τους κρύους μήνες του χειμώνα;
Σαφώς, το look φέρνει στο νου τους χίπστερς που τη συνδυάζουν με τα ανάλογα μούσια (τσιγκελωτό μουστάκι απαραιτήτως), vintage ρούχα, τιράντες και όλα τα συμπαρομαρτούντα. Πάντως, το καλό με την τραγιάσκα είναι ότι μπορείς να την φορέσεις με τουίντ σακάκι και να μοιάζεις με καθηγητή της Οξφόρδης, αλλά και με δερμάτινο τζάκετ και να δείχνεις μέλος κάποιου ροκ συγκροτήματος ή αριστερίστικης γκρούπας. Διαλέγει κανείς και… φοράει.
Διαβάστε ακόμα: Πώς φοριέται το καπέλο.