«Δεν μ’ αρέσει τίποτα το καινούργιο και γυαλιστερό, τα θέλω όλα να έχουν την αίσθηση του παλιού, του μουσειακού, του παραδοσιακού».

Το «Dal Calzolaio» της Αγγελικής Κοκκώνη βραβεύτηκε πρόσφατα ως το «Καλύτερο Ντοκιμαντέρ Μεγάλου Μήκους» στα Florence Film Awards, έχοντας κερδίσει πανηγυρικά τις ψήφους του κοινού.

Η ελληνίδα σκηνοθέτιδα ζει και εργάζεται στην Φλωρεντία ως σκηνοθέτης, φωτογράφος, σεναριογράφος και μεταφραστής, έχει  ολοκληρώσει δύο ντοκιμαντέρ μικρού μήκους και δύο μεγάλου μήκους που έχουν βραβευθεί σε διεθνή φεστιβάλ και επίσης διδάσκει σε σχολεία και σε πανεπιστήμια.

Στο τελευταίο της ντοκιμαντέρ που κέρδισε τις εντυπώσεις, μπαίνει με την κάμερά της στην καθημερινότητα ενός calzolaio, ενός ιταλού τσαγκάρη, του Τζιάνι, ο οποίος συνεχίζει την πατρική επιχείρηση με μεράκι. Ζει και εργάζεται στο τσαγκάρικο σχεδόν ιεροτελεστικά και, ενώ από το μαγαζί  περνούν φιγούρες της πόλης υπό τους ήχους του Ράδιο Καπιτάλ, ο ίδιος δεν παύει να θυμάται τα νεανικά του όνειρα και την βραχεία καριέρα του ως ποδοσφαιριστής!

«Χρειάζομαι χρώματα στην ζωή μου, στο σπίτι μου, στο ντύσιμο μου, στην πόλη μου, στις φωτογραφίες και τα ντοκιμαντέρ μου».

Η Aγγελική Κοκκώνη, με την τρυφερή και κάποιες στιγμές παράδοξη ματιά πάνω στα πράγματα, συστήνεται  στο Andro  και μοιράζεται όλα αυτά που την εμπνέουν και της δίνουν δύναμη να συνεχίζει να δημιουργεί.

Πότε θυμάσαι να ονειρεύτηκες για πρώτη φορά αυτό που κάνεις σήμερα;
Αυτό που ήθελα πάντα ήταν να κάνω κωμωδία και να κάνω τους γύρω μου να γελάνε. Δεν είχα αποφασίσει πώς θα το έκανα και προσπαθούσα με διάφορους τρόπους να μπω στον χώρο της κωμωδίας, είτε μέσω θεάτρου, μέσω τηλεόρασης, μέσω stand-up, μέχρι που είδα tο Gates of Heaven, το ντοκιμαντέρ του Errol Morris. Συνδύαζε κωμωδία και ντοκιμαντέρ με τον πιο ευφυή τρόπο και κατάλαβα ότι αυτό ήταν ακριβώς αυτό που ήθελα να κάνω.

Τα υλικά μέσα στο τσαγκάρικο αποτέλεσαν το σκηνικό του ντοκιμαντέρ.

– Τι άλλες δουλειές έχεις κάνει στην ζωή σου;
Έχω δουλέψει ως DJ, έχω διδάξει σε σχολείο, έχω δουλέψει σε μαγαζιά με ρούχα, έπιπλα, καλλυντικά. Μέχρι τώρα, έχω επιλέξει δουλειές που μου επέτρεπαν τον χρόνο να ταξιδεύω και να δημιουργώ: να κάνω και να βλέπω ταινίες, να γράφω, να καταπιάνομαι με ό, τι περίεργο project μου έρχεται στο μυαλό. Όταν μια δουλειά μού τρώει υπερβολικό χρόνο και ενέργεια την αφήνω, γιατί οι προτεραιότητες μου είναι άλλες.

– Σε εμπνέει το αστικό τοπίο, οι άνθρωποι, η καθημερινότητα και…τι άλλο; Ποια διαφορά θεωρείς ότι έχει η δική σου ματιά σε σχέση με τόσων άλλων, δημιουργών οπτικού περιεχομένου;
Με εμπνέει επίσης  το χρωματιστό, το σουρεάλ και το χτεσινό. Χρειάζομαι χρώματα στην ζωή μου, στο σπίτι μου, στο ντύσιμο μου, στην πόλη μου, στις φωτογραφίες και τα ντοκιμαντέρ μου. Χρειάζομαι επίσης το να γελάω, αν είναι δυνατόν συνεχώς, γι’ αυτό ψάχνω πάντα κάτι το παράλογο, το παλαβό, το απρόσμενο. Καταστάσεις και ατάκες που επιφανειακά δείχνουν να μην κολλάνε με τίποτα αλλά που δημιουργούν την πιο αντιπροσωπευτική εικόνα αυτού που παρουσιάζω τελικά. Και δεν μ’ αρέσει τίποτα το καινούργιο και γυαλιστερό, τα θέλω όλα να έχουν την αίσθηση του παλιού, του μουσειακού, του παραδοσιακού, αλλά συνδυασμένα με χρώμα και τέχνη και τρέλα. Η κύρια διαφορά της δικής μου ματιάς με άλλων φωτογράφων του σήμερα θα έλεγα ότι είναι -για καλό ή για κακό- το ότι δεν παίρνω τον εαυτό μου καθόλου στα σοβαρά γιατί με θεωρώ πάντα ερασιτέχνη.

«Χάρηκα που βραβεύτηκα, αλλά περισσότερα χάρηκα για τον Τζιάνι και τους πελάτες του, για τους κατοίκους της Φλωρεντίας».

– Περίμενες να πάρεις το πρώτο βραβείο εσύ και ο calzolaio σου; Τι μπορεί να σημαίνει αυτό για εσένα από εδώ και πέρα;
Αυτή η συγκεκριμένη δουλειά μου, το Dal Calzolaio (At the Cobblers),  ξεκίνησε την πορεία της με το Φεστιβάλ της Φλωρεντίας, και δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό όσον αφορά την περαιτέρω πορεία του, και αν θα πάει πουθενά παραπέρα ή αν θα σταματήσει εδώ. Δεν το περίμενα να πάρω τίποτα, παρόλο που έχουν βραβευτεί και προηγούμενες δουλειές μου, κυρίως γιατί γενικά τον θεωρώ πολύ δύσκολο τομέα αυτόν του ντοκιμαντέρ, που πολύ σπάνια αναγνωρίζεται κάτι και πρέπει να είναι κάτι το ξεχωριστό. Μπορείς να βάλεις τα πάντα σε ένα project και απλά να μην το δει ποτέ κανένας, όσο και αν προσπαθήσεις να το σπρώξεις. Κάποιες φορές όμως στέκεσαι τυχερός και έρχεται σε επαφή με τον κόσμο που του αναλογεί — όπως εγώ τώρα.

«Όσοι δεν είδαν τους εαυτούς τους στο έργο, είδαν την καθημερινότητά τους».

– Το ντοκιμαντέρ σου για ποιον λόγο πιστεύεις πως άγγιξε και συγκίνησε έτσι τους Φλωρεντινούς;
Αυτή η συγκεκριμένη είναι μια ιστορία άκρως Φλωρεντινή, ένα πορτραίτο ενός τσαγκάρη που πιο Φλωρεντινός δεν γίνεται, και έτσι το κοινό της Φλωρεντίας το αγκάλιασε, το αγάπησε και το γιόρτασε, γιατί το ένιωσε δικό του. Όσοι δεν είδαν τους εαυτούς τους στο έργο, είδαν την καθημερινότητά τους, είδαν κάτι που τους είναι πολύ γνώριμο και αγαπητό και που κανένας ξένος -όσο κι αν το εκτιμάει- δεν ασχολείται να το απαθανατίσει.

»Οπότε, υπήρξε μια κάποια ευγνωμοσύνη, μου έστελναν να με ευχαριστήσουν που ασχολήθηκα με κάτι πολύ δικό τους με το οποίο δεν έχει ασχοληθεί κανένας άλλος μέχρι τώρα. Εννοείται ότι χάρηκα, λοιπόν, που βραβεύτηκα, αλλά περισσότερα χάρηκα για τον Τζιάνι και τους πελάτες του, για τους κατοίκους της Φλωρεντίας που ένιωσαν ότι γιορτάζεται και αναγνωρίζεται κάτι δικό τους που δεν είναι μία από τις γνωστές τουριστικές ατραξιόν τους, αλλά κάτι που έχει να κάνει με τον καθημερινό τρόπο ζωής τους και το μεράκι ενός τεχνίτη και την ομορφιά ενός επαγγέλματος που χάνεται.

«Είναι το όνειρό μου να φτιάξω μια ταινία που να παρουσιάζει την ιστορία όλων όσων έχουν θαφτεί σε κάποιο νεκροταφείο».

– Έχεις πρότυπα, ανθρώπους που θαυμάζεις για το έργο ή για την στάση τους στην ζωή;
Πολλούς! Σ’ αυτό που κάνω, τα κυριότερα μου πρότυπα είναι ο Errol Morris, ο Werner Herzog και ο Wim Wenders. Αλλά γενικότερα έχω πάρα πολλούς ανθρώπους χωρίς την δουλειά των οποίων δεν ζω ούτε μέρα και τους οποίους ακολουθώ σαν θεούς: Mick Jagger, Stanley Kubrick, Woody Allen, Ingmar Bergman, Arthur Koestler, Fritz Lang, Marina Abramović, Larry David, Fyodor Dostoevsky, Joel and Ethan Coen, Susan Sontag, Philip Roth, Slavoj Žižek, George Orwell, John Berger, Henri Matisse, Keith Haring, Mary Ellen Mark και πολλούς άλλους, σου είπα μόνο τους κυριότερους, αλλά έχουμε και τους Led Zeppelin, Ferdinand Céline, Wes Anderson, Paolo Sorrentino και πάει λέγοντας. Η λίστα είναι ατελείωτη.

Στο εργαστήρι του ιταλού τσαγκάρη.

– Αν είχες αυτή τη στιγμή μια γενναία χρηματοδότηση από κάποιο ίδρυμα, ας πούμε, και απόλυτη δημιουργική ελευθερία, με τι θα καταπιανόσουν;
Με ένα ντοκιμαντέρ πάντα, αλλά για κάποιο νεκροταφείο. Είναι το όνειρό μου να φτιάξω μια ταινία που να παρουσιάζει την ιστορία όλων όσων έχουν θαφτεί σε κάποιο νεκροταφείο. Αυτό ξεκίνησε όταν πήγαμε με τον πατριό μου τον Γιάννη Κορκόδειλο σε ένα νεκροταφείο στην Άνδρο και μου διηγήθηκε όλες τις ιστορίες αυτών που ήταν θαμμένων γύρω από τον παππού μου. Και ήταν μια πανέμορφη τρέλα για πολλούς λόγους, αλλά κυρίως συνειδητοποίησα πόσα έχουν να ειπωθούν για όλους αυτούς τους ανθρώπους, πόσα δεν ξέρουμε, και πόσα έζησαν, πόση κωμωδία αλλά και πόσος πόνος υπάρχει σε όλες αυτές τις ζωές, και πόσο κανείς ποτέ δεν τα μαθαίνει στο τέλος. Έρχονται και φεύγουν και αγγίζουν μόνο τους πολύ κοντινούς τους. Και έτσι ήθελα να κάνω ένα πορτρέτο κάποιων που φύγανε, και που τώρα τους ενώνει το ότι βρίσκονται στο ίδιο νεκροταφείο. Υπάρχουν τόσες ιστορίες που δεν ξέρουμε και δεν μπορώ να δεχτώ ότι απλά ποτέ δεν θα τις μάθουμε.

Από τα παραλειπόμενα του ντοκιμαντέρ «Dal Calzolaio».

-Ταινία μεγάλου μήκους θα τολμούσες να οραματιστείς;
Τώρα πια μόνο ταινίες μεγάλου μήκους θα με ενδιέφερε να κάνω, μου ήταν πολύ δύσκολο να πω αυτά που ήθελα σε μικρού μήκους — έχω και την τάση να μιλάω πολύ. Αν εννοείς όμως μη ντοκιμαντέρ, ναι, θα το έκανα, αλλά ίσως να μην το διασκέδαζα όσο με τα ντοκιμαντέρ. Έχουν μια αμεσότητα και τρέλα που δύσκολα την βρίσκεις στην φαντασία κάποιου και γραμμένη.

«Το σπίτι μου είναι σαν μια μικρή γκαλερί, όπου όλο και κάτι καινούργιο ανεβαίνει στον τοίχο».

– Πώς περνούν οι μέρες σου στην Φλωρεντία; Ταξιδεύεις, ακούς μουσική, γράφεις… και τι άλλο;
Δουλεύω αρκετά, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να μην δω μια ταινία κάθε μέρα, να μην γράψω κάτι, έστω και λίγο, να μην ακούσω μουσική, να μην συνεχίσω το παζλ μου με τα μυρμήγκια του Fabio Vettori και να μην φάω γλυκό. Όλα αυτά είναι εθισμοί και δεν γίνεται να μη γίνουν σε καθημερινή βάση. Το σπίτι μου είναι σαν μια μικρή γκαλερί, όπου όλο και κάτι καινούργιο ανεβαίνει στον τοίχο, οπότε έχει καταλήξει μέσα στην καθημερινή μου ρουτίνα και το να αγοράζω κορνίζες. Τα ταξίδια, όμως, και η μουσική είναι στην πιο κεντρική θέση στην ζωή μου: ταξιδεύω σε εβδομαδιαία βάση και ακούω μουσική μονίμως. Έχει τύχει να ακυρώσω τα πάντα και να μείνω σπίτι γιατί βγήκα έξω και συνειδητοποίησα ότι είχαν χαλάσει τα ακουστικά μου και θα έπρεπε να πάρω το τραμ χωρίς μουσική. Γύρισα πίσω έτσι όπως ήμουν, δεν είναι κάτι που μπορούσα να κάνω. Έπρεπε να ζητήσω από τον φίλο μου να μου πάρει και να μου φέρει ακουστικά, γιατί και μέχρι το μαγαζί με τα ακουστικά ποιος πάει χωρίς μουσική;

– Τι σε απασχολεί καλλιτεχνικά αυτό το διάστημα;
Διαβάζω Hunter S. Thompson, The Great Shark Hunt, και βλέπω το Dark των Baran bo Odar and Jantje Friese. Κυρίως, όμως, διασκευάζω το Κομμουνιστικό Μανιφέστο σε παιδικό βιβλίο και το καλοκαίρι θα έρθω στην Άνδρο να δουλέψω στο επόμενό μου ντοκιμαντέρ που θα είναι πάνω στο εστιατόριο της μαμάς μου, της Κατερίνας Ρεμούνδου, «Του Ζοζέφ».

 

Διαβάστε ακόμα: Βασίλης Κεκάτος – «Είμαστε στα 28 μας και στην Ελλάδα θεωρείται νορμάλ να μη βγάζουμε χρήματα».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top