Όταν με το καλό δούμε στις ελληνικές αίθουσες τη νέα ταινία Μαρία με την Angelina Jolie στον πρωταγωνιστικό ρόλο, στη σκηνή που η θρυλική τραγουδίστρια αναπολεί τις νεανικές της εμφανίσεις στα μεγάλα θέατρα, ο θεατής ας προσέξει ότι σε αυτή τη σκηνή τη νεαρή Κάλλας υποδύεται η Ελληνοκύπρια λυρική τραγουδίστρια Χριστιάνα Αλωνεύτη. Μιλήσαμε μαζί της με αφορμή την ταινία αλλά και την επερχόμενη εμφάνισή της στο Ίδρυμα Θεοχαράκη για ένα πρωτότυπο πρόγραμμα αφιερωμένο στο έτος Πουτσίνι και το ιταλικό τραγούδι της εποχής του δημοφιλούς συνθέτη.
– Το καλοκαίρι περπάτησες στο κόκκινο χαλί του Φεστιβάλ της Βενετίας.
Παρακολούθησα την Μπιενάλε, το 81ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, επειδή συμμετείχα στην ταινία Maria που σκηνοθέτησε ο Πάμπλο Λοράιν και στην οποία πρωταγωνιστεί η Αντζελίνα Τζολί. Είχα την τύχη να παίξω τον ρόλο της νεαρής Κάλλας το 1947, όταν κάνει το ντεμπούτο της ως Ελβίρα στο I Puritani του Μπελίνι. Αυτή ήταν μια σουρεαλιστική εμπειρία για μένα, και είμαι τόσο πολύ χαρούμενη που μπόρεσα να είμαι εκεί και να περπατήσω στο κόκκινο χαλί. Ήταν προφανώς η πρώτη φορά που έκανα κάτι τέτοιο και ήταν απλά υπέροχο.
– Και συνεργαστήκατε με την Αντζελίνα κατά τη διάρκεια αυτής της εμπειρίας;
Είχα ένα καμαρίνι δίπλα στην Αντζελίνα Τζολί στην Κρατική Όπερα της Ουγγαρίας στη Βουδαπέστη, και την ημέρα που γύριζα τη σκηνή μου, εκείνη γύριζε τη δική της για τη Μήδεια του Κερουμπίνι. Είχαμε μια υπέροχη συζήτηση και επίσης με παρακολούθησε να γυρίζω τη σκηνή μου και να τραγουδάω την άρια μου περίπου 10 φορές, και ήταν πραγματικά κολακευτική. Ήταν μεγάλη μου τιμή που είχα την ευκαιρία να δουλέψω μαζί της. Νομίζω ότι είναι ένας πολύ γενναιόδωρος άνθρωπος, μια γενναιόδωρη συνάδελφος με ζεστή καρδιά και κάποια που αγαπάει πραγματικά την όπερα!
– Η Μαρία Κάλλας έχει εμπνεύσει ήδη αρκετές ταινίες. Τι καινούργιο έχει αυτή η ταινία;
Είναι πολύ σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι αυτό που φέρνει η Αντζελίνα Τζολί είναι ένα πολύ υψηλό προφίλ στο ρόλο της Κάλλας και αυτό είναι επίσης κάτι εξαιρετικά ωφέλιμο για την όπερα προκειμένου να έρθει πιο κοντά σε ένα διαφορετικό κοινό, που δεν έχει έρθει προηγουμένως στο λυρικό θέατρο. Αυτό κάνει την όπερα κάτι που είναι και πάλι πιο δημοφιλές, κάτι που ανήκει στον πολύ κόσμο και όχι σε μια περιορισμένη ομάδα της υψηλής κοινωνίας.
– Η ίδια πώς βρεθήκες στην παραγωγή αυτής της ταινίας;
Υπήρχαν κάποιες διαφημίσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι οποίες δεν είχαν καμία πληροφορία για την παραγωγή ή για τον διεθνή χαρακτήρα της. Δεν ήταν επίσης ξεκάθαρο αν επρόκειτο για ταινία ή αν ήταν θεατρικό έργο, δεν είχα πραγματικά καμία ιδέα, αλλά ένας φίλος μου, που είναι ηθοποιός, με ενθάρρυνε να στείλω το υλικό μου και να κάνω αίτηση. Αρχικά του είπα “όχι, δεν νομίζω ότι πρέπει, ξέρεις είμαι τραγουδίστρια, δεν είμαι ηθοποιός”, τελικά όμως με έπεισε, προχώρησα στο επόμενο στάδιο και τελικά με επέλεξε στην Αθήνα η Σοφία Δημοπούλου, η οποία ήταν μέλος μιας διεθνούς ομάδας casting. Αισθάνομαι μεγάλη τιμή που με επέλεξαν, γιατί η Μαρία Κάλλας είχε μία πολύ ισχυρή ελληνική ταυτότητα.
– Έχετε κοινό χαρακτηριστικό ότι είστε και οι δύο παιδιά της ελληνικής διασποράς.
Ναι, αυτό ένιωσα ότι με συνδέει πάρα πολύ, γιατί είμαι σίγουρη ότι και η Κάλλας ένιωθε να ανήκει παντού και πουθενά, αλλά κάτι που ένιωθε πολύ η Κάλλας ήταν ότι είχε μια πολύ ισχυρή ελληνική ταυτότητα. Νομίζω ότι αυτό ήταν ένα πολύ σημαντικό κομμάτι του ποια ήταν ως άνθρωπος ως το τέλος, και ως καλλιτέχνης. Επιπλέον, η Μαρία Κάλλας ήταν το “pin up girl” μου, το είδωλό μου, σε αυτήν βρήκα τόσο πολύ φως και έμπνευση σε όλη μου τη ζωή, από την εποχή των σπουδών μου μέχρι τώρα, και το να έχω την ευκαιρία να ζωντανέψω έστω και ένα κομμάτι της ταυτότητάς της ήταν μια τεράστια τιμή.
– Πιστεύεις ότι αυτή η ταυτότητα επηρέασε την προσέγγισή της στην όπερα;
Η θεατρικότητα ήταν κάτι που δεν είχαμε ξαναδεί ή δεν είχαμε δει στον κόσμο της όπερας για πολλά χρόνια, και η Μαρία Κάλλας έκανε το belcanto κάτι που άξιζε πάλι να το δούμε και να το ακούσουμε. Αυτό είναι κάτι που προέρχεται από την καταγωγή της, από το αρχαίο ελληνικό δραματικό θέατρο. Νομίζω ότι αυτό ήταν που διαμόρφωσε τις ερμηνείες της. Φυσικά, μιλούσε άψογα ιταλικά και άψογα γαλλικά και έτσι ήταν πολύ καλά εξοικειωμένη με αυτές τις παραδόσεις, αλλά αυτό που έκανε την Κάλλας μοναδική ήταν ότι έφερε στον κόσμο της όπερας την ελληνικότητά της μέσω του δράματος που εμφύσησε στους ρόλους.
– Η ίδια πώς ασχολήθηκες με την όπερα;
Φοίτησα σε ελληνικό σχολείο όταν ζούσα στη Μελβούρνη, ήταν πραγματικά πολύ σημαντικό για τους γονείς μου να συνδεθώ με την κουλτούρα μου ως Ελληνοκύπρια, και η πρώτη μου επαφή με τη μουσική ήταν μέσω των δημοτικών τραγουδιών, τα οποία τραγουδούσα ως μέλος μιας χορωδίας τα βράδια της Τρίτης από την ηλικία των 7 ετών. Συχνά εμφανιζόμουν σε τεράστιες εκδηλώσεις για την ελληνοαυστραλιανή κοινότητα ως σολίστ και άρχισα να κάνω ιδιαίτερα τραγουδιού όταν ήμουν 12 ετών. Από νεαρή ηλικία ήταν εμφανές ότι είχα μια φωνή που ήταν πιο κλασική από τη φύση της, έτσι άρχισα να τραγουδάω ιταλικές αριέττες και μικρά τραγούδια και έτσι άρχισα να ασχολούμαι με την όπερα. Όταν αποφοίτησα από το λύκειο, είχα κερδίσει στην μια πλήρη υποτροφία για να σπουδάσω νομικά, αλλά σπούδασα μουσική.
– Επίσης έχει σπουδάσει γλωσσολογία.
Ναι, εκτός από τις μουσικές μου σπουδές, είμαι επίσης γλωσσολόγος, μιλάω πέντε γλώσσες, έχω σπουδάσει γλωσσολογία σε μεταπτυχιακό επίπεδο,και είναι κάτι που με έχει βοηθήσει πολύ, επειδή ως τραγουδίστρια όπερας ταξιδεύεις συνεχώς συναντώντας ανθρώπους από διαφορετικές κουλτούρες, μιλώντας σε διαφορετικές γλώσσες, μελετώντας διαφορετικούς ρόλους. Μερικές φορές πρέπει να μάθεις ρόλους σε γλώσσες που δεν μιλάς άπταιστα, αλλά πρέπει να έχεις τέλεια προφορά και προφανώς να καταλαβαίνεις τις λεπτομέρειες, τόσο γλωσσικά όσο και ψυχολογικά, όσα περνάει ο χαρακτήρας, οπότε το να έχεις αυτή τη νευροπλαστικότητα ήταν πολύ χρήσιμο και για την καριέρα μου ως τραγουδίστρια όπερας.
– Η πανδημία ήταν μία περίοδος αναπροσδιορισμού αυτής της σταδιοδρομίας;
Είχα μια πρώτη καριέρα τραγουδώντας ελαφρύτερους ρόλους, όπως η Σουζάνα στο Le Nozze di Figaro, που έκανα στην αίθουσα Smetana στην Πράγα, Musetta στο La Boheme, Despina στο Cosi fan Tutte. Τώρα είμαι περισσότερο τη Fiordiligi. Οι ρόλοι που δουλεύω αυτή τη στιγμή είναι η Liu από την Turandot, η Mimi από τη La Boheme του Puccini, η Amelia από τον Simon Boccanegra του Verdi, η Tatiana από τον Ευγένιο Ονιέγκιν του Τσαϊκόφσκι, η Yolanda επίσης, ενώ πρόσφατα έκανα cover ως Suor Angelica σε σημαντικό διεθνές φεστιβάλ στην Ιταλία. Θα έλεγα ότι το δυνατό μου σημείο βρίσκεται κυρίως στην ιταλική και σλαβική παράδοση.
– Ποιες είναι οι προκλήσεις για έναν νέο τραγουδιστή όπερας σήμερα;
Υπάρχουν πάρα πολλές προκλήσεις, αλλά υπάρχουν και πάρα πολλές ευκαιρίες. Νομίζω ότι βρισκόμαστε σε μια ενδιαφέρουσα ιστορική στιγμή, όπου η βιομηχανία αλλάζει πολύ, το κοινό αλλάζει πολύ. Στα θέατρα καλωσορίζουμε νέο κοινό, που μπορεί να μην κατανοεί την ιστορία της όπερας και να μην γνωρίζει ποιοι είναι οι σπουδαιότεροι του χώρου. Δεν είναι ίσως γνώστες, όπως ήταν πριν από 20 χρόνια. Ως αποτέλεσμα, επίσης, τα γούστα αλλάζουν, πολλές επιλογές casting είναι διαφορετικές, λαμβάνουμε πολύ υπόψη την εμφάνιση του τραγουδιστή, την υποκριτική του ικανότητα. Ειλικρινά πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό να είσαι τραγουδιστής-ηθοποιός ή ηθοποιός που τραγουδάει, αυτό είναι κάτι που η Κάλλας το είχε και νομίζω ότι συμφωνώ πραγματικά με αυτό.
– Δεν είναι πια το πιο σημαντικό η φωνή;
Οι φωνές διαμορφώνουν το 90% της παράστασης, αλλά είναι αυτό που πρέπει να αναπαραστήσουμε με τη φωνή, πρέπει να εμπνεύσουμε τον χαρακτήρα με τις φωνές μας, με τη χρωματική μας παλέτα, με τη συναισθηματική μας ικανότητα, οπότε αλλάζουν πολλά στον κόσμο της όπερας και αυτό δημιουργεί επίσης πολλές προκλήσεις για τους νέους τραγουδιστές. Για αυτό χρειαζόμαστε τους σωστούς ανθρώπους γύρω μας, τους σωστούς μέντορες και, φυσικά, χρειαζόμαστε ανθρώπους να πουν το όνομά μας σε ένα δωμάτιο γεμάτο ευκαιρίες. Νομίζω ότι αυτό είναι κάτι που είναι πραγματικά πολύ σημαντικό. Και νομίζω ότι πρέπει να επαναφέρουμε την αγάπη για τον καλλιτέχνη, γιατί τον τελευταίο καιρό νιώθω ότι οι καλλιτέχνες φοβούνται να είναι πραγματικά ο εαυτός τους.
– Ποιο είναι λοιπόν το ζητούμενο;
Συμβαίνουν διάφορα πράγματα στη βιομηχανία, επίσης ξέρουμε τι συνέβη κατά τη διάρκεια της πανδημίας, πολλοί καλλιτέχνες έχασαν τη δουλειά τους μέσα σε μια νύχτα, αυτό ήταν πολύ τραυματικό για όλους μας, και έτσι νομίζω ότι οι άνθρωποι είναι γενικά πολύ πιο επιφυλακτικοί. Νομίζω ότι αυτό που πρέπει να κάνουμε ως νέοι άνθρωποι είναι να έχουμε το θάρρος να ερμηνεύουμε, με ακόμη περισσότερο πάθος, με ακόμη περισσότερη ακεραιότητα, με ακόμη περισσότερη ελευθερία, Οπότε ρέπει να έχουμε λίγο περισσότερο ρίσκο στη σκηνή και πρέπει να εμπιστευτούμε τον καλλιτέχνη. Θα ερμηνεύσει σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη και τον μαέστρο, με τον λιμπρετίστα, με τη μουσική του συνθέτη, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης το ερμηνευτικό ήθος του καλλιτέχνη.
//Πληροφορίες για τη συναυλία και βιογραφικό σημείωμα στη σελίδα του Ιδρύματος Θεοχαράκη.
Διαβάστε ακόμα: ΕΛΣΟΝ, μια ελληνική ορχήστρα νέων χειροκροτείται σε Αθήνα και Νέα Υόρκη.