Από μικρό παιδί είχα μεγαλώσει με αφηγήσεις για το νησί της Λήμνου. Ο παππούς μου και ο πατέρας μου, μιλούσαν με μεγάλη αγάπη για αυτήν και μου έλεγαν ότι, λόγω της εγγύτητας που είχαν οι τόποι μας, μοιραζόμασταν πολλά κοινά. Αξέχαστα τα γέλια του παππού μου, κάθε φορά που μου εξιστορούσε το συμβάν με τους δύο Λημνιούς φαντάρους που γνώρισε όταν κατετάγη στο στρατό και πόσο τεράστια εντύπωση του έκανε η κοινή μας προφορά. Τέτοια ομοιότητα, που απόρησε πώς δεν ήξερε αυτά τα παιδιά που ήταν από το ίδιο… χωριό. O πατέρας μου ακόμα και τώρα συνηθίζει να μου μιλάει για τα κοινά μας έθιμα, τις όμοιες ντοπιολαλιές μας, τα φαγητά μας και τόσα άλλα. Στο puzzle που σκαρωνόταν στο υποσυνείδητο εδώ και χρόνια ήρθαν να προστεθούν στα φοιτητικά μου χρόνια και δυο στίχοι που κρύβουν μεγαλείο και απωθημένο:
«Αχ, τη ζωή μας που την κάναμε τραγούδι,
να ’τανε τρόπος να την κάνουμε ζωή».
Οι παραπάνω στίχοι είναι της Μαρίας Λαμπαδαρίδου Πόθου, η οποία έχει καταγωγή από… τη Λήμνο. Κάπως έτσι το είχα καημό («καμό» που λένε στη Λήμνο) να πάω στο νησί της αγαπημένης μου ποιήτριας – συγγραφέως.
Η Λήμνος είναι ένα νησί που θα λατρέψει αυτός που αγαπάει τα απλά και αβασάνιστα πράγματα στη ζωή του και με αυτά καταφέρνει να αισθάνεται ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου. Είναι ένα νησί για όσους δεν τρώγονται με τα ρούχα τους, για τους μύστες της «καλής ζωής», όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ τουλάχιστον. Καταγάλανα νερά, φοβερή ηρεμία, βιβλία με αρμύρα στις αμμουδιές και φυσικά πεντανόστιμο (μαλωμένο με το φασόν) φαγητό και γλυκόπιοτο κρασί.
Ας σταθούμε όμως λίγο στο κομμάτι του φαγητού και της γαστρονομίας. Η Λήμνος είναι ένα νησί σχεδόν 100% αύταρκες, ενώ φημίζεται για τα προϊόντα που παράγει: το καλύτερο ελληνικό αλεύρι (ο σιτοβολώνας της αρχαίας Ελλάδος), απίστευτα τοπικά τυριά (μελίχλωρο, καλαθάκι, φέτα, κασκαβάλι), χειροποίητα ζυμαρικά (αυτούδια, φλωμάρια) λάδι, μέλι, κρέας, ολόφρεσκα ψάρια, καβουρμάδες, αλίπαστα και τόσα άλλα. Και φυσικά να μην ξεχάσω να αναφέρω τα ξακουστά κρασιά της από τις ποικιλίες Μοσχάτο Αλεξανδρείας και Λημνιό (Μπατίκι), με τα οινοποιεία του νησιού να κάνουν εξαιρετική δουλειά και να είναι επισκέψιμα.
Σαν γνήσιος λιχούδης, λάτρεψα τη Λήμνο γιατί παντού έφαγα εξαιρετικά και σε πολύ καλές τιμές: από το φούρνο της γειτονιάς που μοσχοβολούσε το φρεσκοζυμωμένο ψωμί μέχρι τα τοπικά ταβερνάκια που αναδεικνύουν τη γαστρονομική δυναμική του νησιού.
Παρακάτω σας προτείνω τα 5 αγαπημένα μου στέκια για να απολαύσετε την πολύπλοκη γαστρονομική κουλτούρα του νησιού. Είμαι σίγουρος ότι θα τα λατρέψετε όσο κι εγώ.
Έννοια πο’ χς.
Στα Λύχνα της Λήμνου βρίσκεται αυτή η θεσπέσια επινόηση. «Έννοια πο’ χς» θα πει «έννοια που έχεις», αλλά στην τοπική διάλεκτο θα πει «μη δίνεις σημασία, μην έχεις έγνοιες και σκοτούρες». 4 φίλοι αρχικά ξεκινάνε το εγχείρημα με τον Βασίλη να παραμένει μέχρι σήμερα, έχοντας δίπλα του τον Ελληνοαυστριακό σεφ Λουκά Μάιλερ. Κόμβος συνάντησης της παράδοσης, του πλουραλισμού και του μίνιμαλ στον ίδιο καμβά.
Χώρος που σε αγκαλιάζει από την πρώτη στιγμή με μια υπέροχη αυλή και δέντρα που κάθονται σταυροπόδι μαζί με τους θαμώνες. Εξαιρετικές μουσικές που είναι κουμπωμένες στην αύρα του χώρου και προσκαλούν την ηρεμία να χτυπήσει την πόρτα της ψυχής σου. Τα πιάτα είναι ένα κι ένα, με τα πρωτογενή υλικά να προέρχονται από τους ίδιους. Καλόγνωμες αχνιστές λεμονάτες, χειροποίητο πατατόψωμο με βούτυρο ταραμά, φέτα τηγανιτή με μαρμελάδα μούρων, καβουρμάς, ουρά μόσχου, σινάπι τουρσί, βαλάνες χειροποίητες, πετιμέζι και τριμμένο μελίχλωρο, παπαρδέλες, κόκορας κοκκινιστός και ξηρός ανθότυρος.
Εξαιρετική wine list και ένας ακόμα λόγος να επισκεφθείτε αυτό το καταπληκτικό μαγαζί. Προσωπικά για εμένα το Έννοια πο’ χς είναι το μαγαζί πρότυπο του ελληνικού γαστρονομικού τουρισμού και η καλοκαιρινή Ελλάδα σε ένα τραπέζι. Στα tips να φροντίσετε να κλείσετε μια εβδομάδα νωρίτερα τουλάχιστον αν πρόκειται για βράδυ, ή αλλιώς σκεφθείτε έξυπνα και επισκεφθείτε το με άνεση το μεσημέρι.
Φλωμάρι
Τι να πρωτοπώ για το εξαιρετικό Φλωμάρι στην παραλία Γομάτι. Θέα που κόβει την ανάσα στο γειτονικό κόλπο και πιάτα που ρευστοποιούν τη φαντασία της ακούραστης Μάλαμας Μπαβάνου, η οποία είναι η ιδιοκτήτρια και εμπνευστής του μαγαζιού. Ένα εξαιρετικό κορίτσι που επενδύει στις μαγειρικές της γνώσεις (επαγγελματίας σεφ), στην αγάπη για τον τόπο της και φυσικά στο τεράστιο χαμόγελό της, το οποίο είναι ειλικρινές και ανεπιτήδευτο.
«Μερακλού» και λεβεντοκόριτσο, καλλιεργεί η ίδια τα λαχανικά της, μαζεύει με τα χέρια της βότανα, τα οποία χρησιμοποιεί στα πιάτα της, συλλέγει προσεκτικά κρίταμα από τις κοντινές παραλίες και σου φέρνει την παράδοση σε πιάτα που μοσχοβολάνε τοπικότητα και σπάνιο μαγειρικό ταλέντο και θράσος. Μαζί της η γλυκύτατη κυρία Φωτεινή, η μητέρα της που τη βοηθάει στο άνοιγμα των φύλλων για τις πίτες, στο ζύμωμα του ψωμιού και φυσικά στο μαγείρεμα.
Θέα στο ηλιοβασίλεμα, θαλασσινά που μοσχοβουλούν φρεσκάδα, ντάκος με κολοκύθι που σου θυμίζει τη συγκίνηση που κρύβει ο γευστικός πλούτος της χώρας μας, αστακοκαραβίδες που σπαρταράνε και χειροποίητα ζυμαρικά που αναδίδουν γευστική «ζεστασιά και άνεση» . Αυθεντικότητα. Θέλει πολλή προσπάθεια να μη φαίνεται η προσπάθεια και η Μάλαμα σε αυτό είναι… μάλαμα.
Μαν-Τέλλα
Στο ορεινό χωριό των Σαρδών βρίσκεται ένα από τα πιο γνωστά μαγαζιά του νησιού: ο Μαν-Τέλλας. Το όνομά του το οφείλει στο παρατσούκλι που κόλλησαν οι συντοπίτες του στον κ. Παλαιολόγο Τριανταφύλλου λόγω της παραμονής του στη Νότια Αφρική.
Εξαιρετική τοπική κουζίνα με έμφαση στο κρέας και ίσως το γευστικό επίνειο της Λήμνου: τρυφερά αυτούδια με πετιμέζι, πεντανόστιμα φλωμάρια με κόκορα κοκκινιστό, κατσικάκι στο φούρνο, αγριοκούνελο στιφάδο και τραγανά κεφτεδάκια με αρωματικά. Η φήμη για τον Μαντέλα είναι πολύ μικρότερη από αυτό που αντικρίζεις και γεύεσαι κάθε φορά. Συνέπεια και σταθερότητα που για εμένα προσωπικά είναι το μεγάλο στοίχημα που οφείλει να έχει κάθε εστιατόριο αν θέλει να καθιερωθεί στο πέρασμα των χρόνων.
Και αυτό ο Μαν-Τέλλας το κάνει εξαιρετικά κάθε χρόνο γι’ αυτό και αποτελεί πόλο έλξης κάθε καλοκαίρι για τουρίστες και ντόπιους που γνωρίζουν που θα φάνε σωστά και καλά.
Ουζερί ο Μενέλαος
Το Ουζερί του Μενέλαου βρίσκεται στο Διαπόρι, το επίνειο του χωριού Τσιμάνδρια. Εκεί, ανάμεσα στα πολλά ψαροκάικα και στα γραφικά μικροκαρνάγια βρίσκεται ο Μενέλαος, μια ταβέρνα που έχει βγει ξεκάθαρα από εικόνες του παρελθόντος. Μην περιμένεις φαντεζί πιάτα, ακραία περίτεχνες ορολογίες και καλοσχηματισμένα γκουρμέ επιδόρπια. Εδώ θα δειπνήσεις σε ψάθινες καρέκλες, ανάμεσα στις μουριές που αλωνίζουν στο χώρο και κάτω από λαμπιόνια που «πιάνονται» σαν να χορεύουν συρτάκι.
Πίσω από την κουκκίδα αυτή του χρονοχάρτη βρίσκεται ο κ. Σταύρος, ένας γλυκύτατος άνθρωπος. Αρκούν τα τηγάνια του και 5-10 πιάτα που αναδεικνύουν τη σημασία των πρώτων υλών και την πολύπλοκη γεύση της απλότητας. Τηγανιτές πιπεριές και μελιτζάνες, ολόφρεσκα ψάρια από τα καΐκια της περιοχής, χταποδάκια και σουπιές, καραβίδες στη σχάρα, σαλάτα μαυρομάτικα, αφκός Λήμνου (φάβα) και σαγανάκι με τοπικό μελίχλωρο.
Με θέα το πανέμορφο λιμανάκι, χάνεις κυριολεκτικά την αίσθηση του χρόνου και νομίζεις ότι κάπου ανάμεσα στα πανέμορφα τραπεζάκια και στα νυσταγμένα λαμπιόνια θα ξεπροβάλει με το σακάκι του στον ώμο ο Κούρκουλος και η Βουγιουκλάκη με το λουλουδάτο της φόρεμα, για ένα διάλειμμα από τα γυρίσματα της ταινίας «Το Ταξίδι». Αυτή είναι η διαχρονική απλότητα του Μενέλαου.
Pezoula
Η Pezoula βρίσκεται στο χωριό Μούδρος και αποτελεί έμπνευση του υπερδραστήριου Αλέξανδρου Αλεξάνδρου, εμπνευστή και ιδρυτή του site – project γαστρονομικού ενδιαφέροντος, Taste Lemnos, που έχει κάνει γνωστή τη Λήμνο στα πέρατα της οικουμένης.
Το όνομα Pezoula το παίρνει από την μεγάλη πεζούλα που βρίσκεται στην αυλή του μαγαζιού, πάνω στην οποία θα κάτσουμε στις αναπαυτικές μαξιλάρες να πάρουμε ένα από τα καλύτερα πρωινά του νησιού: λαλαγγίτες με μέλι, φλωμάρια, καπλαμάς, ομελέτα Λήμνου, καγιανάς, πατάτες με αβγά και καβουρμά, χειροποίητες πίτες, τοπικά τυριά, ρυζόγαλο και σαμσάς με παγωτό καϊμάκι.
Ο Αλέξανδρος πίστεψε εδώ και κάμποσα χρόνια στο γαστρονομικό πλούτο του νησιού του. Θα το καταλάβετε επίσης από τη φιλόξενη γωνία, από την οποία μπορείτε να προμηθευτείτε τοπικά προϊόντα, όλα με ονομασία προέλευσης και όχι ανώνυμα, ώστε να γνωρίζεται έμμεσα ο καταναλωτής με τον παραγωγό. Εξαιρετική wine list με κρασιά από το νησί και από όλη την Ελλάδα ακόμα και by the glass και εμφατική απουσία του… χύμα. Επιβάλλεται η επίσκεψη, όπως και ένα βλέφαρο εδώ για να δείτε την υπέροχη και καινοτόμο δουλειά που έκανε με πολύ μεράκι ο Αλέξανδρος ο οποίος από την αγάπη που έχει για τον τόπο του έγινε γαστρονομικός καθρέφτης του νησιού του σε παγκόσμιο επίπεδο.
Το να πας στη Λήμνο είναι εύκολο. Το να φύγεις είναι το δύσκολο καθώς με την απλότητα και την αυθεντικότητά της, σου φωνάζει κάθε φορά «κάθ΄σε κομματούδ΄», που θα πει «κάτσε λίγο ακόμη. Μη βιάζεσαι να φύγεις» στην χαρακτηριστική Λημνιά ντοπιολαλιά. Εγώ σχεδόν πάντα το ακούω.
Διαβάστε ακόμα: Συνδυάζοντας επικά bao buns με κρασιά του ελληνικού αμπελώνα.