«Τη δική σου παραλία την κοιτάς αλλά δεν τη βλέπεις. Για την ακρίβεια, τη βλέπεις καλύτερα όταν κλείνεις τα μάτια στη χαύνωση της ηλιοθεραπείας».

[…] Στην επιστροφή του Ασώτου, σε περιμένει η παραλία των παιδικών σου καλοκαιριών. Δεν είναι η ομορφότερη. Αλλά ούτε και η Γεωργία Βασιλειάδου των ακτών. Είναι όπως όλες οι παραλίες. Με άμμο, κύμα, λιγότερο βαθιά, πιο βαθιά νερά. Με ψάθες, σπαστές πολυθρόνες, οικογένειες με φραπέδες, αποτσίγαρα εκεί που σκάει το κύμα, ξεχασμένα χαρτιά από τυρόπιτες, πλαστικά μπουκάλια και μισογκρεμισμένα πυργάκια παιδικών φαντασιώσεων. Στο βάθος ένας μικρός πλάτανος και από πάνω τα τζιτζίκια. Και η γαλήνη.

Ξαπλώνεις το πρόσωπό σου μπρούμυτα πάνω της. Μόνο αυτή η παραλία από όλες του κόσμου μπορεί να γίνει το μαξιλάρι σου. Μόνο σε εκείνην μπορείς να εμπιστευτείς το κορμί σου στην πρώτη του βρεφική χαλάρωση. Την άμμο της την εμπιστεύεσαι όπως το παιδικό σου δωμάτιο. Πάνω της ακόμα φυλάει για σένα το αποτύπωμα του πρώτου μαγιό της ζωής σου, εκείνου με τις άγκυρες.

«Ξαπλώνεις το πρόσωπό σου μπρούμυτα πάνω της. Μόνο αυτή η παραλία από όλες του κόσμου μπορεί να γίνει το μαξιλάρι σου».

Στη δική σου παραλία δεν κρίνεις τα νερά, ούτε την ποιότητα του βότσαλου. Εκείνη σε κρίνει, σε μαλώνει με έναν υδάτινο άξαφνο παφλασμό για την προδοσία. Τη μάταιη αναζήτηση. Τα μαλλιά σου γεμίζουν με την άμμο της. Το αυτί σου κατευθείαν πάνω της. Αφουγκράζεται τους ήχους των χρόνων. Εδώ δεν είναι υποχρεωμένο να ακούει. Ξέρει απέξω το τραγούδι, με το ρεφρέν και τα λόγια. Το πέταγμα της μύγας, όταν το κύμα υψώνει τη φωνή του επειδή πέρασε καράβι και αναστάτωσε τη γαλήνη του, το μουρμουρητό του μπούμπουρα πάνω από το αντιηλιακό, τον ήχο των σωμάτων στο πρώτο ψυχρό άγγιγμα του νερού. Είναι οι ήχοι του πάντα, αυτοί που επαναλαμβάνονται αναλλοίωτοι σαν τραγούδι των Poll, κάθε χρόνο.

Αριστερά: «Στην επιστροφή του Ασώτου, σε περιμένει η παραλία των παιδικών σου καλοκαιριών». Δεξιά: «Οι μέρες του καλοκαιριού σε ένα μικρό χωριό του Πηλίου, πλάι στη θάλασσα. Όλη η ζωή της λιτότητας και της απλής ευτυχίας…», διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου «Η Ελένη Ψυχούλη μαγειρεύει του καλού καιρού».

Τη δική σου παραλία την κοιτάς αλλά δεν τη βλέπεις. Για την ακρίβεια, τη βλέπεις καλύτερα όταν κλείνεις τα μάτια στη χαύνωση της ηλιοθεραπείας. Βλέπεις τις πατητές, τα μακροβούτια από τον ψηλότερο βράχο, τότε που παραλίγο να σε πνίξει ένα κύμα, τη μαμά να κυνηγάει σαν εφιάλτης με κεφτεδάκια τις μεσημεριανές ανορεξίες σου, τις νυχτερινές φωτιές της εφηβείας, το πρώτο φιλί κάτω από την πανσέληνο, το πρώτο αντίο κάτω από τον κάθετο ήλιο του Αυγούστου, συντρίμμια από μπάλες, βατραχοπέδιλα, μάσκες και σωσίβια, πατημένες σαγιονάρες με μαδημένες μαργαρίτες, τους φίλους που μεγάλωσαν μαζί σου, τον θρίαμβο στο πρώτο μακροβούτι, κανό και θαλάσσια ποδήλατα που ξεχαρβαλώθηκαν εδώ και χρόνια.

Αυτή την παραλία δεν μπορείς να την περιγράψεις. Δεν μπορείς να την προτείνεις. Δεν μπορείς να τη δανείσεις. Όπως θα ντρεπόσουν να δανείσεις στον ξένο το ξεχειλωμένο, ξεπλυμένο μακό ενός τόσο μακρινού  παρελθόντος.

 

// Από το βιβλίο «Η Ελένη Ψυχούλη μαγειρεύει του καλού καιρού» (απόσπασμα από το κείμενο με τίτλο «Η δική μου παραλία»). Φωτογραφίες: Μάκος. Εκδόσεις Πατάκη 2013.

 

Διαβάστε ακόμα, Νίκος Παναγιωτόπουλος: «Αλάτι στην πληγή».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top