Διαβάζοντας ένα βιβλίο και τη θάλασσα.

Στα βιβλία που διαβάζω δεν υπάρχουν τσακισμένες γωνίες – χρησιμοποιώ σελιδοδείκτες. Δεν υπάρχουν σημειώσεις στο περιθώριο – τις κρατάω σε τετράδιο. Το μόνο που μπορεί να βρει κανείς είναι ένα σύντομο κείμενο στην τελευταία πάντα σελίδα με αναφορά στον τόπο και τον χρόνο που διαβάστηκαν.

Δεν είναι τυχαίο που στα περισσότερα σημειώματα αναγράφεται η Ικαρία. Είναι το νησί μου. Έχω έτσι στη βιβλιοθήκη μου αντίτυπο της Πολυάννας από ένα καλοκαίρι των παιδικών μου χρόνων στο σπίτι του παππού στην Ακαμάτρα. Έχω μια παλιά έκδοση του Τομ Σόγιερ με κάμποσες ημερομηνίες καθώς διαβάστηκε ξανά και ξανά. Ο γέρος και η θάλασσα εκτός από διαφορετικές χρονιές απαριθμεί και αρκετά χωριά: Θέρμα – πήγαινα παρέα με τη γιαγιά για τα ιαματικά της λουτρά, Κουντουμάς – το σπίτι του θείου μου, Γλαρέδο το δικό μου αγαπημένο.

Το βιβλιοπωλείο του Περρή στον Άγιο Κήρυκο.

Όλο το χαρτζιλίκι μου έφευγε σε βιβλία. Ήταν λοιπόν λογικό όταν κάθισα να αναλογιστώ τα αγαπημένα μου στέκια, το πρώτο που μου ήρθε στο μυαλό (πέρα απ’ τη βεράντα του σπιτιού μου) να είναι ένα βιβλιοπωλείο. Συγκεκριμένα, η Γνώση του Περρή στον Άγιο Κήρυκο· καλαίσθητο, ενημερωμένο και για μένα σωτήριο καθώς παρότι παίρνω μαζί μου στη βαλίτσα τα πιο βαριά αναγνώσματα (δεν αναφέρομαι στη θεματολογία), μοιραία αυτά τελειώνουν πριν από τις διακοπές μου.

Η παραλία του Ξυλοσύρτη είναι τόσο μεγάλη ώστε όλοι οι καλοί χωράνε.

Το μεγαλύτερο μέρος της αυτοβιογραφίας του Κνάουσγκορντ διαβάστηκε στον Ξυλοσύρτη.

Από άλλα λημέρια τώρα, δεν γίνεται να μη μιλήσω  για τις αγαπημένες μου παραλίες. Δεν θα αναφερθώ στη Μεσακτή και το Γιαλισκάρι του Βορρά· η ομορφιά τους είναι αυταπόδεικτη. Δεν θα πω τίποτα για τις Σεϋχέλλες, στο νότιο μέρος· ίσως μόνο για τις υποθαλάσσιες σπηλιές που περιμένουν να τις εξερευνήσετε αφήνοντάς μου επιτέλους χώρο για ν’ απλώσω την πετσέτα μου. Θα γράψω όμως για την παραλία του Ξυλοσύρτη που είναι τόσο μεγάλη ώστε όλοι οι καλοί χωράνε.

Έχει βότσαλο, που αγαπώ περισσότερο από την άμμο, κι εκεί κοντά αναβλύζει το αθάνατο νερό. Η αδυναμία μου είναι ο Τσουκαλάς. Μ’ αρέσει να κατεβαίνω απ’ το χωριό με τα πόδια απολαμβάνοντας απ’ τη μια τις πράσινες πλαγιές του Αθέρα (πάνω από χίλια μέτρα υψόμετρο) κι απ’ την άλλη τα στρίματα πέρα στη θάλασσα (σπάνια έχουμε κύματα στον νότο). Καμία από τις δύο παραλίες δεν είναι οργανωμένη, όποτε όμως χρειάζομαι σκιά τη βρίσκω στ’ αρμυρίκια.

Στον Χριστό Αγίου Κηρύκου.

Ο Τσουκαλάς είναι πολύ κοντά στο κέντρο του Αγίου Κηρύκου, της πρωτεύουσας του νησιού. Μετά το μπάνιο, οι επιλογές για ένα τσίπουρο είναι πολλές. Όλα τα καφενεία που βλέπουν στο λιμάνι λειτουργούν από νωρίς το πρωί έως πολύ αργά το βράδυ. Μεζές, κουβέντα και ενίοτε τάβλι. Επιστρέφοντας στο Γλαρέδο από τον μέσα δρόμο, περνάω πρώτα απ’ τον Χριστό.

Συχνά «καφενεδίζω» και στο δικό μου χωριό, στου Λιάρη. Κάθε Τετάρτη κάνουν λουκουμάδες.

Κοντά στην εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος βρίσκεται Ο Καφενές του Καντούνη. Το προτιμώ τα βράδια, ιδιαίτερα όταν παίζουν τα όργανα κι οι θαμώνες τα συνοδεύουν τραγουδώντας. Συχνά «καφενεδίζω» και στο δικό μου χωριό, στου Λιάρη. Κάθε Τετάρτη κάνουν λουκουμάδες. Αν δεν βρω τραπέζι, τους παίρνω για το σπίτι. Εξάλλου, όπως έχω ήδη αναφέρει, η βεράντα μου είναι το πιο αγαπημένο στέκι.

Υπέροχη βεράντα έχει και το Τζάκι, η ταβέρνα του Γλαρέδου. Με θέα τη θάλασσα και τον λόφο του Προφήτη Ηλία, ο κόσμος έρχεται για κατσικάκι κοκκινιστό και παϊδάκια. Βάζουν και σούβλες. Εγώ πάντα παίρνω τα πιταράκια της γιαγιάς. Τους ρωτάω πώς τα φτιάχνουν αλλά δεν μου λένε. Τα μόνα συστατικά που αποκαλύπτουν είναι «ικαριώτικος ταμπουράς και μπόλικη αγάπη».

Θέα απ’ το «Ακτή».

Πίνω και λίγο κόκκινο κρασί· δυνατό – κάποιοι το αραιώνουν με πάγο τα καλοκαίρια, μια και «τους μήνες που δεν έχουν ρο βάζεις στο κρασί νερό». Αν δεν βαρύνουμε πολύ, κατεβαίνουμε και για ένα ποτό στον Άγιο (του κόβουμε το όνομα για συντομία).

Αν κάνω κέφι για σουφικό θα το φάω στην ταβέρνα του Μιλτιάδη.

Το Taza και το Senso είναι δίπλα δίπλα. Έχουν έτσι συμφωνήσει να παίζει μουσική μια ο ένας και μια ο άλλος. Σοφή απόφαση αν κι εγώ επιλέγω πάντα κάποιο τραπέζι στην απέναντι μεριά του δρόμου, πάνω απ’ το λιμάνι, όπου η βοή είναι λιγότερη και η απόλαυση των κοκτέιλ μεγαλύτερη. Κάποιες φορές ανεβαίνω τα σκαλιά μέχρι την Ακτή, πάνω από την καινούργια μαρίνα κι άλλες ανηφορίζω ως το Φτερό με την πανοραμική θέα.

Από τον Προφήτη Ηλία στο Γλαρέδο. Ο ήλιος ανατέλλει πίσω από τους Φούρνους Κορσεών.

Έχω δει ξημέρωμα από κει. Δεν μου πάει η γλαφυρότητα και ο λυρισμός όποτε όμως περιμένω τον ήλιο να φανεί από τους Φούρνους, μου έρχεται να γράψω κάτι σαν: «οι πρώτες ηλιαχτίδες έπαιζαν κρυφτό πίσω απ’ το νησί των πειρατών και μπλέκονταν στο απέραντο γαλάζιο». Ευτυχώς μου φεύγει γρήγορα. Όσο γρήγορα ανεβαίνει κι ο ήλιος, και απλά μένω να κοιτάζω το καθρέφτισμά του στα νερά του Ικάριου Πελάγους.

Δεν το χορταίνω το πέλαγος. Να το βλέπω, να το ακούω, να το μυρίζω. Χαίρομαι τον αδελφό μου, τον Στέλιο, που ζει τα τελευταία χρόνια μόνιμα στο νησί – στον Φάρο, λίγα μόνο μέτρα από τη θάλασσα. Μία ακόμη αγαπημένη παραλία. Αλλού άμμος, αλλού βότσαλο.

Ο Στέλιος στον Φάρο.

Έχω βιβλία που διαβάστηκαν εκεί σε μία μόνο μέρα. Γιατί όποτε πάω μένω ως αργά. Παίρνω έναν καφέ απ’ το μπαράκι της Νίκης και καταλαμβάνω ένα αρμυρίκι. Σηκώνω το βλέμμα απ’ τις σελίδες μόνο όταν πιάνω με την άκρη του ματιού μου το windsurf του Στέλιου να φτερώνει. Όταν πεινάσω θα πάω στην Αλμύρα του Ιάκωβου για μια τορτίγια ή μια σαλάτα.

Αν κάνω κέφι για σουφικό θα το φάω στην ταβέρνα του Μιλτιάδη. Σύμφωνα με την παράδοση το πιάτο προέκυψε όταν μια νοικοκυρά, που δεν είχε προλάβει να μαγειρέψει για τον άντρα της, έβαλε στην κατσαρόλα με λίγο λάδι ό,τι ζαρζαβατικά βρήκε στο περιβόλι της.

Αφού το φαγητό ετοιμάστηκε, δοκίμασε εκείνη μια κουταλιά, μετά μια δεύτερη και μια τρίτη. Δεν μπορούσε να σταματήσει και κάθε τόσο έλεγε στον άντρα της: «σου ‘φήκω, σου ‘φήκω» (θα σου αφήσω κι εσένα). Δεν του ‘φηκε όμως τίποτα απ’ το σουφικό.

Κάπου εδώ να σας ‘φήκω κι εγώ με την ευχή να έρθετε στο νησί και όταν καταφέρουμε και πάλι να πανηγυρίσουμε να χορέψετε παρέα μας τον Ικαριώτικο, χορό αγκαλιαστό.

 

//Το τελευταίο βιβλίο της Ηρώς Σκάρου «Η ζωή όπως είναι» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος. 

 

Διαβάστε ακόμα: Στη Σχοινούσα του γυμνισμού και του νερού.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top