«Red or Dead είναι μια θεματική με κόκκινα τριαντάφυλλα, την οποία ξεκίνησα πριν από πολλά χρόνια με αφορμή ένα κουτί παπούτσια tango και έναν ανεκπλήρωτο πόθο».

    Η Ιόλη Ξιφαρά είναι ζωγράφος. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και στην École Nationale Superieure des Beaux-Arts στο Παρίσι. Παράλληλα με την επίσημη εκπαίδευση μαθήτευσε πολλά χρόνια δίπλα στον Αλέκο Φασιανό. Έχει κάνει πολλές ατομικές εκθέσεις και έχει συμμετάσχει σε πολλές συλλογικές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

    Το 2016 προσκλήθηκε από τον αρχαιολόγο Πέτρο Θέμελη να φιλοτεχνήσει κατά χώραν (in situ) και να εκθέσει πρωτότυπα έργα (νωπογραφίες) μέσα στον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Μεσσήνης σε επικοινωνία με τους επισκέπτες. Την ίδια χρονιά φιλοτέχνησε το τυχερό του Συλλόγου οι Φίλοι της Μουσικής για το 2017 με τίτλο «Μουσική Ευρώπη». Πίνακές της βρίσκονται σε συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

    Στις 5 Φεβρουαρίου ολοκληρώνεται η ατομική της έκθεση Red or Dead στον Χώρο 212Arts στον Πειραιά (Αλκιβιάδου 212) ενώ ως τις 2 Μαρτίου συμμετέχει στη συλλογική έκθεση «Η ευτυχία είναι ένα κατοικίδιο πουλί στην αυλή μας» στην Γκαλερί Arte Visione στην Αθήνα (Πηλίου 5).

    «Μέσα από μια εσωτερική διαδικασία φτάνεις σε ένα crescendo. Κάτι σαν ζεϊμπέκικο, ίσως. Πρέπει να δεις τον Τσαρούχη να χορεύει, ή τον Δημήτρη Μητροπάνο να χορεύει τη Ρόζα».

    – Ποια ήταν η αφορμή για την έκθεση «Red or Dead» στον Πειραιά;

    Το άνοιγμα ενός καινούργιου και πολύ ιδιαίτερου χώρου, του 212arts, στον πρώτο όροφο ενός νεοκλασικού στην οδό Αλκιβιάδου. Όταν συναντηθήκαμε με τον ιδιοκτήτη Ευάγγελο Γεωργούλη για να αποφασίσουμε τι θα παρουσιάσουμε, ένα από τα έργα που του άρεσε ήταν ένα τεράστιο, κατακόκκινο τριαντάφυλλο, που σήμερα βρίσκεται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Του άρεσε και όταν του είπα τον τίτλο Red or Dead ενθουσιάστηκε: χωρίς να το ξέρω, άγγιξα μια ευαίσθητη πειραιώτικη χορδή! Και έτσι πήραμε την απόφαση.

    – Τι σημαίνει το «Red or Dead»;

    Red or Dead είναι μια θεματική με κόκκινα τριαντάφυλλα, την οποία ξεκίνησα πριν από πολλά χρόνια με αφορμή ένα κουτί παπούτσια tango και έναν ανεκπλήρωτο πόθο. Είναι μονοκοντυλιές από κόκκινο χρώμα που εκφράζουν μια συναισθηματική κατάσταση: ζεις μονάχα μια φορά, ή τουλάχιστον αυτή είναι η μόνη σίγουρη – για αυτό δώστα όλα, και αν μπορείς να ζήσεις χωρίς κάτι, τότε μην το κάνεις!  Είναι έργα που γίνονται με μία μοναδική κίνηση από μέσα προς τα έξω.

    – Κυριολεκτικά ή μεταφορικά;

    Και τα δύο. Είναι κάτι που έρχεται από μέσα μου, αλλά και τα δουλεύω πάντα από τον πυρήνα προς τα έξω. Γίνονται με μια χειρονομία που ευθυγραμμίζει το χέρι με το ένστικτο, σαν να αποτυπώνει κατευθείαν στο χαρτί ή τον καμβά αυτό που αισθάνομαι. Είναι κάτι σαν ένας χορός, μια ιεροτελεστία με συγκεκριμένα βήματα. Όπως σε οδηγεί η μουσική, έτσι σε οδηγεί το άπλωμα του κόκκινου χρώματος. Μέσα από μια εσωτερική διαδικασία φτάνεις σε ένα crescendo. Κάτι σαν ζεϊμπέκικο, ίσως. Πρέπει να δεις τον Τσαρούχη να χορεύει, ή τον Δημήτρη Μητροπάνο να χορεύει τη Ρόζα – Ρόζα σημαίνει ρόδο, τριαντάφυλλο!

    «Το ανεκπαίδευτο μάτι συνηθίζει να βλέπει τα έργα ”ινσταγραμικά” χωρίς να έχει την εμπειρία να μεταφράζει την ψηφιακή εικόνα σε φυσικό αντικείμενο».

    – Εσείς τι συμβολισμούς δίνετε στα τριαντάφυλλα;

    Τα τριαντάφυλλα είναι ένα πανάρχαιο και διαχρονικό σύμβολο, γεμάτο ερμηνείες και νοήματα, έντονα ερωτικό αλλά και μεταφυσικό. Το συναντούμε συνεχώς: από την ποίηση της Σαπφούς, το Ρόδο των Ρόδων της μεσαιωνικής Καστίλλης, μέχρι τη διαφήμιση του ουίσκυ που χρησιμοποιούσε την ποίηση του Robert Burns, O my Luve is like a red, red roseΝομίζω το τελευταίο ήταν η πιο άμεση έμπνευση.  Είναι και το όνομα της μαμάς μου: Τριανταφυλλιά.  Οπότε δε χρειάζεται να δώσω εγώ συμβολισμούς, είναι από μόνο του πλούσιο: κουβαλάει μνήμες πολιτισμού που μας καθορίζουν. Το μόνο που έχω να προσθέσω είναι ότι με γοητεύει το πόσο σύνθετο είναι: έχει αγκάθια και αν δεν προσέξεις σε πονάει πολύ, πρέπει να το πιάσεις προσεκτικά επειδή είναι εύθραυστο, και μοσχοβολάει. Με μαγνητίζει ο τρόπος που ανοίγει, ένα τόσο μικρό μπουμπούκι που απλώνεται σαν κόκκινη κηλίδα.

    «Τα έργα μου είναι φτιαγμένα για να ικανοποιούν τη βαθιά ανθρώπινη ανάγκη που θεραπεύει η τέχνη».

    – Τα έργα δημιουργήθηκαν ειδικά για την έκθεση;

    Τα πιο μεγάλα, ναι. Δεν το είχα υπολογίσει, αλλά όταν τα στήσαμε, οι αίθουσες αποδείχτηκαν ιδανικές για τα συγκεκριμένα έργα. Ορισμένα δημιουργήθηκαν στη Σύρο, σε μια βεράντα, με θέα τον κόλπο της Ποσειδωνίας, και άλλα στην ταράτσα μου στα Εξάρχεια. Το δεκάμετρο ρολό σε χαρτί ondulé φτιάχτηκε σχεδόν κατά τύχη. Το έφτιαξα για μια ιδιωτική παρουσίαση στο Ντύσελντορφ με σκοπό να το μεταφέρω εκεί και να το πουλήσω σε κομμάτια, αλλά όταν το άπλωσα και το ξαναείδα ολόκληρο δεν άντεξα να το τεμαχίσω και το ξαναέφερα πίσω.  Επίσης επιλέξαμε και ορισμένα παλαιότερα έργα από άλλες ενότητες που ταίριαζαν με τον χώρο. Δημιουργήσαμε ένα μικρό καθιστικό γύρω από το τζάκι, με κεντρικό στοιχείο έναν πίνακα εμπνευσμένο από την ελληνική μυθολογία, την Περσεφόνη. Ένα γυναικείο γυμνό που αναδύεται από μια γη που ανθίζει μέσα από λευκό χιόνι. Τα χρώματα και οι λεπτομέρειες από χρυσό αντανακλούν τις λάμψεις από το τζάκι, η Περσεφόνη σε κοιτά και μοιάζει ζωντανή.

    – Όσο  αυτή μας κοιτά, υπάρχει ένας τρόπος που πρέπει να δούμε τους πίνακες σας; Υπάρχουν «κλειδιά» ανάγνωσης;

     Θα έλεγα ότι για κάθε εικαστικό έργο, το σημαντικό είναι να το δούμε με τα μάτια μας, ίσως και με την ψυχή μας, πριν αρχίσουμε να ψάχνουμε για την εννοιολογική κλειδαρότρυπα. Επίσης ίσως το “ακούσουμε”, αν νιώσουμε ότι έχει κάτι να μας πει. Δεν υπάρχει λοιπόν ένας τρόπος που πρέπει να δούμε τα έργα μου. Όχι, καθένας τα βλέπει όπως θέλει, ελπίζω με απόλαυση.

    – Θεωρείτε τα έργα σας «απολαυστικά»;

    Μπορείτε να το πείτε και έτσι. Νομίζω ότι είναι φτιαγμένα για να ικανοποιούν τη βαθιά ανθρώπινη ανάγκη που θεραπεύει η τέχνη. Αυτό που πραγματικά θέλω, είναι ο άλλος να γυρίσει και να το κοιτάξει. Δεν με νοιάζει τι θα κάνει μετά, αλλά θέλω η πρώτη εντύπωση που θα έχει να τον κάνει να το αγαπήσει. Να το ποθήσει. Το μόνο που δεν μπορώ είναι όταν βάζουν τα έργα σε αποθήκες. Τα έργα είναι για να τα βλέπουν. Είναι παράθυρα σε έναν διαφορετικό κόσμο. Και συντροφιά. Ένα καλό έργο, μπορείς να το κοιτάς και να μην το βαριέσαι. Νομίζω αυτό φάνηκε και στον εγκλεισμό.

    «Την περίοδο της πανδημίας δούλεψα πάρα πολύ για να ξορκίσω αυτό που συνέβαινε».

    – Η περίοδος της πανδημίας έχει λειτουργήσει ανασχετικά ή ευεργετικά στη ζωγραφική σας;

    Δεν βρίσκω καμία ευεργεσία σε μία πανδημία που στοίχισε τη ζωή σε τόσους συνανθρώπους μας και δημιούργησε τόσα προβλήματα. Σίγουρα λόγω του εγκλεισμού δούλεψα πολύ περισσότερο, αλλά  ειλικρινά θα προτιμούσα να βρω άλλους τρόπους να προχωρήσω τη δουλειά μου. Μου έλειψαν οι φίλοι μου. Επίσης μου έλειψε πολύ ότι δεν μπορούσα να ταξιδέψω, να δω μουσεία, εκθέσεις. Τελικά δούλεψα πάρα πολύ για να ξορκίσω αυτό που συνέβαινε. Από την άλλη, ίσως κάποιοι άνθρωποι στράφηκαν προς την τέχνη λόγω της πανδημίας. Αισθάνθηκα μια μετατόπιση.

    «Όταν ασχολείσαι με την τέχνη, υπηρετείς. Όσο και αν δεν σου αρέσει, είσαι ένας απλός κομιστής, ένας αγγελιαφόρος».

    – Προς ποια κατεύθυνση;

    Κατά την πανδημία έγιναν πολλές ψηφιακές εκθέσεις, πολλές συλλογές και μουσεία ψηφιοποίησαν τις συλλογές τους, μια διαδικασία που φυσικά είχε ξεκινήσει από πολύ νωρίτερα, αλλά σε αυτή την περίοδο γενικεύτηκε. Η ψηφιοποίηση των εκθεμάτων είναι δίκοπο μαχαίρι. Από την μία πλευρά επιτρέπει σε πολύ κόσμο να αποκτήσει πρόσβαση σε συλλογές και μπορεί να κάνει ένα έργο ή έναν καλλιτέχνη γνωστό. Από την άλλη, το ανεκπαίδευτο μάτι συνηθίζει να βλέπει τα έργα «ινσταγραμικά» χωρίς να έχει την εμπειρία να μεταφράζει την ψηφιακή εικόνα σε φυσικό αντικείμενο.

    – Έχετε πει ότι η φωτογραφία δεν μπορεί να αποδώσει τη ζωγραφική.  

    Αυτό που πρέπει να γίνεται κατανοητό είναι ότι ζωγραφική, φωτογραφία, ψηφιακά μέσα, είναι διαφορετικές τέχνες με διαφορετική αισθητική. Αντίθετα, αυτή τη στιγμή κυκλοφορεί πολύ κακή ζωγραφική  φτιαγμένη για να δείχνει καλά στην οθόνη. Και η φωτογραφία ως τέχνη, μου φαίνεται ότι έχει αρχίσει να υποφέρει από το ίδιο πρόβλημα.

    – Αν δεν ήσασταν ζωγράφος τι άλλο θα μπορούσατε να κάνετε;

    Χαρακίρι! Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς να ζωγραφίζω, γιατί δεν θα υπήρχα, δεν θα είχα κανέναν, αισθάνομαι ότι θα ήμουνα αποσυνάγωγη. Η ζωγραφική με βοηθάει να ισορροπώ, να επαναπροσδιορίζω την ηθική μου… έχω αισθανθεί πολλές φορές ασπόνδυλη μέχρι να πιάσω το πινέλο. Επίσης είναι και ο βασικός μου τρόπος να γοητεύω και να ανήκω κάπου. Όταν μπαίνω σε ένα μουσείο και βλέπω τα έργα των μεγάλων ζωγράφων, αισθάνομαι ότι αυτός είναι ο κόσμος μου, ότι είμαι και εγώ ένας απ’ αυτούς, έστω και τρομακτικά μικρός και ταπεινός εμπρός τους.

    «Δίπλα στον Φασιανό διδάχθηκα πολλά πράγματα. Από το να μαγειρεύω τραχανά, μέχρι ποια είναι η θέση μου ως καλλιτέχνης».

    – Τι ρόλο παίζει το φυσικό περιβάλλον στην έμπνευσή σας;

    Αν και είμαι παιδί της πόλης, η φύση και η παρατήρησή της είναι η απόλυτη έμπνευση για μένα. “Κάντο όπως οι μέλισσες”, όπως έλεγε ο Αλέκος Φασιανός. Δηλαδή να ζωγραφίζεις όπως οι μέλισσες μαζεύουν γύρη και την κάνουν μέλι, χωρίς να το σκέφτονται. Πράγμα εξαιρετικά δύσκολο, αλλά αυτό είναι το ζητούμενο.

    «Ορισμένα έργα δημιουργήθηκαν στη Σύρο, σε μια βεράντα, με θέα τον κόλπο της Ποσειδωνίας, και άλλα στην ταράτσα μου στα Εξάρχεια».

    – Μαθήτευσατε κοντά στον Αλέκο Φασιανό. Πώς ήταν οι εμπειρίες σας, τι έχετε κρατήσει από εκείνη την περίοδο;

    Τα πάντα. Γνώρισα τον Αλέκα Φασιανό όταν πήγα στο Παρίσι με υποτροφία Erasmus για την École Nationale Supérieure de Beaux-Arts και από τότε τον ακολούθησα για πολλά χρόνια, όπως οι παλιοί μαθητευόμενοι ακολουθούσαν τους μαστόρους για να μάθουν την τέχνη μέσα από την πρακτική. Δεν υπήρχε συστηματική διδασκαλία, υπήρχε πολλή δουλειά χωρίς ωράριο και ένα συνεχόμενο σχολείο ζωής. Διδάχθηκα πολλά πράγματα, από το να μαγειρεύω τραχανά και να στρώνω το χρυσό φύλλο στο ξύλο με τη βυζαντινή παράδοση, μέχρι ποια είναι η θέση μου ως καλλιτέχνης και πώς να απαιτώ τον σεβασμό για το έργο μου. Κυρίως όμως έμαθα να δημιουργώ με ελευθερία. Να δημιουργώ με ό,τι βρω μπροστά μου. Έμαθα να βάζω όρια στη ζωή και να τα καταργώ στη ζωγραφική.

    – Ένας δημιουργός οφείλει να σκοτώσει μέσα του αυτούς που θαυμάζει για να προχωρήσει; Καταρχήν

    Πρέπει να σκοτώσει τον ίδιο του τον εαυτό. “Σκοτώνεις” με την έννοια ότι η τέχνη είναι κάτι πολύ δυνατό που σε απορροφά, ασχολείσαι με μία ιδέα, δεν μπορεί οι προσωπικοί σου στόχοι να έχουν αντιρρήσεις. Όταν ασχολείσαι με την τέχνη, υπηρετείς. Όσο και αν δεν σου αρέσει, είσαι ένας απλός κομιστής, ένας αγγελιαφόρος. Είναι ένα χάρισμα που σου δόθηκε. Σε καμία περίπτωση το χάρισμα δεν είσαι εσύ.

    «Δίπλα στον Φασιανό διδάχθηκα πολλά πράγματα. Από το να μαγειρεύω τραχανά, μέχρι ποια είναι η θέση μου ως καλλιτέχνης».

    – Πιστεύετε στην έμπνευση ή στηρίζεται αποκλειστικά στην καθημερινή εργασία επάνω στον καμβά;

     Η ζωγραφική δεν είναι κοπανέλι, όσο και να προσπαθείς να στηριχτείς μόνο στην εργασία, δεν γίνεται τέχνη. Απλώς χωρίς την εργασία, όταν θα έρθει η έμπνευση είναι πάρα πολύ πιθανόν να μην είσαι προετοιμασμένος. Κάθε μέρα ξεκινώ να προετοιμάζω επιφάνειες, να ζωγραφίζω κάποια μικρά θέματα, περίπου όπως οι μουσικοί ή οι αθλητές παίζουν κλίμακες ή κάνουν προθέρμανση. Ή κάνω τις δουλειές του σπιτιού: καθαρίζω, σφουγγαρίζω… είναι κάτι σαν το καράτε κιντ, πρέπει να ζεσταθεί το χέρι για να  κάνει αυτό που πρέπει όταν έρθει η έμπνευση. Όλη αυτή η καθημερινή προεργασία είναι γίνεται για να μπορέσεις να υποδεχθείς την έμπνευση, όπως όταν στρώνουμε το χαλί και φτιάχνουμε το σπίτι μας για ένα εκλεκτό καλεσμένο.

    «Το γεγονός ότι κάθε μέρα που ξυπνάω είμαι από τους ανθρώπους που μπορούν να βλέπουν τον Παρθενώνα, και θάλασσα, και το καλοκαίρι νησιά, πραγματικά νομίζω ότι αισθάνομαι φοβερά τυχερός άνθρωπος».

    – Για ποιο έργο σας αισθάνεστε δικαιωμένη, ότι πλησιάζετε πολύ κοντά σε αυτό που είχατε εξαρχής το μυαλό σας;

    Αισθάνομαι δικαιωμένη, ικανοποιημένη και ενθουσιασμένη κάθε φορά που βλέπω ένα καλό αποτέλεσμα. Δεν είμαι από αυτούς που βάζουν κάτι στο κεφάλι τους και μετά πάνε να το αποτυπώσουν. Όταν ξεκινάω να ζωγραφίσω είναι περισσότερο μια αναζήτηση, ένας διάλογος με τον εαυτό μου και με το έργο. Αν κάτι δεν μου αρέσει το σβήνω ή το καλύπτω. Αν δεν είμαι σίγουρη, το αφήνω. Μερικά έργα τα ξαναπιάνω μετά από μήνες, ακόμα και μετά από χρόνια. Είναι καλό και για να αποκτήσει περισσότερο βάθος το έργο. Επιμένω να χρησιμοποιώ εξαιρετικής ποιότητας χρώματα λαδιού. Αυτά τα χρώματα όσο περνάει ο καιρός ωριμάζουν, αποκτούν μεγαλύτερη υπόσταση, το έργο αρχίζει και δίνει νέα στρώματα νοήματος που δεν φαίνονταν στην αρχή.

    «Πάνω σε έναν οικονομικό πανικό, στην Ελλάδα αντιγράφουμε καλλιτέχνες από το εξωτερικό ολόκληρους, σαν μαϊμού Louis Vuitton».

    – Θα μπορούσατε να λειτουργήσετε καλλιτεχνικά εκτός Ελλάδας;

    Βρέθηκα για κάποιες περιόδους της ζωής μου σε σημαντικά καλλιτεχνικά κέντρα, στο Παρίσι και στην Νέα Υόρκη, και σε περιβάλλον καλλιτεχνικό. Στην Νέα Υόρκη με σύστησαν σε γκαλερί, έδειξα τη δουλειά μου, τη βρήκαν εξαιρετική, αλλά με ρώτησαν αν είχα σκοπό να εγκατασταθώ στην πόλη. Θα με προωθούσαν μόνο ως τοπικό καλλιτέχνη. Δεν ήμουν πολύ έτοιμη για κάτι τέτοιο και εκείνη την εποχή η Ελλάδα είχε μια αγορά που μπορούσε να στηρίξει καλλιτέχνες, οπότε επέστρεψα. Στο ταξίδι της επιστροφής έκλαιγα στο αεροπλάνο, οι αεροσυνοδοί μου έφεραν ουίσκι για να συνέλθω. Όμως αγαπάω την Ελλάδα, και αν με εκνευρίζει. Το γεγονός ότι κάθε μέρα που ξυπνάω είμαι από τους ανθρώπους που μπορούν να βλέπουν τον Παρθενώνα, και θάλασσα, και το καλοκαίρι νησιά, πραγματικά νομίζω ότι αισθάνομαι φοβερά τυχερός άνθρωπος και είμαι σίγουρη ότι αυτό το νιώθουν και πολλοί άλλοι. Επίσης αγαπώ πολύ τις γάτες της Ελλάδας, και τις ζωγραφίζω.

    – Σε ποια κατάσταση βρίσκονται αυτή τη στιγμή εικαστικές τέχνες στη χώρα μας;

     Θα έλεγα μιμητική και αμήχανη. Μιλάω βέβαια για τη δική μου τέχνη, τη ζωγραφική. Υπάρχουν κάποιοι καλλιτέχνες που κάνουν εξαιρετική δουλειά αυτή τη στιγμή και πραγματικά θεωρώ ότι έχουμε σπουδαίους καλλιτέχνες, αλλά η γενική εικόνα που αφήνει αυτή τη στιγμή η τέχνη στην Ελλάδα είναι ότι  έχουμε χάσει λίγο την ταυτότητά μας, ότι ακολουθούμε επιφανειακά κάτι που δεν καταλαβαίνουμε θεωρώντας το “πιασάρικο”. Και πολλές φορές πάνω σε έναν οικονομικό πανικό, κυριολεκτικά αντιγράφουμε καλλιτέχνες από το εξωτερικό ολόκληρους, σαν μαϊμού Louis Vuitton.

    «Αν και είμαι παιδί της πόλης, η φύση και η παρατήρησή της είναι η απόλυτη έμπνευση για μένα».

    – Κάποιοι, λίγοι, τα κατάφεραν… 

    Σκεφτείτε ποιοι Έλληνες είχαν διεθνή απήχηση: ο Θεόφιλος αφού τον ανακάλυψε ο Τεριάντ, ο Αλέκος Φασιανός, ο Κουνέλης, έστω και αν ο τελευταίος κάποια στιγμή άρχισε να αυτοπροσδιορίζεται περισσότερο ως Ιταλός. Δηλαδή αυτοί που έκαναν τέχνη το δικό τους βίωμα και το έκαναν τόσο καλά που πλέον να έχει οικουμενικό ενδιαφέρον, όχι αυτοί που προσπάθησαν να ακολουθήσουν ένα ρεύμα της μόδας. Γιατί είναι μονόδρομος, το να προσπαθείς να κάνεις τέχνη με τα βιώματα του άλλου δεν γίνεται. Αυτά είναι τα κακά νέα. Τα καλά νέα είναι ότι υπάρχουν τουλάχιστον δέκα νέοι Έλληνες καλλιτέχνες αυτή τη στιγμή που πραγματικά ζηλεύω.

    «Στην Ελλάδα γίνονται πολύ ωραία πράγματα, αλλά από μεμονωμένους ανθρώπους».

    – Πώς κρίνετε το επίπεδό μας σε σχέση με όσα συμβαίνουν στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ;

    Είναι άλλες μπάλες. Στην Ελλάδα γίνονται πολύ ωραία πράγματα, αλλά από μεμονωμένους ανθρώπους. Η κοινωνία δεν θεωρεί αυτονόητο ότι πρέπει να στηρίξει τις τέχνες. Δεν υπάρχουν επίσης πολλοί άνθρωποι να απευθυνθείς, κάτι που έγινε χειρότερο με την οικονομική κρίση, όταν χάσαμε την μεσαία τάξη. Αλλά ακόμα και λόγω της γεωγραφικής μας θέσης, δεν μπορείς να πάρεις ένα τρένο και να βρεθείς από τη μία στιγμή στην άλλη στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Αγγλία, σε ένα πολύ γρήγορο κύκλο που μπορείς να τον κάνεις και σε μία εβδομάδα μέσα.

    Τα έργα είναι μονοκοντυλιές από κόκκινο χρώμα που εκφράζουν μια συναισθηματική κατάσταση.

    – Άρα, λέτε ότι μας λείπει η υποδομή για να στηριχθούν οι άνθρωποι της τέχνης. 

    Η Ελλάδα δεν έχει την ίδια δυναμική από ανθρώπους που μπορούν να στηρίξουν τέχνη, είναι θέμα καθαρά πληθυσμού. Ακόμα νομίζω ότι θα πρέπει να προσπαθήσουμε να ξεπεράσουμε κάποιες αγκυλώσεις που έχουμε και ανάμεσα στους πιο επιτυχημένους από μας στο πώς βλέπουμε τα πράγματα. Στην Ελλάδα η τέχνη είναι μια πολυτέλεια για την οποία πρέπει να δικαιολογείσαι, για το αυτοκίνητο ή για το εξοχικό δεν χρειάζεται να δικαιολογείσαι, για την τέχνη ξαφνικά όλοι τσιγκουνεύονται.

    – Το γεγονός ότι η Εθνική Πινακοθήκη είναι επιτέλους ανοιχτή μπορεί να λειτουργήσει θετικά ώστε να εξοικειωθεί ο πολύς κόσμος με την τέχνη;

    Μακάρι, αλλά δεν ανοίγουν οι πόρτες των κτιρίων την τέχνη, την τέχνη την ανοίγει η εκπαίδευση και εμείς οι ίδιοι. Αυτό που πρέπει να συμβεί είναι οι άνθρωποι να αισθανθούν οικεία προς αυτό τον χώρο. Στην Ελλάδα ακόμα δεν έχουμε μουσείο με τους μεγάλους Δασκάλους, όπου να μπορεί ο επισκέπτης να παρακολουθήσει όλη την ιστορία της ζωγραφικής, αλλά έχουμε τις αρχαιολογικές συλλογές, όπου έχουμε εξαιρετική ζωγραφική στη αγγειογραφία ή στα φρέσκο, όπως η αίθουσα της Σαντορίνης στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Επίσης έχουμε και το Μουσείο Γουλανδρή στο Παγκράτι με πολύ σημαντικά έργα από αυτό που ονομάζουμε “μοντέρνους κλασικούς”, και τέλος έχουμε και βυζαντινές συλλογές. Οι βυζαντινές και μεταβυζαντινές εικόνες έχουν σημαντική ζωγραφική ποιότητα.

    Λεπτομέρεια από τον Χώρο 212Arts στον Πειραιά.

    – Σε μια εποχή όπου οι επιστήμες και η τεχνολογία ορίζουν τη ζωή μας ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος της τέχνης;

    Τη ζωή μας, όταν δεν έχει συμβεί κάτι τραγικό, την ορίζουμε εμείς. Η τέχνη είναι ένα ανθρώπινο ένστικτο, η ζωγραφική μας συνοδεύει από την εποχή των Σπηλαίων.

     

    Διαβάστε ακόμα: Αλέξανδρος Βασμουλάκης. «Τα έργα μου είναι δημιουργία μέσω της καταστροφής».

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top