«Όταν μιλάμε για τη γυναίκα, δεν μπορούμε να τις συμπεριλάβουμε όλες, η κάθε μία είναι πολύ διαφορετική» (Φωτογραφίες: Κλεοπάτρα Χαρίτου).

Mία μίξη σπάνια – από αυτές τις γυναίκες που λες το κλασικό «τα έχει όλα». Εξυπνη, όμορφη, διακεκριμένη επαγγελματίας, μητέρα, φίλη. Και θες να πιείς ένα ποτήρι κρασί παραπάνω όταν την βλέπεις, για να μιλάτε ποτέ, προσπαθώντας να μην την υποβάλεις στο εξοντωτικό μαρτύριο να σε αναλύσει. Γιατί είναι και ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια και συγγραφέας. Πόσο να αποφύγει την ανάλυση; Οσο τελικά μαζί της γελάς ή σοβαρεύεις και μιλάς ουσιαστικά, χωρίς όμως περισπούδαστο ύφος. Η Μαριαλένα μπορεί να σου πει τα πιο αιχμηρά, καίρια και κρίσιμα που σε (και «μας») αφορούν με τα πιο απλά λόγια. Μία συνάντηση μέσω οθονών κατά την οποία λέει την πιο αφοπλιστική αλήθεια για το φύλο μας.

Το τελευταίο της βιβλίο, με τίτλο «Τάισέ με», διαπραγματεύεται το ζήτημα της αμφιθυμίας της γυναίκας για το αν μπορεί να είναι και μητέρα, και σύζυγος, και εργαζόμενη, και καριερίστα, και πρωτοπόρος, και…

– Εσείς πιστεύετε ότι τελικά μπορεί;

Αυτό είναι ένα μεγάλο θέμα, γιατί όταν μιλάμε για τη γυναίκα, δεν μπορούμε να τις συμπεριλάβουμε όλες, η κάθε μία είναι πολύ διαφορετική. Άλλες είναι οι επιθυμίες μιας γυναίκας που έχει πολύ έντονα θηλυκά και μητρικά χαρακτηριστικά και άλλες μιας γυναίκας η οποία έχει έντονα επιβλητικά και διεισδυτικά χαρακτηριστικά. Γι’ αυτό και το βιβλίο αφορά μεν όλες τις γυναίκες και όλους τους άντρες, αλλά αναφέρεται κυρίως στη γυναίκα που θέλει να διαπρέψει στον κόσμο της επιστήμης, της διανόησης, της καριέρας. Δεν είναι δηλαδή η γυναίκα που φαντάζεται ότι παντρεύτηκε στα 20 και τελείωσε η ζωή της, είναι καλυμμένη και δεν έχει εσωτερικές συγκρούσεις.

«Υπάρχουν άνδρες που έχουν γίνει πατέρες στα 50 και είναι πολύ πιο συνειδητοποιημένοι και το αποτέλεσμα της σχέσης με το παιδί τους είναι πολύ καλύτερο».

Γι’ αυτές τις γυναίκες που, όπως λέτε, δεν έχουν εσωτερικές συγκρούσεις, πού πιστεύετε ότι οφείλεται αυτό; Είναι γιατί τους έχει επιβληθεί κοινωνικά, έτσι μεγάλωσαν, ή είναι θέμα χαρακτήρα;

Υπάρχουν πολλοί ιδιοσυγκρασιακοί παράγοντες. Δηλαδή υπάρχουν άνθρωποι, γυναίκες και άντρες, που θέλουν σε ένα βαθμό να σπουδάσουν, χωρίς υποχρεωτικά να πάρουν PhD. Υπάρχουν γυναίκες που θέλουν να εργαστούν, αλλά δεν θέλουν να γίνουν διευθύντριες. Δεν θέλουν παραπάνω ευθύνες, δεν θέλουν το Σαββατοκύριακο να χτυπάει το τηλέφωνό τους για δουλειά. Οπότε το θέμα είναι περιβαλλοντικό αλλά είναι και ιδιοσυγκρασιακό, γι’ αυτό και μιλάμε για διαφορετικούς τύπους ανθρώπων.

Μπορεί μια γυναίκα να είναι ενστικτωδώς καλή μητέρα ή θα ήταν καλύτερα να έχει περάσει πρώτα κάποια πράγματα στη ζωή της, που θα την έχουν κάνει πιο συνειδητοποιημένη;

Εδώ συμβαίνει το εξής παράδοξο: θα φανταζόταν, κανείς και έτσι μας μεγάλωσαν οι δικές μας μανάδες, ότι δίνοντάς μας ερεθίσματα που δεν είχαν αυτές, όπως τη δυνατότητα να ταξιδέψεις πιο πολύ, να σπουδάσεις πιο εύκολα κ.λπ., εμείς θα ερχόμασταν στον κόσμο του γάμου και της μητρότητας με μεγαλύτερη σοφία και ωριμότητα, αφού θα είχαμε κάνει πρώτα όλη αυτή τη διαδρομή που δεν είχαν κάνει οι μητέρες μας. Κι όμως, η μητρότητα στατιστικά και ποσοστιαία δεν έχει βελτιωθεί. Τα σύγχρονα κορίτσια γνωρίζουν περισσότερα πράγματα, κάτι που είναι καλό, στο δια ταύτα όμως, έχει έρθει στην επιφάνεια η δυσκολία. Πράγματα που υπήρχαν και στο παρελθόν αλλά δεν λέγονταν, δεν επιτρεπόταν να βγουν από το δωμάτιο.

Τώρα ερχόμαστε σε επαφή με το πόσο δυσκολεμένες είναι οι σύγχρονες γυναίκες, όταν πρέπει να κλειστούν έστω και 40 μέρες στο σπίτι με το νεογέννητό τους. Και εκεί αρχίζει να καταλύεται η γνώση και η μόρφωση και πηγαίνουμε πίσω σε αυτό το ένστικτο, το πρώτο. Δηλαδή αν μια νέα μητέρα πήρε κάποια καλά πράγματα, ενστικτωδώς θα τα μεταδώσει. Εάν, παρά τη μόρφωσή της και όλα τα υπόλοιπα, δυσκολευόταν η μητέρα της και δυσκολευόταν κι αυτή ως μωρό, αυτό θα αναβιώσει. Θέλω επίσης να πω και κάτι άλλο, πολύ σημαντικό. Λέμε πολλές φορές για το πόσο αδικούνται οι γυναίκες -και μάλιστα σε πολλά επίπεδα. Αδικούμαστε και σε σχέση με τον χρόνο. Το πότε μπορεί κάποιος να γίνει μητέρα ή πατέρας είναι μια πάρα πολύ σχετική υπόθεση. Το ότι κάποτε οι περισσότερες γυναίκες γίνονταν μητέρες στα 20 ήταν πολύ τραυματικό. Ακόμη και σήμερα, που πρέπει μέχρι τα 30-35 να κάνουμε παιδί γιατί μας πιέζει η φύση, είναι επίσης. Μπορεί βέβαια το όριο να είναι βιολογικό, αλλά ψυχικά δεν είναι όλοι οι άνθρωποι το ίδιο. Και το βλέπω αυτό στους πατέρες. Υπάρχουν άνδρες που έχουν γίνει πατέρες στα 50 και είναι πολύ πιο συνειδητοποιημένοι και το αποτέλεσμα της σχέσης με το παιδί τους είναι πολύ καλύτερο. Υπάρχουν και νεότεροι πατέρες, που τελικά δεν τους βγαίνει αυτός ο ρόλος και διαλύουν τους γάμους τους.

«Το κορίτσι, έτσι κι αλλιώς, από πάρα πολύ μικρό αμφισβητεί τη μητέρα, τη βάζει απέναντι, δεν της δίνεται, γιατί είναι το όμοιο και θέλει να ξεχωρίσει» (Φωτογραφίες: Κλεοπάτρα Χαρίτου).

– Επίσης πιστεύω ότι δεν είναι μόνο το βιολογικό ρολόι ως προς το θέμα της μητρότητας, είναι και η κοινωνική σύμβαση που υπάρχει, ως το πώς αντιμετωπίζουν οι άλλοι μια γυναίκα που γίνεται μητέρα σε μεγαλύτερη ηλικία.

Ακριβώς, κι αυτό το βλέπουμε από την αρχαιότητα, αν πάρουμε παράδειγμα τη Μήδεια. Γιατί ουσιαστικά αυτό είναι το έργο της «Μήδειας» και θεωρώ ότι δεν έχει γίνει η σωστή ανάγνωση. Η Μήδεια είναι μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα ηρωϊδα. Κατ’ αρχάς δεν είναι το θέμα της μητροκτονίας, το πρόβλημα – καμία μάνα δεν σκοτώνει τα παιδιά της επειδή δεν τα αγαπάει. Η Μήδεια είναι η σημαντική και αυτή που βοήθησε τον Ιάσονα να φτάσει εκεί που ήθελε. Του δίνει τα πάντα, του κάνει και παιδιά, αλλά αυτός, όπως κάνουν πολλοί άντρες, επειδή εκείνη μεγάλωσε, την ξεπουλάει. Η Μήδεια κάνει μια πράξη εκδίκησης σκοτώνοντας τα παιδιά της, όχι όμως ως δείγμα επιθετικότητας προς αυτά. Ουσιαστικά γυρίζει τον χρόνο πίσω, για να του πάρει κάτι από όλα όσα του είχε δώσει.

«Η τεκνοποιία είναι μια ιστορία που χωρίζει τις γυναίκες στο πριν και το μετά».

– Το θέμα της τεκνοποίησης είναι δηλαδή αυτό που παραδοσιακά μας έχει τοποθετήσει σε αυτή τη συνθήκη;

Η τεκνοποιία είναι μια ιστορία που χωρίζει τις γυναίκες στο πριν και το μετά. Επίσης είναι κάτι που υπάρχει τόσο βαθιά στο ασυνείδητό μας, είτε ως θετική φαντασίωση είτε ως θηλιά, πάντως σίγουρα κάτι με το οποίο γεννιόμαστε. Από την πρώτη στιγμή που γεννιέται ένα κοριτσάκι, υπάρχει η φαντασίωση ότι θα γίνει μαμά. Είναι μια αναπότρεπτη μοίρα. Το αν το περιβάλλον για μια γυναίκα είναι διευκολυντικό για να γίνει μητέρα δεν εξετάζεται -η γυναίκα πρέπει να γίνει μητέρα. Επίσης, μέχρι τώρα, δικαιολογούσαμε συχνά έναν πατέρα που εγκατέλειπε τα παιδιά του και το έχουμε δει άπειρες φορές στην ιστορία της ανθρωπότητας. Το να είναι όμως μια γυναίκα κακή μητέρα ή να εγκαταλείψει τα παιδιά της δημιουργεί ένα τραύμα, και κοινωνικά και ατομικά, πιο δυσεπούλωτο.

– Για να πάμε λίγο και στους άντρες, αυτό που λένε ότι «η σημερινή γυναίκα έχει ευνουχίσει τον άντρα» πώς σας φαίνεται;

Όχι, δεν φταίνε οι γυναίκες σήμερα γι’ αυτό. Είναι προηγούμενων αιώνων αυτός ο ευνουχισμός. Οι σύγχρονες γενιές των ανδρών, που είναι από σαράντα μέχρι εξήντα, έρχονται από μητέρες οι οποίες σπάνια διέπρεψαν. Δεν είναι μητέρες οι οποίες ξεχώρισαν σε κάποιον τομέα -είναι κυρίως μητέρες, ακόμη κι αν ήταν εργαζόμενες. Και συνήθως παραπονούμενες για τη συμβιωτική και συζυγική τους σχέση. Οπότε το καλύτερο πάτημα είναι ο γιος, ο οποίος είναι και νέος, και όμορφος, και τρυφερός, δεν τις αμφισβητεί… Εκεί λοιπόν αυτές οι μητέρες έκαναν ό,τι μπορούσαν για να έχουν αμφιθυμία αυτά τα αγόρια -απέναντι στην υπερβολική προστασία τους και στον υπερβολικό έλεγχο. Ήρθαν λοιπόν αυτοί οι άντρες να γνωρίσουν εμάς, οι οποίες μεγαλώσαμε αλλιώς, πολλές φορές από τις ίδιες μητέρες.

«Πολλοί διάλογοι μητέρων και γιων, αν τους απομονώσεις, είναι ”γκομενικοί”».

Αυτό πάντως είναι κάτι που με βάζει σε σκέψεις. Πώς γίνεται πολλές γυναίκες να γκρινιάζουν για τους άντρες που βρήκαν και ταυτόχρονα, αυτές με τη σειρά τους, να μεγαλώνουν «ευνουχισμένους» γιους, όχι όμως και κόρες με τον ίδιο τρόπο;

Θα το εξηγήσω πολύ απλά. Το κορίτσι, έτσι κι αλλιώς, από πάρα πολύ μικρό αμφισβητεί τη μητέρα, τη βάζει απέναντι, δεν της δίνεται, γιατί είναι το όμοιο και θέλει να ξεχωρίσει. Το αγόρι είναι πιο ευαίσθητο, πιο μαλακό και έχει ανάγκη μεγαλύτερης τρυφερότητας και προσοχής. Είναι η φύση τέτοια – η μαμά είναι για τα αγόρια ένα ερωτικό αντικείμενο. Το θέμα είναι να ελέγξει η μητέρα τις δικές της ασυνείδητες επιθυμίες. Αν δηλαδή μια γυναίκα έχει παντρευτεί ένα ναυτικό που λείπει τους εννέα μήνες του χρόνου, ο γιος θα γίνει πολλά υποκατάστατα. Αν δεν σου χαϊδέψει την πλάτη ο άντρας σου, θα πάρεις αυτό το χάδι από τον γιο. Απλώς μετά θα κάνει ένα «μπαμ» στην εφηβεία, η μαμά δεν θα το καταλαβαίνει αυτό -θα έχει μπει και στην κλιμακτήριο- και θα τρελαθεί. Οπότε εκεί θα αρχίσει το κυνήγι, «με θέλεις, δεν με θέλεις». Διότι πολλοί διάλογοι μητέρων και γιων, αν τους απομονώσεις, είναι «γκομενικοί».

– Σήμερα πάντως νομίζω ότι οι πατέρες ασχολούνται περισσότερο με τα παιδιά τους. Είναι φανερό ακόμη και στο πάρκο να πας.

Ναι, ισχύει αυτό και είναι η μεγάλη μας κοινωνική εξέλιξη. Οι μαμάδες δυσκολεύονται περισσότερο και οι μπαμπάδες έγιναν καλύτεροι. Πιστεύω ότι σε αυτή τη γενιά, οι μπαμπάδες πραγματικά αναπληρώνουν σε ευαισθησία, προσφορά και συνειδητοποίηση του ρόλου τους όλα όσα δεν έκαναν οι προηγούμενες γενιές. Μέσα μάλιστα από αυτή την αλλαγή του μοντέλου, ήρθαν σε επαφή και με τις δικές τους συναισθηματικές ανάγκες και είδαν ότι παίρνουν κι αυτοί πράγματα από τα παιδιά τους. Αυτό είναι κάτι πολύ θετικό.

Tα βιβλία της Μαριαλένας Σπυροπούλου κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Συνέχεια ακούω ότι τα νέα παιδιά δεν μπορούν να κάνουν σχέση. Πιστεύετε ότι αυτό οφείλεται στα social media και στο πώς παρουσιάζουμε τον εαυτό μας μέσα από αυτά;

Χωρίς να είμαι ειδική πάνω σε αυτό το θέμα, νομίζω ότι το κακό άρχισε από τη δική μας γενιά σε σχέση με τις ταινίες, το Χόλιγουντ, τις σειρές που παρακολουθούσαμε στην τηλεόραση ως έφηβοι όπως το «Beverly Hills», όλα αυτά έφτιαξαν ασυνείδητα κάποια πρότυπα. Οπότε στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 ήδη είχε δημιουργηθεί μια φαντασίωση για το πώς πρέπει να είναι μια κοπέλα, όπως και το πώς πρέπει να είναι ο επιθυμητός γαμπρός. Μια ολόκληρη αυτοκρατορία περιοδικών στήριξε πάρα πολύ τη φαντασίωση του δανδή ή του μάγκα ή οτιδήποτε άλλο. Τότε βέβαια, μπορούσες να κλείσεις το περιοδικό και να μην το διαβάσεις. Σήμερα, με την ανάπτυξη της τεχνολογίας, που ανά πάσα στιγμή όλα είναι στην προέκταση του χεριού σου, στο κινητό, και όλα είναι κατακερματισμός και εικόνα, χωρίς στόρι, τα πράγματα δυσκολεύουν. Τα κοριτσάκια φωτογραφίζονται στο Instagram σαν να είναι πορνοστάρ. Έρχονται στο γραφείο μου κοπέλες είκοσι χρονών, που ήδη έχουν κάνει αλλαγές στο πρόσωπό τους, με φουσκωμένα χείλη και τεράστιες βλεφαρίδες. Αυτή η εικόνα, στη φαντασίωση δημιουργεί την έκπτωση και τη συναλλαγή -τι μου δίνεις, τι σου δίνω. Και επειδή γινόμαστε προϊόντα, ανά πάσα στιγμή υπάρχει το καλύτερο -το καλύτερο σώμα, το καλύτερο πρόσωπο κ.λπ. Αυτό λοιπόν δεν φτιάχνει τη σύνδεση μεταξύ των ανθρώπων.

«Πολλές φορές τα κορίτσια προτιμούν να έχουν 1.500 likes να τα βλέπουν οι φίλες τους παρά να έχουν έναν συμφοιτητή τους να τις κυνηγάει».

– Βλέπω φωτογραφίες γνωστών μου στα social media, που από τα πολλά «φίλτρα», είναι αγνώριστες. Πόση δύναμη έχει αυτό το πράγμα, που σε κάνει να ξεχνάς κι εσύ ο ίδιος ότι στην πραγματικότητα δεν είσαι έτσι και δεν σκέφτεσαι καν τι θα πουν αυτοί που σε ξέρουν;

Έχει μεγάλη δύναμη, γιατί εδώ είναι και η χρήση και ο εθισμός, αλλά και το ότι ξαναγυρνάμε σε μία αυτο-ερωτικοποίηση, στον πρωτογενή ναρκισσισμό. Διότι, μακάρι να τα κάναμε όλα αυτά εμείς οι γυναίκες για να έχουμε ποιοτική ερωτική ζωή, κι ας μην ήταν μόνο με τον άντρα μας. Αυτό θα ήταν ευχής έργο, θα ήταν μια επαναστατική κοινωνία το να συνάπτουμε ερωτικές σχέσεις ουσιαστικές και βαθιές. Εδώ, δυστυχώς, η συναλλαγή δεν είναι το σώμα και η επιθυμία, αλλά η φαντασίωση του καλύτερου. Ποιος έχει ωραιότερα πόδια, ας πούμε. Αλλά τι τα κάνεις αυτά τα ωραιότερα πόδια; Στα χαϊδεύει κάποιος; Όχι.

– Αυτό όμως δεν δημιουργεί μια κοινωνία στερημένων ανθρώπων, εξ ου σε νευρικό κλονισμό οι περισσότεροι;

Ακριβώς, γιατί η ικανοποίηση έρχεται σε ένα επίπεδο τού έχω, όχι τού είμαι. Ανέβασα μια φωτογραφία και πήρα 800 likes. Το αν πραγματικά έρχεται κάτω από το παράθυρό μου ένας άνθρωπος και μου λέει «σε θέλω», έτερον εκάτερον. Δηλαδή πολλές φορές τα κορίτσια προτιμούν να έχουν 1.500 likes να τα βλέπουν οι φίλες τους παρά να έχουν έναν συμφοιτητή τους να τις κυνηγάει και να τους γράφει όμορφα τραγούδια. Έχουν αλλάξει οι εποχές.

– Το τελευταίο που κυκλοφόρησε είναι το τρίτο σας βιβλίο;

Ναι, έχω γράψει μία νουβέλα, ένα μυθιστόρημα και ένα παιδικό ανάγνωσμα. Τον επόμενο χρόνο θα βγει μια ποιητική συλλογή.

«Δεν γράφω αυτοβιογραφία, αλλά το υλικό για να φαντασιωθώ και να γράψω τη μυθοπλασία είμαι εγώ -η ζωή μου, το μυαλό μου, το ασυνείδητό μου» (Φωτογραφίες: Κλεοπάτρα Χαρίτου).

– Όταν γράφετε ένα μυθιστόρημα, πόσο μπορείτε να αφήσετε έξω την προσωπική σας ζωή;

Γιατί να την αφήσω; Πιστεύω ότι όλοι οι συγγραφείς αυτό καταθέτουν. Μπορώ να αφήσω απέξω την επαγγελματική μου ιδιότητα. Δεν γράφω αυτοβιογραφία, αλλά το υλικό για να φαντασιωθώ και να γράψω τη μυθοπλασία είμαι εγώ -η ζωή μου, το μυαλό μου, το ασυνείδητό μου. Άρα οι δικές μου αγωνίες ή τα ελλείποντα στοιχεία είναι αυτά που κινητοποιούν την ανάγκη μου να γράψω μια ιστορία.

– Η έμπνευση του κεντρικού σημείου ενός βιβλίου πώς σας έρχεται και σας κινητοποιεί όπως λέτε;

Για το μυθιστόρημά μου, για να μιλήσω πιο συγκεκριμένα, η αρχική έμπνευση νομίζω ότι καταχωνιάστηκε στα πλευρά μου μία από τις πολλές νύχτες των πρώτων τριών χρόνων που δεν κοιμόταν η κόρη μου. Ήμουν μόνη μου με ένα μωρό που δεν κοιμόταν, προσπαθώντας να το νανουρίσω, και αισθανόμουν ότι απ’ αυτό δεν μπορεί να με διακόψει κανένας. Ήταν δηλαδή στιγμές τέτοιας ανημπόριας αλλά και τέτοιας ανάληψης ευθύνης φοβερές, ένιωθα αβοήθητη. Μετά από χρόνια λοιπόν, μου βγήκε ο τίτλος, «Τάισέ με», που νόμιζα ότι αφορούσε την επιθυμία των παιδιών να στηριχθούν πάνω μας και να τα μεγαλώσουμε. Εκ των υστέρων κατάλαβα ότι κι εγώ ήμουν ατάιστη εκείνη τη στιγμή. Σκέφτηκα λοιπόν και όλες τις μανάδες που μεγαλώνουν εδώ και αιώνες παιδιά και δεν μπορούν να πουν πόσο μόνες νιώθουν. Είναι μία πολύ δύσκολη συνθήκη, που συνήθως δεν θέλουμε να την κοιτάξουμε, διότι όντως είναι μια φυσική διαδικασία. Παρ’ όλα αυτά η αγριότητα καμιά φορά και η βία που εμπεριέχει, είναι τρομακτική και δεν την αντέχουν όλοι.

«Πριν αγγίξει κι εμάς η παγκοσμιοποίηση, οι Έλληνες ήταν ένας απλοϊκός λαός. Καλοί σε γενικές γραμμές, όμως μας λείπει η ενσυναίσθηση, είμαστε λίγο χοντροκομμένοι».

– Απ’ την άλλη, υπάρχει και μια αδιακρισία πολλές φορές, δηλαδή το πόσο ο καθένας, όταν σε δει έγκυο, νιώθει ότι έχει το δικαίωμα να σου πει κάτι.

Για να μη μας αδικώ, θεωρώ ότι μέχρι πρότινος, πριν αγγίξει κι εμάς η παγκοσμιοποίηση, οι Έλληνες ήταν ένας απλοϊκός λαός. Καλοί σε γενικές γραμμές, όμως μας λείπει η ενσυναίσθηση, είμαστε λίγο χοντροκομμένοι. Δεν σκεφτόμαστε πάντα τι εκστομίζουμε. Επίσης έχουμε μάθει να κοιτάμε μόνο τα του σπιτιού μας, μας λείπει το κοινωνικό κομμάτι κι αυτό εξηγείται ιστορικά. Παρ’ όλα αυτά, έχω να πω ότι τις ίδιες ανάγκες έχουμε όλοι, το ίδιο πεινασμένοι είμαστε και δεν μπορούμε να σκεφτούμε να δώσουμε αυτό ακριβώς που θέλουμε και για μας. Αφού κι εμείς θέλουμε το χάδι, λειτουργούμε προς τον άλλον που το ζητάει, με έναν επιθετικό τρόπο, σαν αυτός να μην έπρεπε να το έχει ανάγκη.

– Στο σπίτι σας, πώς μπορείτε να μην είστε ψυχολόγος;

Δεν τα αναλύω και εκεί τα πράγματα πια. Περάσαμε όμως από πάρα πολλά στάδια. Πάντα υπάρχει το σύνδρομο του νεοφώτιστου, όταν ανακαλύπτεις κάτι καινούργιο, όλα είναι αυτό -όπως συμβαίνει σε κάθε επάγγελμα πιστεύω. Οπότε θέλεις να το εφαρμόζεις παντού και δείχνεις ζήλο, αλλά τελικά ανακαλύπτεις το πόσο ανώριμος είσαι κι εσύ ο ίδιος. Έχω περάσει από αυτό το στάδιο πάρα πολύ έντονα, σε σημείο που γινόμουν πολύ παρεμβατική, ακόμη και στις παρέες μου. Μεγαλώνοντας, σταματάς να δείχνεις ζήλο -ο ζήλος είναι κακό πράγμα στη δουλειά μου.

 

Διαβάστε ακόμα: Ρούλα Γεωργακοπούλου – «Η πανδημία έχει ξυπνήσει ό,τι κακό είχα μέσα μου».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top