«Εγώ μικρή ”συναντήθηκα” με την Ελλη Λαμπέτη όταν εκείνη έκανε έξι μονόπρακτα».

Aυτό που συμβαίνει με την Ολια είναι αυτό που λέμε για τους «ζωντανούς θρύλους», όχι λόγω ηλικίας αλλά λόγω αύρας, πορείας, φήμης, ουσίας, εκτοπίσματος. Eίναι μια γυναίκα για την οποία όλοι τρέφουν έναν σεβασμό και μια άνευ όρων αποδοχή και προφανώς ο καθένας έχει και μια εικόνα/ιδέα στο κεφάλι του για εκείνη.

Ετσι κι εγώ είχα πλάσει τη δική μου Ολια. Που τη φανταζόμουν ονειρική και απόμακρη, κάπως θλιμμένη κάπως σε μια αγωνιώδη αναζήτηση – φυσική τε και μεταφυσική, εσωστρεφή και ταπεινή. Από τα παραπάνω θα κρατήσω το «ταπεινή». Η Ολια που αντίκρισα, είχε ένα φωτεινό καθάριο πρόσωπο που έλαμπε όση ώρα ήμασταν μαζί. Τα μάτια της γελούσαν ακόμη και στις πιο μύχιες, σκληρές, εξομολογήσεις.

Η Ολια σήμερα που την γνωρίζω και έχω την τιμή να της κάνω μια συνέντευξη μετά από τόσα χρόνια που την παρακολουθώ (επιτέλους!) έχει κερδίσει τους δαίμονές της, έχει ιδρώσει πάνω στις πληγές της που της έπλυνε βαθιά, έχει δώσει στην ευτυχία την ευκαιρία που της αξίζει. Της ίδιας και της ευτυχίας. Την ίδια ώρα, εξακολουθεί να βιώνει τη μαγεία του θεάτρου με την ίδια πρώιμη παιδικότητα και την ίδια ατόφια δίψα για την πιο βαθιά ανακάλυψη. Και συνεχίζει να είναι συγκινητική, χωρίς μελό χωρίς υπερβολές.

«Λένε πως κάπως, με ένα μακρινό τρόπο, θυμίζω κάτι από την Έλλη Λαμπέτη».

– «Εξι φορές» με τον αγαπημένο Γιώργο Νανούρη στο Μέγαρο Μουσικής. Τι, πώς και γιατί;

Με τον Γιώργο γνωριστήκαμε στην τηλεόραση, όταν έκανα το «Ταξίμ» στην ΕΡΤ, μία από τις δύο τηλεοπτικές δουλειές που έχω κάνει στη ζωή μου. Εκείνος που μας γνώρισε μου είπε ότι είχαμε το ίδιο βλέμμα… Παράξενο να στο πει κάποιος αυτό. Μάλλον κάτι ήξερε γιατί από τότε είμαστε πολύ καλοί φίλοι, αλλά δεν είχαμε συνεργαστεί ποτέ. Πριν από κάποια χρόνια μόνο δουλέψαμε πάνω σε ένα έργο του Τολστόι, το «Από τι ζουν οι άνθρωποι» που το σκηνοθετήσαμε τρεις, ο Γιώργος, ο Ηλίας Κουνέλας και εγώ.

Τώρα μετά από πολλές συζητήσεις και ανταλλαγές ιδεών καταλήξαμε σε αυτό που έχει μεγάλη ιστορία πίσω του. Εγώ μικρή «συναντήθηκα» με την Ελλη Λαμπέτη όταν εκείνη έκανε έξι μονόπρακτα. Με αυτό εννοούμε ότι έκανα την βουβή πλάτη στην πιο δυνατή σκηνή του Στρίνμπεργκ όπου μιλάει αυτή σε μία γυναίκα που είναι η αντίζηλος της υποτίθεται και το δεύτερο που έκανα είναι ότι κρατούσα μέσα στο καμαρίνι το κείμενο της Δεύτερης Φωνής του Κοκτώ και μέσα από το ακουστικό της έλεγα διάφορα γιατί σε όλο το μονόπρακτο ακούει ένα τηλεφώνημα, όπου ουσιαστικά ήμουνα ο εραστής. Όλη αυτή η εμπειρία ήτανε αληθινά συγκλονιστική εμπειρία διότι έλεγα εγώ μεν τα λόγια αλλά μετά τα άκουγα ειπωμένα από την θεσπέσια φωνή της Έλλης και ήμουν στο όριο να πιστέψω ότι το θέατρο είναι ένα ψέμα! Αυτά τα έξι μονόπρακτα ήταν κομμάτια από σπουδαίους συγγραφείς όπως ο Κοκτώ, ο Στρίνμπεργκ, ο Τσέχωφ και εκείνη έκανε ουσιαστικά έναν μονόλογο σε έξι διαφορετικούς ρόλους.

Ως προς το γιατί: ίσως επειδή όλο αυτό ήταν η δική μου πρώτη επαφή με μια μυστική στιγμή, ίσως επειδή λένε πως κάπως, με ένα μακρινό τρόπο, θυμίζω κάτι από κείνη τη γυναίκα, έδεσαν όλα και καταλήξαμε σε αυτό. Από εκείνη την παράσταση έχουμε κρατήσει την ιδέα και κάποια στοιχεία και αρκετά αλλάξαμε. Έχουμε την «Ανθρώπινη φωνή» και το «Πανηγύρι» του Κοκτώ, την «Πιο δυνατή» του Στρίνμπεργκ, το «Όλια μια ψυχούλα» του Τσέχωφ (σε μία άλλη εκδοχή βασισμένη περισσότερο στο κείμενο και όχι στο θεατρικό), ανάμεσα σε αυτά έχουμε ένα κομμάτι από τον Άμλετ, ένα κείμενο που έχω γράψει εγώ και ένα μικρό κομμάτι αφιέρωμα στην ιστορία του θεάτρου και αφορά έναν υποβολέα της εποχής του Κοτοπούλη.

«Εχω αδελφή την Αριάν με την οποία βρεθήκαμε στα μεγάλα μας χρόνια, εγώ 30 εκείνη 20 διότι μεγαλώσαμε ξεχωριστά».

– Ποια είναι η συνδετική κλωστή;

Είναι πολύ προσωπική και έχει να κάνει με το ποιος είναι ο Γιώργος, ποια είμαι εγώ και ποια είναι η μεταξύ μας σχέση. Με τον Γιώργο έχουμε πιθανόν ακόμη και διαφορετικές θεατρικές κατευθύνσεις – και λόγω ηλικίας και για άλλους λόγους-, αλλά έχουμε κάτι κοινό, πολύ σημαντικό: μία σχεδόν παιδική μάτια στον κόσμο. Ο Γιώργος το κρύβει αυτό, γιατί είναι μικρός και ακόμη προστατεύεται, αλλά εγώ έχω μεγαλώσει και δεν έχω ανάγκη προστασίας – αφήνω τον ψυχισμό μου τελείως ελεύθερο.

«Οι πιο ευαίσθητοι άνθρωποι καταλήγουν εκτός κοινωνίας κάποια στιγμή».

– Σε τι έγκειται αυτή η παιδική ματιά;

Στα πολύ απλά πράγματα όπως ότι είμαστε ευκολόπιστοι, ότι θέλουμε το καλό, όλα αυτά που έχεις προτού γίνεις κυνικός, προτού η ίδια η ζωή σε κάνει κυνικό αναπόφευκτα. Το ξαναβρήκα αυτό, είναι και μέσα στη φύση μου, και είναι σίγουρα στη φύση του Γιώργου, αλλά πιστεύω ότι το αφήνει να φανεί μόνο όταν αισθάνεται ασφαλής. Αυτή η παράσταση, λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι είναι σαν αφιέρωμα στο θέατρο αλλά με αυτήν ακριβώς την παιδική μάτια, που σε κάνει να το βλέπεις σαν κάτι μαγικό και μαγευτικό. Πώς βλέπουν τα παιδιά το κουκλοθέατρο στο «Φάννυ και Αλέξανδρος» του Μπέργκμαν; Ε, κάπως έτσι.

– Γιατί όμως «αναπόφευκτα κυνική»;

Πιστεύω ότι για να ξαναγαπήσεις τον κόσμο θα πρέπει να τον έχεις κλωτσήσει πρώτα. Γιατί ο ευαίσθητος άνθρωπος περιμένει πράγματα από την κοινωνία και τους ανθρώπους και συνεπώς δεν γίνεται να μην απογοητευτεί. Γι’ αυτό και οι πιο ευαίσθητοι άνθρωποι καταλήγουν εκτός κοινωνίας κάποια στιγμή. Αν λοιπόν αυτή η ευαισθησία δεν σε πετάξει εντελώς έξω και δεν χάσεις τον εαυτό σου, νομίζω ότι τελικά καταφέρνεις να αγαπήσεις τον κόσμο αλλιώς, δηλαδή έτσι όπως είναι.

– Πώς ήταν η δική σας οικογένεια, αυτή που προφανώς καθόρισε πράγματα, όπως συμβαίνει άλλωστε σε όλους μας;

Κατ’ αρχάς, έχω αδελφή την Αριάν με την οποία βρεθήκαμε στα μεγάλα μας χρόνια, εγώ 30 εκείνη 20 διότι μεγαλώσαμε ξεχωριστά. Εγώ με τη μητέρα μου και εκείνη με τον πατέρα μας. Ευτυχώς αγαπηθήκαμε πολύ. Εγώ μεγάλωσα μάλλον μόνη και σε οικοτροφεία: στο Αρσάκειο στο δημοτικό και στου Κολλεγίου στο γυμνάσιο. Οπότε όπως αντιλαμβάνεστε δεν μπορώ παρά να πιστεύω στις εναλλακτικές οικογένειες, δηλαδή αυτές που φτιάχνεις από επιλογή και όχι επειδή υπάρχουν. Οι φίλοι μου ήτανε πάντα η οικογένεια που ποτέ δε με εγκατέλειψε και πάντα μου έδινε. Παρ΄ όλα αυτά ένιωθα πάντα σαν τον Κοντορεβυθούλη, έφτιαχνα μόνη το επόμενο μου βήμα, πέταγα ένα πετραδάκι για να πάω να βρω το επόμενο μονοπάτι.

«Αισθάνομαι ότι μέχρι τα 40 μου ξόδεψα τη ζωή μου προσπαθώντας να κλείσω ψυχικές τρύπες».

– Δυσκολίες που διαχειριστήκατε ωστόσο καθώς φαίνεται…

Ασφαλώς και δυσκολεύτηκα έντονα και έκανα πολλή δουλειά για να ξεπεράσω διάφορα θέματα. Αισθάνομαι ότι μέχρι τα 40 μου ξόδεψα τη ζωή μου προσπαθώντας να κλείσω ψυχικές τρύπες. Θεού πρόσωπο άρχισα να βλέπω μετά τα 45! Έκανα τόσο κόπο γιατί κάτι μέσα μου μου έλεγε ότι αν δεν τον κάνω δεν θα απαλλαγώ ποτέ. Τώρα που σας τα λέω αυτά δυνατά, νιώθω ειλικρινά σαν να μιλάω για κάποιον άλλον – τόσο μακρινά τα νιώθω. Οι αμυχές και τα τραύματα προφανώς υπάρχουν αλλά τα βλέπω περισσότερο σαν περιουσία μου παρά σαν πληγές. Είναι ένα κομμάτι της ταυτότητας μου προφανώς αλλά όχι ένα κομμάτι τόσο μεγάλο πια που να με καθορίζει. Απαλλάχτηκα. Εχει πει ο Μάρλον Μπράντο τη φράση «Δεν είχα γνωρίσει την αγάπη ακριβώς, γι’ αυτό και την έψαχνα στα πιο απίθανα μέρη». Ταυτίστηκα απόλυτα με αυτό, με εκφράζει αυτή η φράση για το πρώτο ενήλικο κομμάτι της ζωής μου.

«Ο προσωπικός μου δρόμος δεν περιείχε τα παιδιά. Δεν το σκέφτηκα παρά μόνο εκεί κοντά στα 40 που το βιολογικό σου ρολόι κάπως λειτουργεί, αλλά ήξερα καλά πως δεν είμαι γι’ αυτό».

«Παντρεύτηκα για πρώτη φορά στη ζωή μου στα 60!»

– Αρα, τα παιδιά δεν θα χωρούσαν εύκολα. Ούτε και ένας σύζυγος ίσως…

Παντρεύτηκα για πρώτη φορά στη ζωή μου στα 60! Έναν άνθρωπο τρία χρόνια μεγαλύτερο μου, πατέρα τριών κοριτσιών, που είχε χάσει τη γυναίκα του και ήταν γνώριμός μου από πολύ παλιά. Κάπως βρεθήκαμε, κάπως αγαπηθήκαμε και να που παντρευτήκαμε. Καμιά φορά του λέω επειδή είμαστε ήδη εφτά χρόνια μαζί  «Λες να γίνουμε κι εμείς σαν τα ζευγάρια που βαριούνται;» Και εκείνος μου λέει, γελώντας, «Μα εμείς δεν θα προλάβουμε, μην ανησυχείς». Αυτός είναι ωραίος έξυπνος κυνισμός.

Οσο για τα παιδιά, ναι, ο προσωπικός μου δρόμος δεν τα περιείχε. Δεν το σκέφτηκα παρά μόνο εκεί κοντά στα 40 που το βιολογικό σου ρολόι κάπως λειτουργεί, αλλά ήξερα καλά πως δεν είμαι γι’ αυτό. Ίσως επειδή ήμουνα πολύ πληγωμένη; Ίσως. Είμαι πολύ χαρούμενη με τα παιδιά του Στέλιου που είμαστε κάπως μεταξύ μητριάς και φίλης. Και τώρα που το λέω, πόσο αρνητική χροιά έχει αυτή η λέξη! Αισθάνεσαι σαν την μάγισσα με το μήλο.

– Μου φαίνεστε πάντως πολύ πιο χαρούμενη και φωτεινή από κοντά σε σχέση με αυτό που βλέπω στη σκηνή. Ή και με αυτό που περίμενα. Καταλαβαίνετε πώς το εννοώ;

Καταλαβαίνω πολύ καλά. Συχνά στο δρόμο μου λένε είστε πολύ καλύτερη από ότι στο σινεμά πχ. Εγώ νιώθω ότι μου λένε ότι είμαι περισσότερο ο εαυτός μου. Το δεύτερο είναι ότι έχω αλλάξει, έχω πριμοδοτήσει τη χαρά τα τελευταία χρόνια. Νομίζω ότι παίζει μεγάλο ρόλο αυτό. Μου το λέει πολύς κόσμος ανεξαρτήτως τέχνης. Το βλέπω και εγώ σε φωτογραφίες – με βλέπω πολύ πιο σκοτισμένη στο παρελθόν. Όπως είχε πει και μια φίλη «τώρα περνάμε τα καλύτερα των χειρότερων μας». Είμαστε σε μία ηλικία που έχεις την ωριμότητα, αλλά ακόμη δεν τα έχεις χάσει, είσαι ζωντανός, υγιής και δημιουργικός. Από την άλλη δεν έχεις να αποδείξεις και τίποτα.

«Πετάω φωτογραφίες, δεν κρατάω τίποτα από παραστάσεις – έχω την αίσθηση ότι δεν μένει τίποτα».

– Νοσταλγείτε;

Όχι, δεν κοιτάζω ούτε μπρος ούτε πίσω. Είναι και ο χαρακτήρας μου βέβαια έτσι. Θα ήθελα να διατηρήσω αυτή την παιδική χαρά, να αγαπώ τους φίλους μου να περνάω καλά και να δοξάζω το Θεό που έχω την υγεία μου. Οπότε αυτά ελαφραίνουν τον άνθρωπο. Πετάω φωτογραφίες, δεν κρατάω τίποτα από παραστάσεις – έχω την αίσθηση ότι δεν μένει τίποτα.

«Συχνά στο δρόμο μου λένε είστε πολύ καλύτερη από ότι στο σινεμά πχ. Εγώ νιώθω ότι μου λένε ότι είμαι περισσότερο ο εαυτός μου».

– Το προκαλεί αυτό το θέατρο, έτσι δεν είναι;

Σίγουρα γιατί το θέατρο είναι η τέχνη του εφήμερου. Αλλά και η ζωή είναι έτσι με την έννοια ότι λέμε πολλά, κάνουμε σκέψεις αλλά στην καθημερινότητα είμαστε μηδενικά. Σημασία έχει τι θα κάνεις την κάθε στιγμή, πώς θα είσαι παρών σε αυτή τη ζωή. Το υπόλοιπο που αφορά το με τι θαμπώνεσαι, δεν έχει κανένα νόημα. Μπορεί η ζωή σου να είναι το μεγαλύτερο επιχείρημα; Μπορείς να καταλαβαίνεις τον άνθρωπο απέναντί σου από όσα κάνει χωρίς να χρειάζεται να σου πει κάτι; Ε, αυτό είναι!

– Είναι γνωστό ότι πιστεύεις. Το θέατρο έρχεται συχνά σε κόντρα με την πίστη κατά τη γνώμη μου.

Κατ’ αρχάς να σας πω μια διαφορά. Το θέατρο, τουλάχιστον με τον τρόπο που εγώ το έχω κάνει, δεν είναι η αλήθεια, αλλά είναι η νοσταλγία για την αλήθεια. Η νοσταλγία για το βαθύ, για το αληθινό. Η πίστη είναι κάτι άλλο. Είναι εκεί που το δράμα έχει πια συντελεστεί. Δεν ψάχνεις κάτι. Είναι το φως. Για να το πω και αλλιώς: η νοσταλγία για το φως είναι το θέατρο και το άλλο είναι απλώς το φως, είναι η πηγή. Δεύτερον, εξαρτάται από τον ρόλο, από το ποια κείμενα και συγγραφείς κάνεις. Τα μεγάλα κείμενα και τα μεγάλα έργα, ακόμη κι αν δεν το δείχνουν, περικλείουν το φως. Και όλα είναι θέμα ποιότητας: στον Σαίξπηρ, και τον εγκληματία να παίξεις, είναι υψηλότατη ποίηση. Η ποίηση αθωώνει ό,τι κι αν κάνεις -είναι φως. Στο θέατρο, οι αρνητικοί ήρωες είναι και πιο ενδιαφέροντες. Απλώς εγώ πια, δεν θα έπαιζα κάτι που είναι έξω από τον δικό μου ψυχισμό με φτηνό τρόπο. Γιατί εκεί θα αισθανόμουν πως έχω προδοθεί.

«Ένας άνθρωπος που έχει συνηθίσει να εμπιστεύεται μόνο το μυαλό του και βλέπει τα υπόλοιπα ως φούμαρα δεν αφήνει χώρο σε τίποτα να περάσει μέσα».

– Οι μεγάλοι επιστήμονες πάντως θεωρούν αστείο το να πιστεύεις. Σας το λέω γιατί είχα πρόσφατα μία τέτοια κουβέντα με κάποιον.

Εγώ έχω γνωρίσει επιστήμονες που έχουν μέσα τους και το κομμάτι της πίστης. Είναι σαν ένα πουλί με δύο φτερούγες: μία φτερούγα είναι η ορθολογιστική, την οποία θεωρώ πολύ ξερή αν υπάρχει μόνη της, και η άλλη είναι η καρδιά. Δηλαδή, ένα πουλί που έχει και τα δύο, πετάει πολύ καλύτερα. Εγώ θα εμπιστευόμουν πολύ περισσότερο έναν επιστήμονα που είναι και πιστός. Ο ορθολογισμός είναι κάτι πολύ χρήσιμο αλλά έχει όρια, ενώ αντιθέτως, η πίστη δεν έχει όριο. Και το ένα τροφοδοτεί το άλλο μ’ έναν πολύ γόνιμο τρόπο γιατί περικλείονται πολλές παράμετροι και στα δύο. Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο αυτό που βλέπει κάποιος στο χειρουργείο -ένα πτώμα με όργανα που το ανοίγεις. Είναι και κάτι άλλο. Θα εμπιστευόμουν, λοιπόν, περισσότερο έναν επιστήμονα που με βλέπει ως κορμί με όργανα αλλά με βλέπει και σαν ψυχή ταυτόχρονα. Ο ορθολογισμός μπορεί να είναι και παγίδα. Ένας άνθρωπος που έχει συνηθίσει να εμπιστεύεται μόνο το μυαλό του και βλέπει τα υπόλοιπα ως φούμαρα δεν αφήνει χώρο σε τίποτα να περάσει μέσα.

«Τα μεγάλα κείμενα και τα μεγάλα έργα, ακόμη κι αν δεν το δείχνουν, περικλείουν το φως».

– Ας επιστρέψουμε στο θέατρο και σε μια σχέση σημαντική για εσάς, αυτή με τον Ζυλ Ντασέν.

Είχαμε αγαπηθεί πάρα πολύ. Επειδή ήμουν η πιο μικρή στον θίασο του «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ», έπαιρνα στον φάκελο τα λιγότερα χρήματα κάθε μήνα. Όταν το συνειδητοποίησε, κάθε μήνα μου έβαζε επιπλέον χρήματα, από τα δικά του ποσοστά. Κι επειδή, το πρόσωπο που έκανα στο έργο αυτό -η Χάνι-, έλεγε «Είμαι η Χάνι το κουνελάκι», μου έγραφε στον φάκελο «Στην Χάνι μου, το κουνελάκι μου». Κι εγώ, επειδή ντρεπόμουν και τον αγαπούσα πάρα πολύ, κάθε μήνα χρησιμοποιούσα κάποια από τα χρήματα που μου έδινε και του έπαιρνα κάτι: ένα παιχνιδάκι ή λουλούδια ή κάτι άλλο και το άφηνα στο θυρωρείο στην Αναγνωστοπούλου, εκεί που έμεναν τότε με τη Μελίνα. Είχαμε μια τόσο ζεστή κι αγαπημένη σχέση. Ήταν υπέροχος, γλυκός κι αληθινά, βαθιά ευγενικός άνθρωπος. Αργότερα με πήρε στο Εθνικό Θέατρο σε πρώτο ρόλο. Πολύ με τίμησε.

«Ο Ντασέν ήταν υπέροχος, γλυκός κι αληθινά, βαθιά ευγενικός άνθρωπος. Αργότερα με πήρε στο Εθνικό Θέατρο σε πρώτο ρόλο».

Κάποια στιγμή πήγε σε ένα πιο εμπορικό θέατρο και μου ζήτησε να πάω. Τότε άλλαξε κάτι μέσα μου, αποφάσισα πως ήθελα να μάθω κι άλλα γι’ αυτήν την τέχνη και θέλησα να πάω στο Παρίσι καθώς είχα ήδη βρει τον σκηνοθέτη Αντουάν Βιτέζ που ήταν εξαιρετικός. Ζήτησα συγγνώμη από τον Ντασέν και του είπα τι ήθελα να κάνω. Προς τιμήν του, όχι απλώς δεν θίχτηκε ο εγωϊσμός του αλλά μου είπε «Εγώ θέλω πολύ να έρθεις αλλά σήκω φύγε, σήκω φύγε».

«Θέλω πια να ελέγχω την κατάσταση ώστε να κάνω πράγματα που αγαπώ αλλά υπολογίζοντας τις ψυχικές και σωματικές αντοχές μου και τη ζωή μου.».

– Η προσωπική ζωή θυσιάζεται για το θέατρο;

Εγώ αποκλείεται να κάνω μόνο θέατρο και να μην έχω προσωπική ζωή. Δεν το θέλω, ούτε μπορώ να το κάνω και ούτε με ενδιαφέρει. Φέτος μου έκαναν μια πρόταση για πρωταγωνιστικό ρόλο σε μία σειρά με πολύ καλά δεδομένα και αμοιβή. Το σκέφτηκα σοβαρά, σκέφτηκα την ηλικία και τη ζωή μου, το τι θέλω να κάνω και το πού βρίσκομαι. Αποφάσισα να μην δεχτώ. Θέλω πια να ελέγχω την κατάσταση ώστε να κάνω πράγματα που αγαπώ αλλά υπολογίζοντας τις ψυχικές και σωματικές αντοχές μου και τη ζωή μου. Τι μπορώ και τι δεν μπορώ. Πολλοί μου λένε «Δεν έχεις παίξει όλους τους ρόλους που θα μπορούσες» και όντως έχω κάνει μια πιο sui generis πορεία αλλά όσα έχω κάνει, τα έχω κάνει και εις βάθος και με ψυχικό κόστος. Οπότε αισθάνομαι πως ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της ζωής μου, το έχει απορροφήσει το θέατρο και δεν μου λείπει κάτι.

– Κανένα σύμπλεγμα λοιπόν πλέον…

Δεν νομίζω πως ήμουν πάντα έτσι. Νομίζω πως τώρα πια έχω λιγότερα κόμπλεξ, αλλά μην νομίζετε, υπήρξα ένα δυσκολεμένο άτομο με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Επίσης είμαι ένας ντροπαλός άνθρωπος, που ντρέπεται στα καμαρίνια, που φοβάται τον κόσμο, έχω stage fright – δεν είμαι καθόλου άνετη. Κάθε άλλο. Με δυο λόγια, μου κοστίζει το να παίζω. Και ούτε με τους ανθρώπους είμαι άνετη. Ας πούμε, βλέπω τον Γιώργο: έχει το know how με τους ανθρώπους. Είναι αξιαγάπητος, τον αγαπάνε όλοι, είναι προσεκτικός αλλά και ανοιχτός. Το έχει δωρεάν. Εγώ αυτό, όσο το έχω, το έχω παλέψει πολύ. Ένα κομμάτι μου που είναι αγρίμι, το παλεύω ακόμη.

 

//Info:

«Εξι φορές», 9-31 Οκτωβρίου, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 210 7282 333, megaron.gr
Η Ολια Λαζαρίδου σκηνοθετεί το «Έγκλημα και Τιμωρία» που θα ανέβει 27/10 στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.

 

Διαβάστε ακόμα: Nίκη Λυμπεράκη. «Τα εμβόλια είναι απαραίτητα, γιατί μας σώζουν. Τελεία».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top