Η Αθήνα κατά τον 19ο αιώνα ήρθε αντιμέτωπη με την πανούκλα (Φωτογραφικό Αρχείο Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου)

Δυστυχισμένη θεοκατάρατη χρονιά. Ποιος θα λησμονήση τι κακά έσυρε μαζί της; Είναι κάτι χρόνοι, όπου τραβούν οπίσω τους τα βάσανα, τις συμφορές, αλυσίδα βαρειά, ατέλειωτη αλυσίδα που σέρνεται στα στήθια.

Αφορία από έτη, καταστροφές από σεισμούς, ελπίδες ξερριζωμένες, η ληστεία να βράζη στην Ελλάδα απ’ άκρη σ’ άκρη. Να μπαίνουν οι ληστρικές συμμορίες μέσα στας πόλεις, στας Θήβας, στη Λιβαδειά, στα Μέγαρα, η ξένη Κατοχή υβριστική να πατή κατάστηθα τη χώρα, χωρίς ούτε καν να πνήξη τη μαύρη διχόνοια! Και όμως δεν ήσταν αρκετά αυτά, όχι. Πίσω ήταν το πλειό φαρμακερό ποτήρι.

Ήταν γραφτό να στήση στον άμοιρο, στον πολυβασανισμένο τούτο τόπο, το μαύρο τσαντήρι της, στριγγλιάρα αμαζόνα του θανάτου, η Επιδημία.

Κρυφά κρυφά, για να κάμη πρώτη γνωριμία μαζί μας εταξίδεψε από τη Μασσαλία έως τη Μάλτα μαζί με τον Μαυροκορδάτο, που ήρχετο από τη Γαλλία για να παραλάβη την Κυβέρνησι. Έτσι το έγραφαν τουλάχιστον του τέλους Ιουνίου 1854 οι εφημερίδες.

«Ο κύριος Μαυροκορδάτος αναχωρήσας εκ Μασσαλίας ηναγκάσθη να μείνει εις Μελίτην, διότι εν τω μεταξύ απεβίωσαν εν τω ατμοπλοίω τρεις στρατιώται εκ χολέρας».

Αλλά το βαπόρι εκείνο δεν έφερε τη χολέρα στην Ελλάδα. Δεν ελευθεροκοινώνησε στη Σύρα που ήταν για να πιάση. Πώς μας ήρθε λοιπόν η θεοκαταράτατη Ξένη;

Πολλά λένε. Αλλά περισσότερο επιστεύθηκε πως μπήκε κρυφά επιβάτης και κρύφτηκε κάτω βαθειά, στο μπαλαούρο, μέσα σε μια καμαρωμένη φρεγάδα, χυτή, χαριτωμένη, που ήρχουνταν στον Πειραιά φορτωμένη στρατό για την Κριμαία.

Αχ! Έπρεπε στου κάβου Μαλιά τα κρεμαστά βράχια να εύρη μαύρη βαθειά καταβόθρα, τη μανιωμένη θάλασσα, τόσο βαθειά που να μην αποφανή ούτε το πόπολο του μεσιανού της καταρτιού, για να μη γλυτώση η Μαύρη Ξένη, για να μην φτάση να φέρη σ’ αυτό το δύστυχο τον τόπο την ερήμωσι.

Το βιβλίο του Εμμανουήλ Λυκούδη «Η ξένη του 1854» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.

Όμως αλλοιώς ήταν γραφτό – γι’ αυτό ακίνδυνα εκαβατζάριζε τον κάβο Μαλιά, κι ανέβαινε περήφανα με ίσια την πλώρη για τον Πειραιά. Κι ανάσαιναν οι ανατολικές στεριές του Μωριά – και της έστελναν της άπιστης φρεγάδας σα γλυκοφίλημα τον ανασασμό τους, το γλυκό ελληνικό μαϊστραλάκι, όπου της φιλούσε τα ολόλευκα πανιά όλα απλωμένα στο φύσημά του, από τον κόντρα φλόκο ως τη μπούμα, από τον τρίγκο και τη μαίστρα ως τους κούντρους. Τα δελφίνια έπαιζαν τρελά εμπρός στην πλώρη της κ’ οι γλάροι εφτερούγιζαν χαρωποί ανάμεσα στα ξάρτια της. Περηφανεύουνταν η εύμορφη φρεγάδα και έγερνε καμαρωμένη από τη δεξιά πλευρά. Τα νερά τα γαλαζοπράσινα, νωθρά, κοιμισμένα, ότι και τα ξύπναε η πλώρη της η χυτή – και παραμερούσαν με γλυκομουρμούρισμα σα ντροπαλιά, ενώ εγλιστρούσε απάνου τους σα νεροφίδα η εύμορφη φρεγάδα.

Φαίνεται πως δεν άργησε πολύ να ρίξη άγκυρα στον Πειραιά.

Γιατί στις 6 Ιουλίου εκολλούσαν στους τοίχους των Αθηνών χαρτιά και, αφού το τύμπανο εξεκούφαινε κόσμο, ένας κήρυξ εδιάβαζε στα σταυροδρόμια:

«Αριθ.79

ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Το Υπουργείον των Εσωτερικών προς τους Νομάρχας του Κράτους.

Σπεύδομεν με λύπην μας να σας κοινοποιήσωμεν, κύριε Νομάρχα, ότι εις τον Πειραιά από προχθές εφάνησαν τινά περιστατικά εμφαίνοντα χολέραν. Η Κυβέρνησις έλαβε τα συντονώτερα μέτρα κ.λ.π.».

Αυτά τα τινά περιστατικά ήσαν καμμιά τριανταριά θάνατοι την ημέρα εις τα νοσοκομεία και εις την πόλιν.

Τα συντονώτερα μέτρα ήσαν ότι δεν είχαν την άδειαν να έλθουν από τον Πειραιά οικπογένειες και κατοικήσουν εις τας Αθήνας, μπορούσαν όμως οι άνθρωποι να συγκοιονωνούν ελεύθερα για τις δουλειές τους στα δύο πόλεις, φθάνει μόνον, όταν ανέβαιναν από τον Πειραιά, να τους κύταζε στα μάτια ένας γιατρός που εστέκετο εκεί που είναι τώρα το γκαζ. Αλλ’ απ΄ αυτή την ενόχλησι είχαν απαλλαχθή όλοι του στρατού της Κατοχής, γιατί γι’ αυτούς θα ήταν αυθάδεια ένα τέτοιο μέτρο. Αλλά και οικογένειες ήρχοντο ελεύθερα εις στας Αθήνας, όταν είχαν μαζί τους κανένα στρατιώτη ξένο.

 

Β’

Και όμως με όλες τις ευκολίες άργησε να ανέβη στας Αθήνας η Ξένη. Λες και βαρειότανε χορτάτη από τον τρύγο που έκανε στον Πειραιά.

Αλλά στο τέλος, αφού έως εις τάς 20 Αυγούστου ερήμαξε τον Πειραιά, ελούφαξε και μόλις εις το τέλος Σεπτεμβρίου άρχισε να τρυγά εις τας Αθήνας τα πρώτα πριμαρόλια του θανάτου. Έν εις τάς 29 Σεπτεμβρίου είς την οδόν Λυσικράτους – άλλο είς τάς 12 Οκτωβρίου είς τήν οδόν Νίκης και τρία ή τέσσερα είς το Γεράνι είς τάς 16 Οκτωβρίου.

Έτσι πρώτα πρώτα χτυπούσε ανάρηα σκόρπια. Λες κ’ εδοκίμαζε τη δύναμί της.

Έπειτα για μερικές ημέρες άφηνε να λησμονηθή. Ήθελε να κάμη τον κόσμο να ξεθαρρέψη, όπως το θηρίο αφήνει λάσκο στο θύμα του να δοκιμάση τη φυγή, για να το σπαράξη έπειτα σ’ ένα πήδημα με περισσότερη ευχαρίστησι.

 

//Απόσπασμα από το βιβλίο του Εμμανουήλ Λυκούδη «Η ξένη του 1854» από τις εκδόσεις Πατάκη. Το βιβλίο είναι γραμμένο σε πολυτονικό σύστημα. Ακολουθείται η ορθογραφία του συγγραφέα. 

 

Διαβάστε ακόμα: Αλέξης Τραϊανός – «BECAUSE το χάος μετριέται μόνο με χάος».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top