«Εύχαρις όχι. Ούτε όμως έντρομος, ούτε και λυπημένος./ Μόνον ανήσυχος πότε θα συναντούσε τους άλλους/ Τους παλιούς δασκάλους».

Θανάσης Κ. Κωσταβάρας, «Ο Οδυσσέας Ελύτης συναντά τους προγόνους»

Έχοντας πάνω απ’ τον ώμο του για οδηγό τις Πλειάδες
κι ένα μπλε κοβαλτίου στο βάθος
–σημάδι μιας άλλης θάλασσας που σε λίγο θα συναντούσε–
προχωρούσε ο οξυδερκής των χρωμάτων.
Ο του μέσα σκότους ανιχνευτής
και της γλαυκής αιθρίας ο υμνητής και προφήτης.

Ακόμα κρατούσε λίγη ξανθή άμμο μέσα στ’ αυτί του
και μια λεπτούτσικη πάχνη από αλάτι πάνω στα φρύδια του.
Καθώς ένα κλαδάκι φως λαμποκοπούσε
κρατημένο ανάμεσα στα δόντια του.

Πέρα τραβούσε ο Θεοφίλητος.
Στις μυθικές αμμουδιές του Ομήρου.
Όπου ο πρώτος στο γένος των ελλήνων ποιητών τον περίμενε.
Να πάρει πίσω μέσα απ’ τα χέρια του
τα δώρα που οι μούσες είχαν κάποτε αφήσει στο λίκνο του.
Εκείνες τις φωτεινές, όλο φωνήεντα, λέξεις
τις γυαλισμένες στο κύμα.
Αυτές που και ο ίδιος είχε για χρόνια δουλέψει.
Με το χρυσάφι του ήλιου που φώλιαζε στην καρδιά του
και το απέραντο γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας
που ισοκρατούσε τις σκέψεις του.

Κι έτσι, με πλατιούς κι ανάερους διασκελισμούς
προχωρούσε ο κληρονόμος του Ηρακλείτου
και της Σαπφούς ο ομογάλακτος.
Εύχαρις όχι. Ούτε όμως έντρομος, ούτε και λυπημένος.
Μόνον ανήσυχος πότε θα συναντούσε τους άλλους.
Τους παλιούς δασκάλους· αυτούς που του είχαν διδάξει
την υψηλή τέχνη της Ποίησης.

Κι ανάμεσά τους, προπάντων
τους πιο οικείους, τους πιο κοντινούς του.
Τον κόντε Διονύσιο Σολωμό, το αηδόνι του Ιονίου·
και δίπλα του
τον άλλον επτανήσιο. Εκείνον τον απόμακρο αετό
την τόλμη και τον λυρισμό του οποίου
είχε υμνήσει με πάθος.

Αυτούς, γεμάτος αγωνία και δέος
βιαζόταν να συναντήσει ο ισαπόστολος.

 

(Από τη συλλογή «Η μακρινή άγνωστη χώρα», εκδ. Νεφέλη, 1999)

 

Στην επόμενη σελίδα: «το Adagio των ‘‘Προσανατολισμών’’ του».

1 2 3 4 5

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top