Δήμητρα Κωτούλα, «Μητέρα και κόρη ή Τοπίο σε κίνηση»
Απολογούμαι για κάτι που δεν ξέρω να πω πώς αλλά συμβαίνει.
Είμαστε εδώ–
στο κομμάτι αυτό του ποταμού που ανεβαίνει.
Τριγύρω λόφοι/ ένας γαλάζιος ουρανός/
αυτό που δεν θα σου δοθεί ποτέ ξανά/ σκόνη.
Το χέρι σου πλέει μέσα στο χέρι μου
πρώιμο και ζεστό.
Προσπαθείς ν’ ανασάνεις.
Ν’ αντιληφθείς τη νέα αυτή πραγματικότητα που σε περιβάλλει
χωρίς απαίτηση, φυγή ή εναντίωση.
Ό,τι σ’ απορροφά αυτή τη στιγμή
είναι οι ζαχαρωμένοι από την πάχνη μίσχοι
που εύκολα σπας κάτω απ’ το πέλμα.
Μ’ έχεις σχεδόν ξεχάσει.
Ο κόσμος μπροστά
–βίαιος–
–με τους κόσμους του–
κι εσύ παίζεις.
Υπομένοντας τις αδιάκοπες μεταμορφώσεις του αέρα
απολαμβάνοντας με τις αισθήσεις ανοιχτές–
τα ανασηκωμένα λέπια της συνείδησης
μόλις μαθαίνουν να αντιστέκονται στην εκκωφαντική αυτή ρητορεία.
«Άνεμος» λέω.
Είσαι αρκετά μεγάλη για να καταλάβεις
πολύ μικρή για να μπορείς ν’ ανταποδώσεις
τη φιλοφρόνηση μίας ακόμη άγνωστης λέξης.
Ο ποταμός συστρέφεται.
Η επιφάνειά του ρυτιδιάζει.
Θα ’θελα να βαδίζαμε εδώ, μαζί, για ώρες
μέσα από τις αβέβαιες εκκολάψεις του νερού
συσπάσεις/ βαθουλώματα/ οι όγκοι
ένας μηχανισμός από ροές
παρασύρει το τοπίο σε κίνηση.
Χωρίς να σε πείθω
θα ’θελα να μπορούσα να σου πω
αυτό θα κρατήσει και μετά από μένα μετά από μας.
Το μπλε φουσκώνει τον ορίζοντα μπροστά μας.
Το μελάνι πρήζεται από την τεταμένη αναμονή
–επιμένω, λοιπόν, να εξαντλήσω έτσι το χρόνο που μου απομένει–
Κάτι μοιάζει να λες.
Τέλεια πλάσματα της ομιλίας ενδώσαμε
μιλήσαμε
(αυτή είναι η μία όψη της πραγματικότητας, η μία όψη του κόσμου)
Θέλω να πω–
Λέω: καθαρό
και στρέφω αλλού το βλέμμα.
(Από τη συλλογή «Η επίμονη αφήγηση», εκδ. Πατάκη, 2017)
Στην επόμενη σελίδα: «Στο βάθος του καθρέφτη».