«Τώρα γυρίζεις τ’ αδιανόητα μάτια στο πολυάστρο ταβάνι».

Δημήτρης Κοσμόπουλος, «Γιάννης Ρίτσος ελκόμενος, βράδυ της 11ης Νοεμβρίου 1990»

Μέσα στα σπήλαια του στήθους σου, στις πέτρινες
καμμένες οροφές, πετούσες
μαζί με τα κυνηγημένα αγριοπερίστερα,
διψώντας το αταξικό γαλάζιο
όταν, οι τα φαιά φορούντες, μην έχοντας, δήθεν,
προσέξει τις γδαρμένες σου πατούσες
πετροβολούσαν την ψυχή σου κι έκαναν το κορμί σου καναβάτσο.

Ύστερα είτανε κι οι πεθαμένοι, που σου ανάβανε
την νύχτα το λυχνάρι
εκεί, στο σιδερένιο του σανατορίου κρεββάτι ή στο κρύο
της σκηνής
κι έρχονταν με σπασμένα αγάλματα, με εικόνες Αγίων
και των κρεμασμένων το σκοινί
να σου ανοίξουν τόπο, να φανεί η Μητέρα,
να σου πλύνει τις ουλές, στο φεγγάρι.

Τώρα γυρίζεις τ’ αδιανόητα μάτια στο πολυάστρο ταβάνι
και μουρμουρίζεις σ’ άρρητη γλώσσα χάριτος, όλο το φως
καθώς, διάφανη η Μητέρα, κατεβαίνει πάλι κι ο Ελκόμενος Χριστός,

της βάζει, στα χλωμά της χέρια, πασχαλιές τα ποιήματα
που δεν θα γράφεις
πια· γιατί θα ζεις, με τα ξερά δαφνόφυλλα του Κάλβου στρώμα.
Πέφτει όλο το μαύρο που πολέμησες με την φωνή σου.
Το γυαλί του χρόνου γίνεται καθρέφτης

να βλέπουνε την γύμνια τους θανατερή, οι απόφοιτοι
της Οξφόρδης και του Χάρβαρντ
Φραγκοφορεμένοι σχολών φιλελλήνων – όσοι, όταν
χρειάσθηκε να πας στο Στάλινγκραντ
κουβαλώντας ψωμί και νερό στους στρατιώτες,
αλυχτούσαν. (Ακόμη αλυχτάν).

 

(Από τη συλλογή «Κατόπιν εορτής», εκδ. Ερατώ, 2014)

 

Στην επόμενη σελίδα: «Σε βλέπουμε ποιητή να μας χαμογελάς».

1 2 3 4 5

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top