«Ο θάλαμος σκοτείνιαζε με τη βροχή, ο θάλαμος βράδιαζε σαν τον/ υδράργυρο που χαμηλώνει με το πρώτο φθινόπωρο». (Ανδρέας Δεβετζής, «Απόβραδο στον θάλαμο», 1980).

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, «Οδοιπορικό 1953»

Αργά, με το σούρουπο, επισκέφτηκα το Γιαννάκη στο θάλαμο.
Τα μάτια του άναβαν σαν τον υδράργυρο που ανεβαίνει επικίνδυνα.
«Αύριο φεύγουμε. Δοκιμάσαμε τον ήλιο τον καυτό μαζί. Ήπιαμε
τα βράχια, την άνυδρη πέτρα, τα λατομεία πιο άσπρα από το φως
κι’ οι λεμονάδες ήταν απρόσιτες, κι’ η Αθήνα, α, η Αθήνα μια υπό-
σχεση μόνο».
Το Σάββατο, στην επιθεώρηση, είδα τις τυλιγμένες κουβέρτες.
Ο θάλαμος σκοτείνιαζε με τη βροχή, ο θάλαμος βράδιαζε σαν τον
υδράργυρο που χαμηλώνει με το πρώτο φθινόπωρο. Το στρατόπεδο
ερημώνει.
Γνώρισα το βήμα του από το παράθυρο. Πήδηξε σ’ ένα τζαίημς
κι’ έφυγε.
Η βροχή δε σταμάτησε όλο το Σεπτέμβρη.

(Από τη συλλογή «Δύσκολος θάνατος», 1954. Περιλαμβάνεται και στη συγκεντρωτική  έκδοση «Ο δύσκολος θάνατος», εκδ. Εγνατία 1978 / εκδ. Νεφέλη 2007)

 

Στην επόμενη σελίδα: «Μα τώρα που γνωρίζω τι σημαίνουν τα παράσημα…»

1 2 3 4 5

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top