Mια τόση δα γη που αναδεύει «καλά» μέσα σου.

Ήταν κάπως αργά, θα ’ταν περασμένες μία το πρωί· μαύρα σκοτάδια, μόνον ο φάρος στην είσοδο του λιμένος και κάτι προβολείς εδώ κι εκεί, τουλάχιστον απόκοσμοι· τους θαυμάζω τους καπετάνιους που παρκάρουν τα καράβια στα λιμάνια με μανούβρες και τα τοιαύτα.

Κατεβήκαμε περίπου 35 άνθρωποι, οι μισοί των μόνιμων κατοίκων Σχοινούσης· ήταν Σεπτέμβριος, το ταξίδι είχε κρατήσει εννέα και κάτι ώρες, κι όταν η μπουκαπόρτα ανέβαινε και οι κάβοι λύνονταν εγκαταλείποντας απογευματιάτικα τον Πειραιά, άκουσα να μου λένε στο τηλέφωνο ότι κάποιος πέθανε, που δεν θα προλάβαινα ν’ αποχαιρετήσω· δεν μπορείς να διασχίσεις το Αιγαίο με πλοίο και τη μισή ενδοχώρα με ΚΤΕΛ ή τρένο σε 24 ώρες.

Στην υποδοχή, ο Παναγιώτης, ο νέος, ηλικιακά και επιχειρηματικά, ξενοδόχος του νησιού· το «Αρχιπέλαγος», με τα πέτρινα σπίτια στην πλαγιά του Τσιγγουριού και το απέραντο γαλάζιο (με τα κλισέ συνεννοούμαστε καλύτερα), τότε ήταν ακόμα στα σκαριά, όμως για λίγους τυχερούς είχαν δημιουργηθεί όσα σπιτάκια χρειαζόταν για να μη χαθεί η σεζόν (με τα κλισέ κ.λπ.)· ψέματα λέω, ο Παναγιώτης δεν νοιαζόταν μόνο για τη σεζόν, είχε στο μυαλό του πώς θα κάνει την παραμονή σου εύκολη, σ’ έκανε να νιώθεις ντόπιος, που δυστυχώς δεν ήσουν, άσε που σε πήγαινε όπου ήθελες, όποτε ήθελες, με το σκονισμένο Μιτσουμπίσι «για τις εργασίες», με το οποίο σ’ έφερνε πίσω στο κρεβατάκι σου· μες στα μαύρα μεσάνυχτα, βρεθήκαμε στο κρεβατάκι μας με μια περίεργη εποχούμενη ανάβαση στη Χώρα (well…) και κατηφορίζοντας ένα κομμάτι της πλαγιάς· μες στην κούραση του ταξιδιού, του τηλεφωνήματος που κατέφτασε με το έτσι θέλω και του «πού είναι το δικό μου κρεβάτι;», πέσαμε η Μπεθ, η Μπιτς κι εγώ στα κρεβάτια μας στο δίχωρο πέτρινο του «Αρχιπελάγους».

Για χταπόδι στην «Κυρά Ποθητή».

Δεν θα είχαν περάσει πολλές, τουλάχιστον όχι περισσότερες από τις περίπου 14 που χρειαζόμουν για να νιώσω ότι είμαι και πάλι ο υπέροχος εαυτός μου, οπότε και ακούω την Μπιτς έξω από το δωμάτιό μου, όπου βρισκόταν η βεράντα (ακούγεται πολύ πολυκατοικία της αντιπαροχής, αλλά δεν θέλω να το πω αυλή), αλαλάζοντας «πο, ρε φίλε», «δεν γίνεται αυτό» και «μαλάαακα μου»· φοράω οτιδήποτε δεν θα προκαλούσε το δημόσιο αίσθημα βρήκα μπροστά μου και άνοιξα την πόρτα· «πο, ρε φίλε», «δεν γίνεται αυτό» και «μαλάαακα μου»· αυτή τη φορά, ήταν δικά μου· αν πράγματι συνεννοούμαστε με τα κλισέ και αν όντως δεν έχω πέσει τόσο έξω σ’ ένα βιβλίο που ’χα γράψει κάποτε, τότε το απέραντο γαλάζιο ήταν αυτό που αντίκρισα· ακριβώς εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι, αν υπάρχει παράδεισος, μάλλον θα είναι φτιαγμένος από Σχοινούσα.

Στο Τσιγγούρι.

Μία Χώρα, δεκαοκτώ παραλίες· υπενθυμίζω ότι ήταν Σεπτέμβριος, διότι είναι ο μοναδικός τρόπος που διαθέτω γράφοντας αυτό το κείμενο για να περιγράψω τα χρώματα και την ησυχία της θάλασσας και της άμμου, της πέτρας, του αλμυρικιού και της φραγκοσυκιάς, όταν «συμβαίνει» αυτό που ονομάζουμε «αποκαλόκαιρο»· ήμασταν στη Σχοινούσα με τις αφειδώλευτες παραλίες στο Τσιγγούρι, τον Γερολιμιόνα, το Λιβάδι, την Ψιλή Άμμο, το Μερσίνι, την Αλυγαριά.

Η παραλία του Γερολιμιόνα.

Η σειρά δεν είναι τυχαία, καθότι περιγράφει την κλίμακα «χιτ – απομόνωση»· μην παίρνετε θάρρος, όσοι παίρνετε τέλος πάντων με κάτι τέτοια, διότι το ελεύθερο κάμπινγκ δεν είναι το αγαπημένο των κατοίκων (τουλάχιστον δεν ήταν τότε)· ήμασταν στη Σχοινούσα, με τις λίγες και ακριβές κλίνες, με τις ελάχιστες και ακριβούτσικες ταβέρνες, όπως ο περίφημος «Νικόλας της Σχοινούσας» ή οι αγαπημένες μου «Μαργαρίτα» και «Κυρά Ποθητή».

Χτένια σωτέ με σάλτσα πορτοκαλιού στον «Νικόλα της Σχοινούσας».

Σε μία απ’ αυτές εξάλλου είχα ακούσει μιαν ερωτική ιστορία γεμάτη εφηβική απογοήτευση «αφού εκείνος τελειώνει ηλεκτρολόγος στη Νάξο και το καλοκαίρι έμεινε εκεί για σεζόν, κι εμένα δεν μ’ αφήνουν να πάω», «Θέλεις να πούμε κάτι στη μαμά σου;», «Δεν πιάνει τίποτα· αλλά μου λείπει και δεν έχει καλό σήμα εδώ»· της έλειπε, της έλειπε πολύ· όποια κι αν είσαι εσύ η μάνα, να ξέρεις ότι της έλειπε πολύ· κι ήθελε να τον παντρευτεί, να πάει στη Νάξο, να μη δουλεύει στην ταβέρνα όλη μέρα· δεν είχε και καλό σήμα· είχε όμως καλή αστακομακαρονάδα και αδιανόητο χταπόδι· όλα ψαρεμένα το πρωί, κι «έλα να δεις τι έπιασε ο μπαμπάς μου»· ήμασταν στη Σχοινούσα με τις ιστορίες του τότε μάγειρα του «Tsigouri Beach Bar» που θέλησε την Μπεθ και της έταξε πεσκανδρίτσες και κοτόπουλο με σος μαστίχα (με τα κλισέ κ.λπ.)· το δεύτερο το πρότεινε εκείνος, το πρώτο η Μπιτς που δεν άντεχε το φλερτ, ούτε και μεταξύ τρίτων, μετά τις 9.30 το βράδυ κι αφού είχε καπνίσει δύο πακέτα Κάμελ γαλάζιο, αν έχετε τον θεό σας· κι όλ’ αυτά στο καφέ της «Χαράς» (σας το ’χω πει αυτό για τα κλισέ).

Για δροσιστικές σαλάτες στο Tsigouri Beach Club.

Ήμασταν στη Σχοινούσα της φραγκοσυκάδας, της μοναδικής σε όλες τις Κυκλάδες, μεγάλες και μικρές, του Οδυσσέα Ελύτη ή του Σάκη Σερέφα· φραγκοσυκάδα που καταναλώσαμε μονορούφι στο «Πέτρινο» της Μεσαριάς, κάπου στην ενδοχώρα· στη Σχοινούσα του γυμνισμού και του νερού που θες-δεν θες σ’ αγκαλιάζει, σε θέλει μέσα του, νιώθεις τη θάλασσα για σάρκα από νερό· γίνεται· ήμασταν στη Σχοινούσα των ραβασακίων κάτω από τασάκια επιδιώκοντας έρωτες που κράτησαν δυόμισι ώρες, όσες χρειάστηκαν για να καταφαγωθούν τα  κρέατα που με παρακάλια και τάματα στην εκκλησία των Εισοδίων της Θεοτόκου με την εικόνα της Παναγίας της Ακαθής στη Χώρα είχα πείσει τις αυτές μεγαλειότητες να φάμε «έστω μια φορά, ρε κορίτσια»· δεν θυμάμαι πού, ίσως στη «Μαργαρίτα»· αν και θα ταίριαζε περισσότερο να συμβεί στην «Κυρά Ποθητή» ένεκεν του ονόματός της· λίγη σημασία έχει, καθότι τα ραβασάκια κάτω από τασάκια αντιμετωπίζονται ανέκαθεν με ένα «παντού σκουπίδια άφησαν πάλι οι μαλάκες, βαρέθηκα να μαζεύω τέσσερις μήνες μαλακίες» από τα κουρασμένα αγόρια της σεζόν.

Η Σχοινούσα είναι σαν τις γάτες· σε έχουν· ή, με τον Ρίτσο αγκαζέ, σε είναι.

Η Σχοινούσα (μου)· μια τόση δα γη που αναδεύει «καλά» σου, που εξημερώνει τα ένστικτά σου και σ’ τα παραδίδει ως τον επί Γης παράδεισο που σε θέλει όπως είσαι, αλλά μην το παρακάνεις· η Σχοινούσα είναι σαν τις γάτες· σε έχουν· ή, με τον Ρίτσο αγκαζέ, σε είναι.

Το Πέτρινο της Μεσαριάς.

Στην επιστροφή, βρήκα το διαμέρισμα στον λόφο του Στρέφη να μυρίζει πτωματίλα· αντί να βγάλω την πρίζα του μικροκυμάτων, είχα βγάλει του ψυγείου ― αν μου διέλυσε τον παράδεισο που έφερα στο σπίτι απ’ το νησί; Στο «φτηνό κρεβάτι», που το 2018 μού έβγαλαν οι εκδόσεις Πόλις, είχα γράψει αυτό:

Μίμης

τὰ προσώπατα κοιτῶντας,
καὶ κοιτῶντας τὲς πληγὲς
Διονύσιος Σολωμός
«Εἰς τὸν θάνατον τοῦ Λὸρδ Μπάυρον»

― η πρώτη φορά που με αποκάλεσες Δημήτρη
ήταν ένα πμικρό σοκ
σαν ας πούμε να ανάβει μόνο του το κλιματιστικό
ή να επιστρέφεις ύστερα από οκτώ μέρες στη Σχοινούσα
συνειδητοποιώντας ότι έβγαλες την πρίζα του ψυγείου
κι έχει γεμίσει το σπίτι πτωματίλα και η κατάψυξη σκουλήκια

κάποτε όμως
θα μάζευα όπως όπως τα πράγματά μου
και θα επέστρεφα
αποκεί που ’ρθα

−εξωραϊσμός του παρελθόντος λέγεται αυτό−

τώρα όμως παίρνω χλωρίνη και ό,τι καθαριστικό υπάρχει στο σπίτι

σκοτώνω ό,τι ζει
πετάω ό,τι σαπίζει
αρωματίζω ό,τι ζητάει σωτηρία
και βάζω σόδα και γάλα
για να ρουφήξουν κάθε μυρωδιά
κι ό,τι απέμεινε νεκρό ή σαπισμένο –

ό,τι ζητάει σωτηρία
θα μείνει να σαπίσει στην ώρα του
μαζί μου•

* * * *

Δεν ξέρω αν τελικά κάναμε οι τρεις μας διακοπές στο νησί• μου φαίνεται ότι περισσότερο ήρθαμε στα συγκαλά μας• δεν ξέρω πώς γίνεται• αλλά τουλάχιστον γίνεται.

 

Διαβάστε ακόμα: Πού θα πάμε και τι θα φάμε φέτος στην Τήνο.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top