άδωνις (ο) 1. σύντροφος τηλεπαρουσιάστριας: δεν πίστευα ποτέ πως ο Ματέο θα μπορούσε να γίνει άδωνις μέχρι που τα έφτιαξε με τη Μενεγάκη ΣΥΝ. μπουμπούκος 2. ειδικός σε θέματα υγείας: αν σου πονάει πολύ το έντερο πάρε τηλέφωνο τον Δημήτρη, είναι άδωνις και θα σου πει τι να κάνεις ΣΥΝ. υπουργός υγείας 3. αυτός που έχει πολύ τσιριχτή φωνή: δεν αντέχω να ακούω την Ελευθερία Αρβανιτάκη να τραγουδάει, είναι άδωνις και πονάνε τ’ αυτιά μου 4. τηλεπωλητής: χθες το βράδυ κόλλησα στην τηλεόραση και έβλεπα για κανά δίωρο έναν άδωνι που πουλούσε σετ αποτρίχωσης ΣΥΝ. λιακόπουλος.