αμφισεξουαλικός (ο) 1. αναποφάσιστος: δεν ξέρω αν θα ψηφίσω Νέα Δημοκρατία ή ΣΥΡΙΖΑ, είμαι ακόμα αμφισεξουαλικός 2. πανφάγος: ό,τι και να μου βάλεις θα το φάω, είμαι αμφισεξουαλικός 3. ανοιχτόμυαλος: το ζήτημα της λαθρομετανάστευσης με προβληματίζει, αλλά επειδή είμαι αμφισεξουαλικός βλέπω σοβαρά επιχειρήματα και στις δυο πλευρές.