To Λεξικό

μπούκουρας (ο) 1. ευσυγκίνητος, κλαψιάρης: ο Ηλίας είναι τόσο μπούκουρας που δεν μπορεί να κάνει χωρίστρα στα μαλλιά του, γιατί οι χωρισμοί τον κάνουν και κλαίει 2. αυτός που εκλέγεται τυχαία βουλευτής φασιστικού κόμματος: «Τα 'μαθες για τον Τάκη;» «Όχι, τι έπαθε;» «Ο καημένος έγινε μπούκουρας. Γυρνάει ένα μεσημέρι από τη δουλειά, πάει στο μπάνιο, κοιτιέται στον καθρέφτη και τι να δει: είχε γίνει βουλευτής της Χρυσής Αυγής. 3. έκπληκτος, αυτός που πέφτει από τα σύννεφα: δηλαδή θέλεις να πεις πως επειδή θαυμάζω τον Χίτλερ, μισώ τους Εβραίους, μαχαιρώνω αλλοδαπούς και θέλω να κρεμάσω όσους έχουν άλλη άποψη από μένα είμαι ναζιστής και φασίστας; Πραγματικά μένω μπούκουρας.

ΔΕΘ (η)

06.09.2014

δημάρ (η)

30.05.2014

εδτ (η)

11.07.2013

εθνική (η)

16.10.2013

ερτ (η)

12.06.2013

ζίζεκ (ο)

22.05.2013

Θεός (ο)

31.01.2014

ρομά (ο)

23.10.2013

σαμαράς (ο)

29.05.2013

Πιο πρόσφατα

3
Button to top