μπούκουρας (ο) 1. ευσυγκίνητος, κλαψιάρης: ο Ηλίας είναι τόσο μπούκουρας που δεν μπορεί να κάνει χωρίστρα στα μαλλιά του, γιατί οι χωρισμοί τον κάνουν και κλαίει 2. αυτός που εκλέγεται τυχαία βουλευτής φασιστικού κόμματος: «Τα 'μαθες για τον Τάκη;» «Όχι, τι έπαθε;» «Ο καημένος έγινε μπούκουρας. Γυρνάει ένα μεσημέρι από τη δουλειά, πάει στο μπάνιο, κοιτιέται στον καθρέφτη και τι να δει: είχε γίνει βουλευτής της Χρυσής Αυγής. 3. έκπληκτος, αυτός που πέφτει από τα σύννεφα: δηλαδή θέλεις να πεις πως επειδή θαυμάζω τον Χίτλερ, μισώ τους Εβραίους, μαχαιρώνω αλλοδαπούς και θέλω να κρεμάσω όσους έχουν άλλη άποψη από μένα είμαι ναζιστής και φασίστας; Πραγματικά μένω μπούκουρας.