δημόσιο (το) 1. χώρος που τον χρησιμοποιούν όλοι χωρίς να ανήκει σε κανέναν: τα σκουπίδια σου πέτα τα εδώ, που είναι δημόσιο ΣΥΝ. χωματερή 2. αποθήκη ψηφοφόρων: θα θέλαμε να σας βάλουμε στο δημόσιο, αλλά δυστυχώς δεν χωράει άλλους 3. αυτό που δεν αλλάζει: έχει το ίδιο χτένισμα από το ’80, το κεφάλι του είναι δημόσιο ΣΥΝ. σκόρπιονς 4. ιερά και όσια: ο κυρ-Φώτης άντεξε πολλά, με την ΕΡΤ όμως ένιωσε ότι αμφισβητούν το δημόσιό του.