δημοσιογράφος (ο) 1. πανεπιστήμονας, ειδικός σε όλα τα θέματα: ο Γιώργος είναι αληθινός δημοσιογράφος, ξέρει τα πάντα για τη διεθνή πολιτική, την οικονομία, τη συγκοινωνιολογία, τη ναυσιπλοΐα, την αεροναυπηγική, την εγκληματολογία, την ιατρική, τη διεθνή πολιτική, την επιδημιολογία, τη σεισμολογία, την ψυχολογία ‒βέβαια δεν ξέρει ούτε μια ξένη γλώσσα, αλλά δεν τη χρειάζεται, γιατί είναι δημοσιογράφος ΣΥΝ ξερόλας 2. κουτσομπόλης: πρόσεξε μην πεις τίποτα στην κυρά-Κούλα, είναι μεγάλη δημοσιογράφος και θα το μάθει όλη η γειτονιά ΣΥΝ τατιάνα 3. χωρίς χιούμορ, σοβαροφανής: ο Νίκος είναι δημοσιογράφος και γι αυτό δεν σκάει στα γέλια όταν μιλάει για πολιτική 4. αυτός που νομίζει πως η δουλειά του είναι πιο σημαντική από των υπολοίπων: οι περισσότεροι άνθρωποι κάνουν δουλειές... οι δάσκαλοι, οι καθηγητές και οι γιατροί είναι τόσο δημοσιογράφοι που θέλουν να τους λες πως κάνουν λειτούργημα ΣΥΝ ψωνάρα.