διακοπές (οι) 1. περίοδος προγραμματισμένης ετήσιας ξεκούρασης, της οποίας η κούραση ξεπερνά αυτήν του υπόλοιπου έτους: ψόφησα στις διακοπές, δεν βλέπω την ώρα να γυρίσω στο γραφείο να ξεκουραστώ 2. αγωνιώδης προσπάθεια εύρεσης σεξουαλικού συντρόφου: μην σε παραξενεύει που του τρέχουν τα σάλια κάθε φορά που περνάει δίπλα του μια γυναίκα, ξεκίνησε τις διακοπές του 3. κοινωνικό πείραμα σκοπός του οποίου είναι να διαπιστωθεί ο μέγιστος αριθμός ανθρώπων που μπορεί ταυτόχρονα να βρίσκεται σε ένα νησί: λοιπόν, φέτος όλοι θα κάνουμε διακοπές στην Αντίπαρο 4. ανεπιθύμητες προσκλήσεις σε εξοχικά φίλων: κάθε φορά που ο Ηλίας με καλεί στο εξοχικό του στην Εύβοια συνειδητοποιώ ότι ξεκίνησαν οι διακοπές.