To Λεξικό

διακοπές (οι) 1. περίοδος προγραμματισμένης ετήσιας ξεκούρασης, της οποίας η κούραση ξεπερνά αυτήν του υπόλοιπου έτους: ψόφησα στις διακοπές, δεν βλέπω την ώρα να γυρίσω στο γραφείο να ξεκουραστώ 2. αγωνιώδης προσπάθεια εύρεσης σεξουαλικού συντρόφου: μην σε παραξενεύει που του τρέχουν τα σάλια κάθε φορά που περνάει δίπλα του μια γυναίκα, ξεκίνησε τις διακοπές του  3. κοινωνικό πείραμα σκοπός του οποίου είναι να διαπιστωθεί ο μέγιστος αριθμός ανθρώπων που μπορεί ταυτόχρονα να βρίσκεται σε ένα νησί: λοιπόν, φέτος όλοι θα κάνουμε διακοπές στην Αντίπαρο 4. ανεπιθύμητες προσκλήσεις σε εξοχικά φίλων: κάθε φορά που ο Ηλίας με καλεί στο εξοχικό του στην Εύβοια συνειδητοποιώ ότι ξεκίνησαν οι διακοπές.

ΔΕΘ (η)

06.09.2014

δημάρ (η)

30.05.2014

εδτ (η)

11.07.2013

εθνική (η)

16.10.2013

ερτ (η)

12.06.2013

ζίζεκ (ο)

22.05.2013

Θεός (ο)

31.01.2014

ρομά (ο)

23.10.2013

σαμαράς (ο)

29.05.2013

Πιο πρόσφατα

3
Button to top