To Λεξικό

δημάρ (η) δημάρ (o, η, το) 1. οτιδήποτε πολύ μικρό: τον χώρισε γιατί δεν μπορούσε να την ικανοποιήσει σεξουαλικά, τον είχε δημάρ ΣΥΝ τοσοδούλι 2. ασήμαντο: τσακώθηκαν και πλακώθηκαν στο ξύλο για δημάρ αφορμή 3. αυτό που δεν έχει λόγο ύπαρξης: τώρα, που οι περισσότεροι φοράμε αθλητικά, οι λουστράκοι είναι δημάρ.

ΔΕΘ (η)

06.09.2014

δημάρ (η)

30.05.2014

εδτ (η)

11.07.2013

εθνική (η)

16.10.2013

ερτ (η)

12.06.2013

ζίζεκ (ο)

22.05.2013

Θεός (ο)

31.01.2014

ρομά (ο)

23.10.2013

σαμαράς (ο)

29.05.2013

Πιο πρόσφατα

3
Button to top