δημάρ (η) δημάρ (o, η, το) 1. οτιδήποτε πολύ μικρό: τον χώρισε γιατί δεν μπορούσε να την ικανοποιήσει σεξουαλικά, τον είχε δημάρ ΣΥΝ τοσοδούλι 2. ασήμαντο: τσακώθηκαν και πλακώθηκαν στο ξύλο για δημάρ αφορμή 3. αυτό που δεν έχει λόγο ύπαρξης: τώρα, που οι περισσότεροι φοράμε αθλητικά, οι λουστράκοι είναι δημάρ.