δωρεάν (ο/η/το) 1. αυτό που κοστίζει πολύ ακριβά αλλά το πληρώνεις όταν καταβάλεις τους φόρους και όχι όταν το χρησιμοποιείς: ο αγώνας της πανεπιστημιακής κοινότητας έχει σκοπό η παιδεία να παραμείνει δωρεάν ΣΥΝ δημόσιο 2. υπηρεσία που ο βασικός σκοπός της είναι να εξυπηρετεί όσους εργάζονται σε αυτήν: αν οι υπηρεσίες του δήμου δεν είναι δωρεάν δεν έχουν λόγο ύπαρξης ΣΥΝ δημόσιο 3. αυτό του οποίου το κόστος είναι πολύ μεγαλύτερο της αξίας του: έπεσα σε υδραυλικό δωρεάν: ήρθε μια εβδομάδα αφού του τηλεφώνησα, δούλεψε ένα πεντάλεπτο, πήρε 50 ευρώ και μετά από τρεις μέρες η βρύση έσταζε πάλι ΣΥΝ δημόσιο.