To Λεξικό

δωρεάν (ο/η/το) 1. αυτό που κοστίζει πολύ ακριβά αλλά το πληρώνεις όταν καταβάλεις τους φόρους και όχι όταν το χρησιμοποιείς: ο αγώνας της πανεπιστημιακής κοινότητας έχει σκοπό η παιδεία να παραμείνει δωρεάν ΣΥΝ δημόσιο 2. υπηρεσία που ο βασικός σκοπός της είναι να εξυπηρετεί όσους εργάζονται σε αυτήν: αν οι υπηρεσίες του δήμου δεν είναι δωρεάν δεν έχουν λόγο ύπαρξης ΣΥΝ δημόσιο 3. αυτό του οποίου το κόστος είναι πολύ μεγαλύτερο της αξίας του: έπεσα σε υδραυλικό δωρεάν: ήρθε μια εβδομάδα αφού του τηλεφώνησα, δούλεψε ένα πεντάλεπτο, πήρε 50 ευρώ και μετά από τρεις μέρες η βρύση έσταζε πάλι ΣΥΝ δημόσιο.

ΔΕΘ (η)

06.09.2014

δημάρ (η)

30.05.2014

εδτ (η)

11.07.2013

εθνική (η)

16.10.2013

ερτ (η)

12.06.2013

ζίζεκ (ο)

22.05.2013

Θεός (ο)

31.01.2014

ρομά (ο)

23.10.2013

σαμαράς (ο)

29.05.2013

Πιο πρόσφατα

3
Button to top