εμφύλιος (ο) 1. κόμπλεξ: όταν ο Μηνάς ήταν μικρός του έλεγαν συνέχεια ιστορίες για τον παππού του, που ήταν αντάρτης, και του δημιούργησαν εμφύλιο ΣΥΝ πολυτεχνείο 2. κόλλημα με το παρελθόν: η Νίκη είχε από παλιά εμφύλιο κι έτσι έγινε συλλέκτρια αντικειμένων του περασμένου αιώνα 3. προγονική κατάρα: από τον πατέρα του κληρονόμησε δεκάδες χιλιάδες ευρώ χρέη στην εφορία ‒σκέτος εμφύλιος 4. κληρονομική ασθένεια: η χοληστερίνη μου είναι εμφύλιος, είχαν και ο μπαμπάς μου και ο παππούς μου ΣΥΝ παράδοση.