To Λεξικό

έντεχνο (το) 1. επινοημένο είδος τραγουδιού, εντός του οποίου τοποθετούνται συνθέτες, στιχουργοί και τραγουδιστές των οποίων η ανάγκη να αναγνωριστούν ως πραγματικοί καλλιτέχνες δεν μπορεί να ικανοποιηθεί από την αξία του έργου τους και μόνο: ευτυχώς η Μαρία έχει μυαλό και δηλώνει πως ανήκει στο έντεχνο, διαφορετικά τα τραγούδια της δεν θα έπαιζαν ούτε σε ασανσέρ ΣΥΝ ποιοτικό 2. ρηχό που προσποιείται βάθος: μη σε ξεγελάει το λέγειν του Ευάγγελου Βενιζέλου, είναι τελείως έντεχνο ΣΥΝ πολύδωρας 3. μίζερο και γκρινιάρικο: δεν λέω, όμορφο κορίτσι η Ελένη, αλλά πολύ έντεχνο ρε παιδί μου ΣΥΝ κλαψομ... 4. ψεύτικο κόσμημα: ποια λεφτά μωρέ; ένα έντεχνο περιδέραιο αγόρασε και το φοράει παντού ΣΥΝ φο μπιζού 5. τεχνική με την οποία ο τραγουδιστής τραγουδά με κλειστά μάτια προκειμένου να προσποιηθεί ευαισθησία και πόνο: αυτό το τραγούδι έτσι και το πεις έντεχνο θα είναι το σουξέ της παράστασης ΣΥΝ θηβαίο.

ΔΕΘ (η)

06.09.2014

δημάρ (η)

30.05.2014

εδτ (η)

11.07.2013

εθνική (η)

16.10.2013

ερτ (η)

12.06.2013

ζίζεκ (ο)

22.05.2013

Θεός (ο)

31.01.2014

ρομά (ο)

23.10.2013

σαμαράς (ο)

29.05.2013

Πιο πρόσφατα

3
Button to top