έντεχνο (το) 1. επινοημένο είδος τραγουδιού, εντός του οποίου τοποθετούνται συνθέτες, στιχουργοί και τραγουδιστές των οποίων η ανάγκη να αναγνωριστούν ως πραγματικοί καλλιτέχνες δεν μπορεί να ικανοποιηθεί από την αξία του έργου τους και μόνο: ευτυχώς η Μαρία έχει μυαλό και δηλώνει πως ανήκει στο έντεχνο, διαφορετικά τα τραγούδια της δεν θα έπαιζαν ούτε σε ασανσέρ ΣΥΝ ποιοτικό 2. ρηχό που προσποιείται βάθος: μη σε ξεγελάει το λέγειν του Ευάγγελου Βενιζέλου, είναι τελείως έντεχνο ΣΥΝ πολύδωρας 3. μίζερο και γκρινιάρικο: δεν λέω, όμορφο κορίτσι η Ελένη, αλλά πολύ έντεχνο ρε παιδί μου ΣΥΝ κλαψομ... 4. ψεύτικο κόσμημα: ποια λεφτά μωρέ; ένα έντεχνο περιδέραιο αγόρασε και το φοράει παντού ΣΥΝ φο μπιζού 5. τεχνική με την οποία ο τραγουδιστής τραγουδά με κλειστά μάτια προκειμένου να προσποιηθεί ευαισθησία και πόνο: αυτό το τραγούδι έτσι και το πεις έντεχνο θα είναι το σουξέ της παράστασης ΣΥΝ θηβαίο.