To Λεξικό

φασιστερός (ο) 1. αριστερός φασίστας, αριστερός που επιβάλλει τις απόψεις του με τη βία: ο Δημήτρης είναι τόσο φασιστερός που θα σκότωνε όποιον σταθεί εμπόδιο στον αγώνα του ΣΥΝ ξηρός 2. αυτός που δεν διαφέρει από τους εχθρούς του: μόνο ένας φασιστερός μπορεί να φωνάξει «φασίστες, κουφάλες έρχονται κρεμάλες» ΣΥΝ ηλίθιος 3. υποψήφιος περιφερειάρχης του ΣΥΡΙΖΑ: ο Καρυπίδης όχι μόνο είναι αριστερός αλλά μισεί και τους Εβραίους, δεν του αρέσει η δίωξη στη Χρυσή Αυγή και σιχαίνεται τους μετανάστες στα νοσοκομεία. Είναι ο φασιστερός που μπορεί να χαρίσει τη νίκη στο κόμμα του Αντρέα Τσίπρα.

ΔΕΘ (η)

06.09.2014

δημάρ (η)

30.05.2014

εδτ (η)

11.07.2013

εθνική (η)

16.10.2013

ερτ (η)

12.06.2013

ζίζεκ (ο)

22.05.2013

Θεός (ο)

31.01.2014

ρομά (ο)

23.10.2013

σαμαράς (ο)

29.05.2013

Πιο πρόσφατα

3
Button to top