φασιστερός (ο) 1. αριστερός φασίστας, αριστερός που επιβάλλει τις απόψεις του με τη βία: ο Δημήτρης είναι τόσο φασιστερός που θα σκότωνε όποιον σταθεί εμπόδιο στον αγώνα του ΣΥΝ ξηρός 2. αυτός που δεν διαφέρει από τους εχθρούς του: μόνο ένας φασιστερός μπορεί να φωνάξει «φασίστες, κουφάλες έρχονται κρεμάλες» ΣΥΝ ηλίθιος 3. υποψήφιος περιφερειάρχης του ΣΥΡΙΖΑ: ο Καρυπίδης όχι μόνο είναι αριστερός αλλά μισεί και τους Εβραίους, δεν του αρέσει η δίωξη στη Χρυσή Αυγή και σιχαίνεται τους μετανάστες στα νοσοκομεία. Είναι ο φασιστερός που μπορεί να χαρίσει τη νίκη στο κόμμα του Αντρέα Τσίπρα.