γιανναγγελοπούλου (η) 1. αντικατάσταση προσώπου με μάσκα: η λατρεία της Μαίρης για το αρχαίο ελληνικό δράμα ήταν τόσο μεγάλη που έκανε γιανναγγελοπούλου και τώρα δεν μπορεί να κουνήσει το στόμα της ΣΥΝ. ζωηλάσκαρη 2. σύζυγος πολυεκατομμυριούχου: πολύ της κολλάει της Άννας αυτός ο επιχειρηματίας, να δεις που σύντομα θα γίνει γιανναγγελοπούλου 3. αυτή που νομίζει πως συνομιλεί με χώρες: είναι τόσο γιανναγγελοπούλου, που τις προάλλες είπε πως η ίδια η Ελλάδα της ζήτησε να διεκδικήσει και να οργανώσει τους Ολυμπιακούς.