χάλογουιν (ο, η, το) 1. αυτός, -ή, -ό που μαϊμουδίζει πράγματα που βλέπει από το εξωτερικό: η Γιώτα είναι τόσο χάλογουιν που θέλει φέτος να γιορτάσει την Ημέρα των Ευχαριστιών ΣΥΝ Αγανακτισμένος 2. αυτός, - ή, -ό που πιστεύει πως θα έπρεπε να είχε γεννηθεί στο Μπρονξ ή το Μανχάταν και η μοίρα τον έριξε να γεννηθεί στην Ελλάδα: όταν τον είδα να είναι ντυμένος και να κουνιέται σαν μαύρος χιπχοπάς κατάλαβα πόσο χάλογουιν είναι ΣΥΝ κωστόπουλος 3. κωμική πολιτισμική τρικυμία: η φράση «το Αιγάλεω γιορτάζει το Halloween» είναι πιο χάλογουιν κι από τη φράση «οι Πυξ Λαξ ροκάρουν» ΣΥΝ Άννα Βίσση 4. κοσμοπολίτικος μανταμοσουσουδισμός: πόσο χάλογουιν είναι να έχεις πάει δυο-τρεις φορές στο Παρίσι και να το λες «Παρισάκι»;