ιδεολογία (η) 1. πολιτική θρησκεία, πολιτική πίστη: ό,τι και να συμβαίνει γύρω του ο Γιάννης δεν θα αμφισβητήσει ποτέ την ιδεολογία του 2. προκάτ σκέψη, πνευματική ευκολία: δεν έχω ανάγκη από επιχειρήματα. Έχω ιδεολογία ΣΥΝ σουβλακοσκέψη, μπεργκερομυαλό 3. υποκατάστατο της θρησκείας: πιστεύω στο σοσιαλισμό / κομουνισμό / φιλελευθερισμό / ναζισμό κ.τ.λ. ΣΥΝ πιστομεθαδόνη 4. ελαφρυντικό εγκληματία: μπορεί ο Αδόλφος να έκανε ό,τι έκανε αλλά ήταν ιδεολόγος.