To Λεξικό

ιδεολογία (η) 1. πολιτική θρησκεία, πολιτική πίστη: ό,τι και να συμβαίνει γύρω του ο Γιάννης δεν θα αμφισβητήσει ποτέ την ιδεολογία του 2. προκάτ σκέψη, πνευματική ευκολία: δεν έχω ανάγκη από επιχειρήματα. Έχω ιδεολογία ΣΥΝ σουβλακοσκέψη, μπεργκερομυαλό 3. υποκατάστατο της θρησκείας: πιστεύω στο σοσιαλισμό / κομουνισμό / φιλελευθερισμό / ναζισμό κ.τ.λ. ΣΥΝ πιστομεθαδόνη 4. ελαφρυντικό εγκληματία: μπορεί ο Αδόλφος να έκανε ό,τι έκανε αλλά ήταν ιδεολόγος.

ΔΕΘ (η)

06.09.2014

δημάρ (η)

30.05.2014

εδτ (η)

11.07.2013

εθνική (η)

16.10.2013

ερτ (η)

12.06.2013

ζίζεκ (ο)

22.05.2013

Θεός (ο)

31.01.2014

ρομά (ο)

23.10.2013

σαμαράς (ο)

29.05.2013

Πιο πρόσφατα

3
Button to top