κατσουράνης (ο) 1. αυτός που είναι καλύτερο να απουσιάζει: σιγά μην καλέσω τον Κώστα. Είναι κατσουράνης, θα περάσουμε καλύτερα χωρίς αυτόν 2. αργός: το ταξίδι με πλοίο μπορεί να είναι κατσουράνης, αλλά είναι πολύ ρομαντικό 3. περιπατητής, περιηγητής: είναι φανατικός κατσουράνης. Έχει γυρίσει όλη την Ελλάδα με τα πόδια 4. περιττός: το αγαπημένο μου τραγούδι της Βανδή είναι το «Κατσουράνης»..., αυτό που πάει «περνώ και μόνη μου καλά, τα καταφέρνω μια χαρά, δεν σ’ έχω ανάγκη ευτυχώς, μου είσαι πλέον κατσουράνης».